6 Σεπ 2024
Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 3706/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 144/2019 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της σιωπηρής απόρριψης από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών της επιφύλαξης που είχε διατυπώσει στην από 10.10.2012 δήλωση απόδοσης παρακρατούμενου, κατ’ άρθρο 13 παρ. 6 του Κ.Φ.Ε., φόρου εισοδήματος, ύψους 106.079€. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 3 και 7 της Σύμβασης μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Δημοκρατίας της Ινδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής σε σχέση με τους φόρους εισοδήματος, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ/γμα 4580/1966, τα «δικαιώματα» συνιστούν ειδική κατηγορία εισοδήματος μιας επιχείρησης, μη εμπίπτουσα στο γενικό όρο «εμπορικά και βιομηχανικά κέρδη», στην έννοια των οποίων εντάσσεται ανεξαιρέτως, αν δεν ορίζεται ειδικώς κάτι διαφορετικό, οποιοδήποτε εισόδημα αποκτάται από την άσκηση της συνήθους εμπορικής δραστηριότητας. Συνεπώς, ο όρος «δικαιώματα», ως εκ της φύσης του, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, όπως δε προκύπτει από τον ορισμό που περιέχεται στο άρθρο 7 της Σύμβασης, αναφέρεται αποκλειστικώς στο ποσό που εισπράττεται ως αντάλλαγμα από την εκμίσθωση άυλου περιουσιακού στοιχείου πνευματικής ή εμπορικής/βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ανεξαρτήτως αν το στοιχείο αυτό έχει καταχωρηθεί σε δημόσιο μητρώο. Επομένως, δεν αποτελούν «δικαιώματα» οι αμοιβές που εισπράττει μια επιχείρηση για τις υπηρεσίες που παρέχει, με απασχόληση προσωπικού και διάθεση υλικών μέσων, σε άλλη επιχείρηση για την υλοποίηση συγκεκριμένου έργου προς εκπλήρωση των επιχειρηματικών της σκοπών. Τούτο ισχύει, κατ’ αρχήν, και στην περίπτωση που οι υπηρεσίες παρέχονται με σκοπό την τεχνική υποστήριξη της λήπτριας επιχείρησης για την αποδοτική εφαρμογή του παραχωρηθέντος σε αυτήν άυλου περιουσιακού στοιχείου κατά την εμπορική του εκμετάλλευση, ακόμη κι αν προβλέπονται στην ίδια τη σύμβαση εκμίσθωσης του στοιχείου αυτού. Εν προκειμένω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 3 και 7 της Σύμβασης περί αποφυγής της διπλής φορολογίας μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας, δέχθηκε ότι, σε περίπτωση που μεταξύ ελληνικής επιχείρησης και επιχείρησης που έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ινδία έχει συναφθεί σύμβαση, η οποία προβλέπει την παραχώρηση από την αλλοδαπή επιχείρηση στην ελληνική της χρήσης πνευματικής ιδιοκτησίας ή εμπορικών σημάτων, έστω και αν προβλέπει και την παροχή τεχνικής ή τεχνολογικής βοήθειας, οι αμοιβές που καταβάλλονται στην αλλοδαπή επιχείρηση σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, αποτελούν κατ’ αρχήν δικαιώματα κατά το άρθρο 7 της Σύμβασης. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι, για να απαλλαγεί από τον φόρο η ελληνική επιχείρηση, πρέπει να αποδείξει ότι η συγκεκριμένη κάθε φορά αμοιβή καταβάλλεται για υπηρεσίες που δεν έχουν σχέση με τη χρήση πνευματικής ιδιοκτησίας ή εμπορικών σημάτων και αποτελεί, ως εκ τούτου, εμπορικό κέρδος μη υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα, για την απόδειξη δε αυτή δεν αρκεί η περιγραφή της παρασχεθείσης υπηρεσίας που περιέχεται στο οικείο τιμολόγιο. Από την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας στις αποφάσεις 2602 – 2605/2019, η οποία διατυπώθηκε σε υποθέσεις με ταυτόσημη νομική και πραγματική βάση, συνάγεται σαφώς ότι, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων της ανωτέρω Σύμβασης, η μεν έννοια των «δικαιωμάτων» του άρθρου 7 της Σύμβασης αυτής είναι στενή, μη καταλαμβάνουσα και τις αμοιβές για την παροχή υπηρεσιών, όπως αυτών της προκείμενης υπόθεσης (συμβούλου, προσαρμογής και συντήρησης), έστω κι αν είναι συναφείς με τη χρήση άυλων αγαθών πνευματικής ή εμπορικής/βιομηχανικής ιδιοκτησίας, το δε γεγονός ότι έχει συναφθεί σύμβαση που προβλέπει την παραχώρηση της χρήσης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και σημάτων από επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ινδία σε ελληνική δεν έχει ως συνέπεια ότι οι αμοιβές που καταβάλλονται στην αλλοδαπή επιχείρηση για την παροχή προς την ελληνική επιχείρηση και άλλου είδους υπηρεσιών, οι οποίες προβλέπονται επίσης από την ίδια σύμβαση, αποτελούν δικαιώματα, υποκείμενα σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα κατά το άρθρο 13 παρ. 6 του Κ.Φ.Ε.. Συνεπώς, κρίθηκε ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί. Επίσης, το Δικαστήριο κράτησε την υπόθεση, δίκασε την έφεση, την δέχτηκε, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δικάζοντας επί της προσφυγής, ακύρωσε την προσβαλλόμενη σιωπηρή άρνηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών να δεχθεί την επιφύλαξη της αναιρεσείουσας, διατάσσοντας δε την επιστροφή σε αυτήν του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου (106.079€), εντόκως από την άσκηση της προσφυγής της.