29 Ιαν 2025
Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η εξαίρεση έντεκα (11) δικαστών (Αντιπροέδρου, Συμβούλων και Παρέδρων), διότι συμμετείχαν ως μέλη δικαστικών σχηματισμών που εξέδωσαν αποφάσεις, με τις οποίες απορρίφθηκαν αιτήσεις αναιρέσεως του αιτούντος, αλλά και διότι, εξ αυτού του λόγου, ο αιτών έχει πλέον «νόμιμο λόγο να φοβάται» ότι οι εν λόγω δικαστές δεν θα είναι αμερόληπτοι κατά την εκδίκαση άλλων υποθέσεών του, «λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίο λειτούργησαν στις συγκεκριμένες υποθέσεις», ο οποίος, κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς του, «περιλαμβάνει μη σύννομες ενέργειες ... ή αντιστοιχεί σε μία ασυνήθιστη απόκλιση από την συνήθως εφαρμοζομένη πρακτική ... και, ως εκ τούτου, δεν προσέφεραν αρκετές εγγυήσεις ικανές να αποκλείσουν κάθε νόμιμη αμφιβολία ως προς την αμεροληψία τους». Το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης εξαίρεσης υπογράφεται μόνο από τον ίδιο τον αιτούντα, στο δικόγραφο δε αυτό υπάρχει σφραγίδα με το όνομα του αιτούντος και την κάτω από αυτό ένδειξη «Δ.Ι.Κ.Δ.Π.Α. παρ’ Αρείω Πάγω και Ευρ. Δικαστηρίω Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Ανεξαρτήτως της έννοιας του ως άνω αρκτικόλεξου (Δ.Ι.Κ.Δ.Π.Α.), ο αιτών δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ως δικηγόρος, ούτε προσκόμισε δικηγορική ταυτότητα ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει το δικαίωμά του να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 επ., 23 επ. και 29 του Κώδικα Δικηγόρων Αντιθέτως, τόσο στο εισαγωγικό δικόγραφο της αίτησης εξαίρεσης όσο και στα υπομνήματα που έχει καταθέσει και έχει επίσης υπογράψει ο ίδιος, ο αιτών συνομολογεί ότι δεν είναι «επαγγελματίας δικηγόρος». Εκ τούτων προκύπτει ότι ο αιτών δεν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, ενόψει δε τούτου και προεχόντως για τον λόγο αυτόν, η κρινόμενη αίτηση κρίθηκε ότι ασκήθηκε απαραδέκτως, σύμφωνα με το άρθρο 17 § 4 εδ. α΄ Π.Δ. 18/1989. Για τον ίδιο λόγο και εφόσον ο αιτών δεν έχει τη δικηγορική ιδιότητα, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα από 13.5.2024 και 17.5.2024 κατατεθέντα από τον ίδιο επί της έδρας και μετά τη συζήτηση της αίτησης εξαίρεσης αντιστοίχως υπομνήματα. Δεν ασκούν δε επιρροή εν προκειμένω τα υποστηριζόμενα από τον αιτούντα περί «δεδικασμένου» από άλλες διαδικασίες ενώπιον εθνικών και ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών και μη οργάνων, στις οποίες επετράπη στον αιτούντα, κατά τους ισχυρισμούς του, να παραστεί ή να εμφανιστεί αυτοπροσώπως και χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου για την υποστήριξη υποθέσεών του. Πέραν τούτων, η κρινόμενη αίτηση κρίθηκε ότι ασκήθηκε απαραδέκτως και λόγω μη καταβολής του κατ’ άρθρο 53 § 3 ΚΠολΔ παραβόλου, έλλειψη, η οποία, άλλωστε, δεν μπορεί να καλυφθεί κατόπιν τήρησης της διαδικασίας του άρθρου 33 §§ 3 και 4 Π.Δ. 18/1989, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου δεν εμπίπτουν και οι περιπτώσεις μη καταβολής παραβόλου. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ανεξαρτήτως του ότι οι λόγοι εξαίρεσης που επικαλέστηκε ο αιτών δεν ανάγονται στις σχέσεις του με τους προς εξαίρεση δικαστές και, ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνουν υπόνοια μεροληψίας των δικαστών έναντι αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 52 § 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ, ώστε να δικαιολογείται η εξαίρεσή τους.