Πρόσφατη νομολογία


22 Ιαν 2025

ΣτΕ 1742/2024 Τμ.Γ: Διοικητική φύση αυτοδίκαιης αποβολής δικηγορικής ιδιότητας λόγω ποινικής καταδίκης & μη αναδρομική εφαρμογή ευμενέστερου νόμου επί μεταβολής νομολογίας

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της …/9.8.2023 πράξης του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία διαπιστώθηκε η από 14.3.2017 αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, λόγω ποινικής καταδίκης του για το αδίκημα της πλαστογραφίας σε ποινή φυλάκισης δέκα τεσσάρων μηνών με τριετή αναστολή, με την 2599/25.9.2015 απόφαση του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη κατόπιν της δημοσίευσης της 471/14.3.2017 απόφασης του Αρείου Πάγου. Η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, δεν συνιστά κύρωση ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα, αλλά διοικητικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται λόγω της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που γίνονται δεκτά στην αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, με συνέπεια να εκλείπει νόμιμη προϋπόθεση για την είσοδο και παραμονή στο δικηγορικό επάγγελμα. Ειδικότερα, το επιβαλλόμενο μέτρο δεν δύναται να θεωρηθεί ως ισοδύναμο με ποινή στερητική της ελευθερίας, αλλά ως αναγκαίος περιορισμός της επαγγελματικής ελευθερίας, ο οποίος συνάπτεται με τις νόμιμες προϋποθέσεις ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, οι οποίες τίθενται χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Δεν αποτελεί, συνεπώς, το εν λόγω μέτρο, μέτρο “ποινικής φύσεως” και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις των άρθρων 60 και 65 του νέου Ποινικού Κώδικα. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 7 του ν. 4195/2013, επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη πράξη, δεν αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, διότι με αυτήν προβλέπεται η επιβολή αυστηρότερου και εξοντωτικού χαρακτήρα διοικητικού μέτρου σε σχέση με τις προβλεπόμενες - στα άρθρα 60 και 65 του νέου Ποινικού Κώδικα - “παρεπόμενες ποινές”. Περαιτέρω, εφόσον η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας δεν έχει ποινικό ή πειθαρχικό χαρακτήρα, δεν τυγχάνουν εφαρμογής διατάξεις ή αρχές οι οποίες εφαρμόζονται ευθέως ή αναλόγως, σε πειθαρχικές διαδικασίες, όπως ιδίως η διάταξη του άρθρου 139 παρ. 7 του ν. 4194/2013, κατά την οποία αν από την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από δικηγόρο έως την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζονται εκείνοι που ήσαν ευμενέστεροι για τον διωκόμενο. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του ότι για το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας η ρύθμιση του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων είναι ομοίου περιεχομένου με τις αντίστοιχες διατάξεις του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, η προσβαλλόμενη πράξη ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 4194/2013, στις οποίες προβλέπεται ότι, σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης δικηγόρου για το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας, εκδίδεται πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία διαπιστώνεται η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του καταδικασθέντος δικηγόρου. Επίσης, από τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σταθερότητας της νομολογίας παρά μόνον εάν αυτή παρίσταται αυθαίρετη ή παντελώς στερούμενη αιτιολογίας. Εξάλλου, οι ως άνω αρχές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με την αρχή της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ουδόλως υποχρεώνουν τα δικαστήρια σε χρονική μετάθεση των εννόμων συνεπειών που συνεπάγεται η νομολογιακή μεταστροφή, εκτός εάν η μεταστροφή αφορά α) σε ζητήματα παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και β) σε δικαιώματα, αξιώσεις ή εύλογες προσδοκίες, οι οποίες ερείδονται επί παγιωθείσας νομολογίας και καθίστανται, για τον λόγο αυτόν, άξιες προστασίας παρά τη μεταστροφή που συνεπάγεται την εφεξής μη αναγνώρισή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η νομολογία την οποία επικαλέστηκε ο αιτών δεν ήταν παγία, αλλά κυμαινόμενη, καθόσον με τις ΣτΕ 2499/2022, 735/2020, 1432/2019, 1523, 1524/2017, 3276/2014, 3968/2013 κρίθηκε ότι είναι νομικώς αδιάφορο εάν η καταγνωσθείσα με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ποινή ανεστάλη επί τριετία και εάν παρήλθε το χρονικό αυτό διάστημα, ενώ αντιθέτως με τις ΣτΕ 2932/2015, 765/2006 κρίθηκε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δύναται να εκδώσει την κατά τα ανωτέρω διαπιστωτική πράξη μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος αναστολής της ποινής για αδίκημα συνεπαγόμενο την αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1742/2024 Τμ.Γ - Πλήρες κείμενο »