6 Φεβ 2025
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 136/2020 απόφασης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), με την οποία επιβλήθηκε στην πρώτη αιτούσα, ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA, πρόστιμο ύψους λόγω του ότι ο σταθμός μετέδωσε – εξακολουθητικώς και εκ προθέσεως –, το τηλεοπτικό παιχνίδι … κατά τρόπο που μπορούσε να παραπλανήσει το τηλεοπτικό κοινό, ορίσθηκε δε ότι η απόφαση αυτή είναι εκτελεστή και κατά των λοιπών αιτούντων, ως νομίμων εκπροσώπων της πρώτης αιτούσας. Με την αίτηση προβλήθηκε ότι η προσβαλλόμενη μη νομίμως και κατά παράβαση της γενικής αρχής της υποκειμενικής ευθύνης των παραπτωμάτων επέβαλε το πρόστιμο και τους αιτούντες φυσικά πρόσωπα ως νομίμους εκπροσώπους της αιτούσας. Ειδικότερα, σχετικά με τον δεύτερο και την τέταρτη εκ των αιτούντων προβάλλεται ότι αυτοί δεν ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι, ούτε μέλη Δ.Σ. ούτε διευθυντικά στελέχη αυτής ούτε είχαν κάποια σχέση με την εταιρία κατά τον κρίσιμο χρόνο της διάπραξης του διαπιστωθέντος παραπτώματος, η δε τέταρτη εκ των αιτούντων δεν είναι πλέον, κατά τον χρόνο άσκησης της αιτήσεως ακυρώσεως, νόμιμη εκπρόσωπος με ευθύνη διοίκησης, ενώ για τον τρίτο εκ των αιτούντων προβάλλεται ότι αυτός δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης επιβολής του προστίμου. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως προβλήθηκε χωρίς κοινό έννομο συμφέρον από τους ομοδίκους, δεδομένου ότι δεν αφορά στην πρώτη αιτούσα, αλλά μόνο στους λοιπούς αιτούντες φυσικά πρόσωπα, ως προς τους οποίους με την προσβαλλόμενη απόφαση το επίμαχο πρόστιμο κηρύχθηκε εκτελεστό. Ο προβαλλόμενος δε με το από 31.1.2024 υπόμνημα των αιτούντων, μετά την συζήτηση, ισχυρισμός, ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται μετ’ εννόμου συμφέροντος και από την πρώτη αιτούσα, επειδή βάσει σχετικής συμβατικής δέσμευσης αυτή έχει αναλάβει την υποχρέωση να καλύψει κάθε επιβάρυνση των νομίμων εκπροσώπων της με πρόστιμα ή τέλη που τυχόν θα προκύψουν από την εκτέλεση των καθηκόντων τους, κρίθηκε αβάσιμος. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως του ότι μια τέτοια συμβατική υποχρέωση δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον της πρώτης αιτούσας για προβολή λόγων που αφορούν αποκλειστικά στους λοιπούς αιτούντες φυσικά πρόσωπα, πάντως, βάσει της επικαλούμενης συμβατικής υποχρέωσης η πρώτη αιτούσα θα βαρύνεται η ίδια, σε κάθε περίπτωση, είτε, δηλαδή, ακυρωθεί το πρόστιμο κατά το μέρος που αφορά στα φυσικά πρόσωπα είτε όχι, με το ποσό που αντιστοιχεί στο ύψος του προστίμου και, συνεπώς, δεν θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της να επιδιώξει την ακύρωση του προστίμου μόνο κατά το μέρος που αφορά στους λοιπούς αιτούντες. Με τα δεδομένα αυτά, διαμορφώθηκαν στην πενταμελή σύνθεση του Τμήματος τρεις απόψεις ως προς την δικονομική αντιμετώπιση του λόγου ακυρώσεως και της αιτήσεως στο σύνολό της: Κατά τη γνώμη του προεδρεύοντος Αντιπροέδρου Η. Μάζου η έλλειψη κοινού εννόμου συμφέροντος για την προβολή έστω και ενός λόγου ακυρώσεως αποστερεί από τους αιτούντες τον δεσμό της ομοδικίας και, συνεπώς, σε μια τέτοια περίπτωση το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως θα πρέπει να κρατηθεί και να δικαστεί για τον προτασσόμενο στο δικόγραφο αιτούντα και τους ομοδίκους με αυτόν, να χωριστεί δε ως προς τους λοιπούς αιτούντες κατά το άρθρο 45 § 6 Π.Δ. 18/1989. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, εν προκειμένω η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να κρατηθεί και να εκδικαστεί για την πρώτη αιτούσα και να διαταχθεί ο χωρισμός του δικογράφου ως προς τους λοιπούς αιτούντες. Κατά την άποψη μίας Συμβούλου, με την οποία συντάχθηκε μία Πάρεδρος, επί αιτήσεως ακυρώσεως που ασκείται από περισσότερους που συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της ομοδικίας ως προς την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και προβάλλουν έναν τουλάχιστον λόγο ακυρώσεως με κοινό έννομο συμφέρον, δεν συντρέχει περίπτωση χωρισμού του δικογράφου της δίκης κατ’ άρθρο 45 § 6 Π.Δ. 18/1989, ενώ λόγος ακυρώσεως που τυχόν προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον απορρίπτεται ως απαράδεκτος, συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, εν προκειμένω η αίτηση ακυρώσεως θα δικαστεί για όλους τους ομοδίκους και ο ως άνω λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον, θα απορριφθεί ως απαράδεκτος. Τέλος, κατά τη γνώμη μιας Συμβούλου, με την οποία συντάχθηκε μια Πάρεδρος, επί αιτήσεως ακυρώσεως που ασκείται από περισσότερους που συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της ομοδικίας ως προς την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και προβάλλουν έναν τουλάχιστον λόγο ακυρώσεως με κοινό έννομο συμφέρον, δεν συντρέχει περίπτωση χωρισμού του δικογράφου της δίκης κατ’ άρθρο 45 § 6 Π.Δ. 18/1989, ενώ λόγος ακυρώσεως που τυχόν προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον εξετάζεται επί της ουσίας για τους ομοδίκους που τον προβάλλουν με έννομο συμφέρον, ενώ απορρίπτεται ως απαράδεκτος για τους ομοδίκους που τον προβάλλουν χωρίς έννομο συμφέρον. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, εν προκειμένω η αίτηση ακυρώσεως θα δικαστεί για όλους τους ομοδίκους και ο ως άνω λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον, θα εξεταστεί μεν επί της ουσίας για τους ομοδίκους, για τους οποίους προβάλλεται με έννομο συμφέρον, ενώ θα απορριφθεί ως προβαλλόμενος άνευ εννόμου συμφέροντος, ήτοι ως απαράδεκτος, για τους ομοδίκους, για τους οποίους προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον. Ενόψει της σπουδαιότητας του τιθέμενου εν προκειμένω ζητήματος της δικονομικής αντιμετώπισης λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, λαμβανομένων υπόψη και των τριών διαφορετικών απόψεων που διαμορφώθηκαν επί του ζητήματος αυτού, η υπόθεση παραπέμφθηκε προς επίλυση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.