Πρόσφατη νομολογία


21 Μαρ 2025

ΣτΕ 332/2025 Τμ.Δ: Αρμοδιότητα ΣτΕ επί διαφοράς από διοικ. προσφυγή τρίτου (μη μετασχόντος στον διαγωνισμό) κατά πράξης προσυμβατικού σταδίου ανάθεσης διοικ. σύμβασης

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της 5/4β/ 19.12.2019 απόφασης της Β´ Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του Ν. 3463/2006 της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία κατ’ αποδοχήν διοικητικής προσφυγής της (παρεμβαίνουσας)… ακυρώθηκαν α) οι 180/2019 και 209/2019 αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος Δήμου σχετικά με την ανακήρυξη προσωρινού αναδόχου και την κατακύρωση της σύμβασης αντιστοίχως για την εκτέλεση του έργου «Δημιουργία δημοτικών οδών στο Ακούμαρο Γυθείου», προϋπολογισμού 12.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ), και β) η 174450/24.9.2019 πράξη του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία διαπιστώθηκε η τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη της από 26.6.2019 διοικητικής προσφυγής της ιδίας (παρεμβαίνουσας)… κατά της ως άνω 180/2019 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος. Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 § 1 και 3 Ν.3886/2010 και του άρθρου 47 § 4 Ν. 3900/2010 προκύπτει ο κανόνας ότι οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, οι οποίες ασκούνται από ενδιαφερομένους να τους ανατεθεί η σύμβαση, υπάγονται από 1.1.2011 (άρθρο 70 Ν. 3900/2010) στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, εκτός εάν πρόκειται για συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή συμβάσεις με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των δεκαπέντε εκατομμυρίων ευρώ, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, οι οποίες εξακολουθούν να ανήκουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο κανόνας αυτός επαναλήφθηκε κατ’ ουσίαν με τις διατάξεις του άρθρου 372 § 3 Ν. 4412/2016, το οποίο μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 138 Ν. 4782/2021, ρυθμίζει εκ νέου την εξαιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας σε αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών και δημόσιων συμβάσεων, οι οποίες υλοποιούνται ως Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) σύμφωνα με τον Ν. 3389/2005, καθώς και σε διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, με εκτιμώμενη αξία μεγαλύτερη των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ. Όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία ανάθεσης διοικητικών συμβάσεων, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4412/2016 περί έννομης προστασίας ενόψει των ρυθμίσεων του προαναφερθέντος άρθρου 345 § 1 σχετικά με την εκτιμώμενη αξία αυτών, όπως το εν λόγω άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 134 Ν.4782/2021, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 47 § 4 Ν. 3900/2010, βάσει του οποίου οι διαφορές αυτές υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, το οποίο αποφαίνεται ανεκκλήτως. Περαιτέρω, δυνάμει του Ν. 3900/2010 και των διατάξεων του άρθρου 372 § 3 Ν. 4412/2016, διατηρήθηκε η κατά κανόνα δικονομική ρύθμιση περί μεταφοράς στα Διοικητικά Εφετεία των υποθέσεων που ανακύπτουν κατά το προσυμβατικό στάδιο των δημοσίων συμβάσεων και γεννούν ζητήματα εφαρμογής της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Αντιθέτως, όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είναι τρίτος σε σχέση με τη διαδικασία του διαγωνισμού και προβάλλει λόγους όχι σχετικούς προς την νομιμότητα αυτής, αλλά με την τήρηση λ.χ. της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η διαφορά παύει να σχετίζεται με την νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων, περίπτωση την οποία και μόνον είχε υπόψη ο νομοθέτης για την μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στα Διοικητικά Εφετεία. Η αντίθετη άποψη οδηγεί σε μη ηθελημένο από το νομοθέτη αποτέλεσμα, δηλαδή την αποξένωση του Συμβουλίου της Επικρατείας από υποθέσεις μη σχετιζόμενες αμέσως με το δίκαιο που διέπει τους διαγωνισμούς δημοσίων έργων. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και η επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 47 § 4 εδ. α΄ Ν. 3900/2010 υπέρ του Ν. 3886/2010 [και ήδη του ν. 4412/ 2016], με αποτέλεσμα να συνάγεται ότι ο Ν. 3900/2010 συμπληρώνει πλέον τον ισχύοντα ν. 4412/2016 και εξακολουθεί να αφορά τις διαφορές μεταξύ Αναθέτουσας Αρχής και διαγωνιζομένων και μόνον. Εξάλλου, τρίτοι, δηλαδή μη μετασχόντες στην διαγωνιστική διαδικασία αναθέσεως δημοσίου έργου, έχουν μεν κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξη ενταγμένη στη διαδικασία αυτή, εφόσον προβάλλουν ότι το έργο είναι παράνομο και ότι από τη λειτουργία του θίγονται έννομα συμφέροντά τους, δεν μπορούν όμως να προβάλλουν τυχόν πλημμέλειες της διαγωνιστικής διαδικασίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, όταν ο αιτών είναι τρίτος - και όχι ενδιαφερόμενος να αναλάβει την εκτέλεση του έργου – και προσβάλλει πράξη του προσυμβατικού σταδίου του διαγωνισμού, η διαφορά που γεννάται ανήκει πάντοτε στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν έχει μεταφερθεί στα Διοικητικά Εφετεία (Μειοψ.). Κατόπιν τούτων, το ΣτΕ δέχτηκε ότι η προσφυγή που άσκησε ο τρίτος ενώπιον της κατά τόπον αρμόδιας Επιτροπής του άρθρου 152 Ν. 3463/2006 ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 151 Ν. 3463/2006 μηνιαίας προθεσμίας και έπρεπε να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, η δε περί του αντιθέτου κρίση της αρμόδιας Ειδική Επιτροπή κρίθηκε μη νόμιμη και ακυρωτέα.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 332/2025 Τμ.Δ - Πλήρες κείμενο »