17 Δεκ 2024
Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η εξαφάνιση της 2353/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος, πρώην Αρχιφύλακα της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.), κατά της …/13.10.2015 απόφασης του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και Ανθρωπίνου Δυναμικού του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ.. Με την τελευταία αυτή απόφαση ανακλήθηκε η …/28.9.2000 απόφαση του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικού του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. κατά το μέρος που με αυτήν ο εκκαλών είχε προσληφθεί στην ΕΛ.ΑΣ., ως Ειδικός Φρουρός. Με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών έπληξε την κρίση της εκκαλούμενης απόφασης, επαναφέροντας τον αρχικό λόγο ακύρωσης, ισχυριζόμενος ότι με αυτόν τέθηκε το νομικό ζήτημα αν ο διορισμός αστυνομικού που έγινε με πλαστό δικαιολογητικό, το οποίο προσκομίστηκε κατά την συμμετοχή του στη διαγωνιστική διαδικασία, συνιστούσε πειθαρχικό παράπτωμα ή εάν χωρεί ανάκληση διορισμού. Το ανωτέρω νομικό ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί με την 633/2023 απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι, στην περίπτωση που ο υπάλληλος κατά τη διαδικασία υποβολής δικαιολογητικών για τον διορισμό του προσκόμισε πλαστό έγγραφο, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη, προς αποκατάσταση της νομιμότητας, να ενεργοποιεί, κατ’ αρχάς, τη διαδικασία ανάκλησης του διορισμού του αντί της έγερσης πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του. Με τα δεδομένα αυτά, η πρόβλεψη στο άρθρο 6 του π.δ. 120/2008 πειθαρχικής ευθύνης του αστυνομικού υπαλλήλου για πράξεις που είχε τελέσει πριν από την κατάταξή του, εφόσον διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της επιλογής ή του διαγωνισμού και σχετίζονται με τη συμμετοχή στον διαγωνισμό και τις προϋποθέσεις κατάταξής του, δεν αναιρεί κατ’ αρχήν την υποχρέωση της Διοίκησης να κινήσει, και μάλιστα κατά προτεραιότητα, τη διαδικασία ανάκλησης του διορισμού του σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968, ελλείψει ειδικότερης διάταξης, δεδομένου, άλλωστε, ότι οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4305/2014 αφορούν την υποχρεωτική διενέργεια ελέγχου της γνησιότητας των δικαιολογητικών που έχουν υποβάλει οι υποψήφιοι για την πρόσληψή τους σε δημόσια θέση και δεν παρέχουν αυτοτελές έρεισμα για την έκδοση της πράξης ανάκλησης του διορισμού. Ενόψει αυτών, νομίμως, αν και με διαφορετική αιτιολογία, απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι εφαρμοστέες ήταν, εν προκειμένω, οι διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου του αστυνομικού προσωπικού (π.δ. 120/2008) και όχι οι διατάξεις του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968 περί ανάκλησης των παρανόμων διοικητικών πράξεων. Επιπλέον, όπως έχει ήδη κριθεί με μεταγενέστερες της άσκησης της κρινόμενης έφεσης αποφάσεις, το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης του διορισμού του εκκαλούντος δεν συνιστά «ποινή» κατά την έννοια του όρου στο άρθρο 4 του 7ου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και, ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Εξ άλλου, το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, διοικητική αρχή, ανεξάρτητη από τα ποινικά δικαστήρια, εφάρμοσε τη διοικητικού δικαίου διάταξη του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968, η οποία έχει διαφορετική διατύπωση και διαφορετικό σκοπό από τις διατάξεις του ποινικού δικαίου, τις οποίες εφαρμόζουν τα ποινικά δικαστήρια, και ανεκάλεσε τον διορισμό του εκκαλούντος βασιζόμενη όχι σε στοιχεία ποινικής δικογραφίας. Η δε ανακλητική πράξη ερείδεται αποκλειστικά στη διοικητικού -και όχι ποινικού- δικαίου διάταξη του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο δίκασε την αίτηση ακύρωσης του εκκαλούντος με βάση τους κανόνες της διοικητικής (και όχι ποινικής) δικονομίας που διέπουν τις ενώπιόν του αγόμενες διαφορές, με τη δε απόρριψη του ανωτέρω λόγου ακύρωσης ουδόλως αμφισβητείται η αθωότητα του εκκαλούντος από ποινική άποψη, κατά την έννοια του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ. Από τα ανωτέρω δεν προκύπτει αμετάκλητη αθώωση του εκκαλούντος από τα ποινικά δικαστήρια ή παύση της ποινικής δίωξης σε βάρος του για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία ερείδεται η απόφαση ανάκλησης του διορισμού του, η δε απαλλακτική κρίση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ειδικώς ως προς την αξιόποινη πράξη της απάτης, στηρίχθηκε σε στοιχεία που δεν ασκούν, κατά νόμον, επιρροή για την επιβολή του διοικητικού μέτρου της ανάκλησης διορισμού. Ενόψει τούτου, η τυχόν ύπαρξη άλλου τίτλου σπουδών με βάση τον οποίο ο εκκαλών θα ηδύνατο να έχει το τυπικό προσόν που απαιτούσε η αναφερθείσα στη σκέψη 7 προκήρυξη για τον διορισμό του σε θέση ειδικού φρουρού, όπως επίσης και ο βαθμός που φέρει ο τίτλος αυτός, με βάση τον οποίο θα κατελάμβανε ενδεχομένως θέση διοριστέου, δεν αποτελούν στοιχεία που ασκούν επιρροή επί της νομιμότητας της ανάκλησης του διορισμού του. Τέλος, ο εκκαλών δεν επικαλέστηκε κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, πριν από την έκδοση της ένδικης ανακλητικής πράξης, τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων που θα επέτρεπαν τη μη ανάκληση του διορισμού του ή την ανάκληση αυτού μόνο για το μέλλον, αλλά αναφέρθηκε γενικά στην υπηρεσιακή του απόδοση, στον χαρακτηρισμό του ως αρίστου στις εκθέσεις αξιολόγησης και στη μη ύπαρξη πειθαρχικών ποινών σε βάρος του. Η δε πάροδος 15 ετών από τον διορισμό του εκκαλούντος δεν συνιστά, μόνη αυτή, όλως εξαιρετική περίσταση, που καθιστά μη νόμιμη την ανάκληση του διορισμού του. Το ΣτΕ απέρριψε την έφεση.