Πρόσφατη νομολογία


17 Δεκ 2024

ΣτΕ 1718/2024 Τμ.Β: Η ελευθερία εγκατάστασης του άρθρου 49 ΣΛΕΕ αφορά την εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος & περιλαμβάνει την ανάληψη & άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 4494/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 2077/2019 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της σιωπηρής απόρριψης της …/4.5.2015 ενδικοφανούς προσφυγής του ΓΓΔΕ του Υπουργείου Οικονομικών κατά της … και …/3.4.2015 πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΒ’ Αθηνών, οικονομικού έτους 2014. Με την πράξη είχε καταλογισθεί, εις βάρος του αναιρεσείοντος, κύριος φόρος εισοδήματος, καθώς και ειδική εισφορά αλληλεγγύης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29 του ν. 3986/2011. Με την κρινόμενη αίτηση προβλήθηκε ότι είναι μη νόμιμη η κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ. Τούτο διότι, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο «θεώρησε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ ανέχεται περιορισμούς της ελευθερίας εγκατάστασης υπηκόων ενός κράτους μέλους όταν οι περιορισμοί αυτοί αφορούν σε δυσμενείς συνέπειες που ενεργοποιούνται όταν οι υπήκοοι αυτοί σε χρόνο μεταγενέστερο της μετεγκατάστασής τους σε άλλο κράτος μέλος (Βουλγαρία) αποφασίσουν να μετακινηθούν σε τρίτο κράτος (Αλβανία)». Τέλος, προβλήθηκε ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το εάν εφαρμόζεται η ως άνω θεμελιώδης ελευθερία στην επίδικη υπόθεση, πρέπει να αποστείλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναφές προδικαστικό ερώτημα. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, προβλήθηκε ότι με τον λόγο τίθεται το νομικό ζήτημα, αν είναι συμβατός με το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ ο περιορισμός, που θέτει το κράτος μέλος προέλευσης, στη διατήρηση του καθεστώτος δικηγόρου - υπηκόου του ως ενεργού, σε περίπτωση μετακίνησης και μετεγκατάστασής του αρχικώς σε άλλο κράτος μέλος και στη συνέχεια σε τρίτο κράτος. Ο περιορισμός αυτός συνίσταται, ειδικότερα, στο ότι δικηγόρος, ο οποίος έχει μεταφέρει την κατοικία του από την Ελλάδα αρχικά σε άλλο κράτος μέλος και στη συνέχεια σε τρίτο κράτος, φορολογείται στην Ελλάδα ως φορολογικός κάτοικος Ελλάδας για το συνολικό εισόδημά του, με την αιτιολογία ότι δεν διέκοψε τις εργασίες του ως δικηγόρος στην Ελλάδα. Κατ’ αρχάς, ο λόγος και ο ως άνω ισχυρισμός περί παραδεκτού, κατά το μέρος που προβλήθηκε ότι η αρχική μετακίνηση του αναιρεσείοντος έγινε προς άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., ήτοι την Βουλγαρία, κρίθηκε απαράδεκτος, δεδομένου ότι στηρίχθηκε σε πραγματικό που δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν διαπίστωσε από τα προσκομισθέντα στοιχεία, ότι ο αναιρεσείων μετέφερε αρχικά την κατοικία του στη Βουλγαρία και, συνεπώς, δεν στήριξε τις κρίσεις του στην παραδοχή αυτή. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κρίθηκε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται στην επίδικη υπόθεση διότι: α) δεν απαγορεύει την επιβολή περιορισμών στην ελευθερία εγκατάστασης υπηκόου κράτους μέλους σε τρίτο κράτος αλλά σε άλλο κράτος μέλος, β) δεν αφορά μισθωτές αλλά μόνον μη μισθωτές δραστηριότητες και γ) η ελευθερία εγκατάστασης δεν περιλαμβάνει και το δικαίωμα μεταφοράς της φορολογικής έδρας ενός φυσικού προσώπου σε άλλο κράτος. Συνεπώς, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν ερμήνευσε το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, υπό την έννοια ότι, κατά το άρθρο αυτό, είναι επιτρεπτός ή ανεκτός ο προβαλλόμενος περιορισμός στην ελευθερία εγκατάστασης, ήτοι η υποχρέωση διακοπής εργασιών του αναιρεσείοντος, ως δικηγόρου, στην Ελλάδα, προκειμένου να φορολογηθεί στην Ελλάδα ως φορολογικός κάτοικος εξωτερικού, ενώ έχει μεταφέρει την κατοικία του αρχικά σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. και κατόπιν σε τρίτο κράτος. Ο συγκεκριμένος, πάντως, λόγος, ανεξαρτήτως παραδεκτού, κρίθηκε, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ελευθερία εγκατάστασης του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, αφενός, αφορά την εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος και, αφετέρου, περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1718/2024 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο »