17 Απρ 2025
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 2532/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας έγινε εν μέρει μόνο δεκτή προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της …/17.7.2014 απόφασης της Επιτροπής του άρθρου 70Α του Ν. 2238/1994, απορριπτικής ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας κατά της …/2013 πράξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, με την οποία είχαν επιβληθεί σε βάρος της πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), τελεσθείσες κατά τη διαχειριστική περίοδο του έτους 2006, κατά τροποποίηση δε της απόφασης της ως άνω Επιτροπής, μειώθηκαν τα επιβληθέντα πρόστιμα στο συνολικό ποσό των 250.000 ευρώ. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ερμηνεία ή μνεία των άρθρων 6 § 2 ΕΣΔΑ, 4 § 1 7Π ΕΣΔΑ, 5 § 2 ΚΔιοικΔιαδ ή σκέψη που να αναφέρεται στο ζήτημα της εφαρμογής τους στην κρινόμενη υπόθεση ούτε ο σχετικός λόγος αναίρεσης αναφέρεται, κατά τρόπο αρκούντως ειδικό και ορισμένο, σε σαφώς συναγόμενη από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεία των ανωτέρω κανόνων, εν όψει, άλλωστε, του ότι οι σχετικοί λόγοι προσφυγής, οι οποίοι δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από τα διοικητικά δικαστήρια, δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του διοικητικού εφετείου με δικόγραφο προσθέτων λόγων αλλά απαραδέκτως το πρώτον με το κατατεθέν μετά τη συζήτηση υπόμνημα. Συνεπώς, δεν τίθενται με τον σχετικό λόγο αναιρέσεως νομικά ζητήματα σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και την αρχή ne bis in idem, κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς και, επομένως, δεν στοιχειοθετείται ερμηνευτική αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα δεν έχει ίδιο δικαίωμα και άμεσο έννομο συμφέρον να προβάλει παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας, εν όψει δε τούτου νομίμως το δικάσαν διοικητικό εφετείο περιορίστηκε κατά τρόπο γενικό και χωρίς πανηγυρική εξαγγελία, του περιεχομένου της εν λόγω ποινικής απόφασης. Επίσης, προβλήθηκε πλημμελής αιτιολογία της προσβαλλομένης, η οποία δεν θεμελιώνει νομίμως την κρίση του δικαστηρίου περί έλλειψης καλής πίστης της αναιρεσείουσας ως προς το πρόσωπο του εκδότη των ληφθέντων τιμολογίων, διότι κατά τα προβαλλόμενα, ουδόλως έλαβε υπόψη τις αναφερόμενες στην έκθεση ελέγχου διαπιστώσεις της φορολογικής αρχής, τους προβληθέντες με την ενδικοφανή προσφυγή και τα υποβληθέντα ενώπιον του δικαστηρίου δικόγραφα ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, καθώς και τα στοιχεία που αυτή προσκόμισε, ενώ αγνόησε τις ρητές περί του αντιθέτου σκέψεις του ποινικού δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου η αναιρεσείουσα είχε επικαλεστεί τα αυτά στοιχεία. Ωστόσο, ουδείς ισχυρισμός προβλήθηκε προς θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω λόγου κατ’ άρθρο 53 § 3 Π.Δ. 18/1989, ενώ εξάλλου με τον λόγο αυτό, δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας κανόνα δικαίου, αλλά πλήσσεται η ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς τη συνδρομή του στοιχείου της καλής πίστης κατά τη λήψη των επίμαχων τιμολογίων, κατά την πάγια δε νομολογία, υπό την ισχύ του ν. 3900/2010 (άρ. 12) λόγοι αναιρέσεως που αφορούν σε κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και πλημμέλεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, συνδεόμενη με το πραγματικό της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν προβάλλονται παραδεκτώς. Το επιλαμβανόμενο μετά την έκδοση αθωωτικής ποινικής απόφασης διοικητικό δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται, εφόσον δεν συντρέχει πεδίο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, να ακολουθήσει τις ουσιαστικές εκτιμήσεις του ποινικού δικαστηρίου. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.