21 Μαρ 2025
Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η εξαφάνιση της 432/2024 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος, υπηκόου Τουρκίας, κατά της …/…/30.4.2024 απόφασης της 13ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου. Με την απόφαση αυτή είχε απορριφθεί ενδικοφανής προσφυγή του εκκαλούντος κατά της …/…/27.3.2024 πράξης του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θράκης περί της απορρίψεως της από 8.3.2024 αίτησής του για την χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Με την ανωτέρω απόφαση της Επιτροπής Προσφυγών διατάχθηκε περαιτέρω, συνεπεία της απόρριψης της αίτησης για διεθνή προστασία, η επιστροφή του εκκαλούντος στη χώρα καταγωγής του. Εν προκειμένω, οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, ότι υφίστατο δυσχέρεια επικοινωνίας με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, λόγω της κράτησης και των συνθηκών διαβίωσής του, χωρίς προσδιορισμό της προβαλλόμενης δυσχέρειας του εκκαλούντος να επικοινωνήσει με τον ως άνω δικηγόρο, απορρίφθηκαν ως αόριστοι και αναπόδεικτοι. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί αδυναμίας του να κάνει χρήση της ψηφιακής εξουσιοδότησης και ότι για τον λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση επαναφοράς, απορρίφθηκε ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς ουδεμία επιρροή άσκησε στην πραγματική δυνατότητά του να νομιμοποιήσει έγκυρα και έγκαιρα τον δικηγόρο του, εφόσον ήταν διαθέσιμος για τον σκοπό αυτόν ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Επίσης, ουδόλως προκύπτει ότι για την σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου περί χορήγησης πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο για τον εκκαλούντα, ο εκκαλών απευθύνθηκε δια των δικηγόρων του, όπως είχε δικαίωμα, είτε προς τον οικείο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο, ως ασκούντα κατά νόμο εποπτεία επί των μελών του για την αρμόζουσα άσκηση του λειτουργήματός τους και έχοντα την αρμοδιότητα να απευθύνει στα μέλη του τις προσήκουσες συστάσεις, είτε ενδεχομένως στον αρμόδιο εισαγγελέα, ζητώντας τη νόμιμη συνδρομή και παρέμβαση των ανωτέρω προς άρση της προαναφερόμενης «απροθυμίας». Οι ισχυρισμοί, τέλος, του εκκαλούντος ότι, ενώ είχε συμφωνηθεί με συγκεκριμένο συμβολαιογράφο να προσέλθει στο Κατάστημα Κράτησης στις 31.1.2025 προς σύνταξη του συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, η συνάντηση ματαιώθηκε λόγω άρνησης τελικώς του συμβολαιογράφου να προσέλθει, κρίθηκαν επίσης απορριπτέοι ως αόριστοι και αναπόδεικτοι, διότι, ανεξαρτήτως αν θα μπορούσε εν προκειμένω ο εκκαλών να εξασφαλίσει βεβαίωση του συμβολαιογράφου αναφορικώς με τους λόγους της μη προσέλευσής του ή αν θα μπορούσε να αποδείξει τη γενόμενη προφορικώς συνεννόηση με τον συμβολαιογράφο αυτόν μέσω του δικηγόρου του εκκαλούντος, η εκτίμηση από το Δικαστήριο έστω και της αληθοφάνειας των ως άνω ισχυρισμών του εκκαλούντος αποβαίνει εν προκειμένω αδύνατη, δεδομένου ότι ούτε το όνομα του συμβολαιογράφου αναφέρεται, ούτε εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δικηγόρος εκπροσωπών τον εκκαλούντα. Τέλος, οι ισχύουσες ρυθμίσεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 είναι πράγματι αυστηρότερες από τις προϊσχύσασες διατάξεις, οι οποίες παρείχαν δυνατότητα νομιμοποίησης των πληρεξουσίων δικηγόρων έως τη συζήτηση στο ακροατήριο ή και μετά από αυτήν, με χορήγηση σχετικής προθεσμίας από το Δικαστήριο. Όμως η θέσπιση των νέων αυτών ρυθμίσεων υπαγορεύθηκε από λόγους γενικού συμφέροντος, αναγόμενους στην εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, και ειδικότερα από την ανάγκη αποτροπής της «[αλόγιστης χρήσης] ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Με τα δεδομένα αυτά, οι μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 είναι σύμφωνες με το άρθρο 20 § 1 Συντ., το οποίο κατοχυρώνει μεν το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αλλά υπό τους ειδικότερους όρους που ορίζει ο κοινός νομοθέτης, ο οποίος δεν κωλύεται από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη να θεσπίζει, κατά περίπτωση, σαφείς και εύλογες προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, επί τη βάσει απρόσωπων και αντικειμενικών κριτηρίων. Για τον ίδιο λόγο, οι ανωτέρω διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση ούτε προς το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ - και τούτο ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο αυτό, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν έχει καταρχήν εφαρμογή σε υποθέσεις που αφορούν την είσοδο, παραμονή και απομάκρυνση (απέλαση, expulsion) αλλοδαπών για οποιονδήποτε λόγο.