22 Ιαν 2025
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 627/2022 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία είχε γίνει δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου και ακυρώθηκε η …/…/ 26.3.2015 πράξη του Προϊσταμένου Ε΄ Τελωνείου Πειραιά, κατά το μέρος με το οποίο είχε καταλογιστεί σε βάρος του, ως συνυπαιτίου λαθρεμπορικής παράβασης, πολλαπλό τέλος, είχε δε κηρυχθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπεύθυνος για την καταβολή του συνόλου του επιβληθέντος πολλαπλού τέλους. Κατά τα παγίως κριθέντα, το άρθρο 4 § 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem, αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής χρηματικής κύρωσης για φορολογική παράβαση, η οποία έχει ποινικό χαρακτήρα σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας Engel, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Για την ενεργοποίηση, εξάλλου, της αρχής αυτής απαιτείται: α) να έλαβαν χώρα περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, β) οι διαδικασίες αυτές ήταν «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, γ) η μία από τις ποινικού χαρακτήρα διαδικασίες επιβολής κυρώσεων, οι οποίες κινήθηκαν σε βάρος του φερόμενου ως παραβάτη, να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση, είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, την τέλεση, δηλαδή, ή μη της παράβασης και δ) οι δύο διαδικασίες να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, με το κατατεθέν από 10.11.2021 πριν από τη συζήτηση της προσφυγής (12.11.2021) υπόμνημα ο αναιρεσίβλητος προέβαλε το πρώτον ότι, κατ’ εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, η κρίση των ποινικών δικαστηρίων δεσμεύει, κατ’ άρθρο 5 § 2 ΚΔΔ, την κρίση του διοικητικού εφετείου κατά την εκδίκαση της προσφυγής, κατ’ επίκληση της αθωωτικής για τον ίδιο απόφασης του ποινικού δικαστηρίου (896, 996, 1151/20.6.2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς) και ζήτησε για τον ως άνω λόγο να γίνει δεκτή η προσφυγή. Ωστόσο, ο λόγος περί παραβάσεως της αρχής ne bis in idem, ο οποίος δικαιολογημένα δεν είχε προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής, ενόψει του ότι η ποινική αθωωτική απόφαση δεν είχε δημοσιευθεί κατά τον χρόνο άσκησής της, δεν προβλήθηκε με δικονομικά ορθό τρόπο, ήτοι με δικόγραφο προσθέτων λόγων, σύμφωνα με το άρθρο 131 § 1 ΚΔΔ, αλλά, απαραδέκτως, σύμφωνα με το άρθρο 138 §1 ΚΔΔ, το πρώτον με το από 10.11.2021 -πριν από τη συζήτηση της προσφυγής ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου- υπόμνημα, με το οποίο μόνον ανάπτυξη λόγων και ισχυρισμών προβληθέντων ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής μπορούσε να γίνει νομίμως. Κατόπιν τούτων, το ΣτΕ δέχτηκε την αίτηση.