20 Νοε 2024
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 141267/Κ6/4.11.2021 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης, Διά Βίου Μάθησης και Νεολαίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Καθορισμός όρων, προϋποθέσεων και διαδικασίας για τη χορήγηση, την τροποποίηση, τη μεταβίβαση και την ανανέωση άδειας Κέντρου Διά Βίου Μάθησης (Κ.Δ.Β.Μ.) σε φυσικά, νομικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων». Ειδικότερα, η ακύρωση της ανωτέρω κανονιστικής απόφασης ζητήθηκε κατά το μέρος που αυτή αφορούσε την εφαρμογή των ρυθμίσεων του Ν. 4763/2020 περί Κ.Δ.Β.Μ., τις οποίες εξειδικεύει, στα ήδη λειτουργούντα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης Επιπέδου Ένα. Με τις διατάξεις του Ν. 4763/2020 καταργήθηκε η διάκριση των Κ.Δ.Β.Μ. σε Επιπέδου Ένα και Επιπέδου Δύο, η οποία είχε εισαχθεί με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012 και ρυθμίσθηκαν ενιαίως για όλα τα Κ.Δ.Β.Μ. οι προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία τους. Με το σύνολο των διατάξεων αυτών εκδηλώνεται η νομοθετική επιλογή για τη συστηματικότερη ρύθμιση του πλαισίου παροχής των υπηρεσιών μη τυπικής μάθησης που προσφέρονται από τα Κ.Δ.Β.Μ. και τη θέσπιση απαιτήσεων σχετικών με τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου οργάνωσης των φορέων που παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες, στο πλαίσιο της επιδίωξης αναβάθμισης των υπηρεσιών αυτών. Το γεγονός ότι τα Κ.Δ.Β.Μ. Επιπέδου Ένα αδειοδοτήθηκαν και λειτούργησαν βάσει του προϊσχύσαντος νομοθετικού καθεστώτος δεν εμποδίζει, κατ’ αρχήν, τον νομοθέτη να μεταβάλει τις προϋποθέσεις λειτουργίας τους, εφ’ όσον τούτο υπαγορεύεται από την ανάγκη εξυπηρέτησης σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Με τις διατάξεις του ν. 4763/2020 σκοπήθηκε η συνολική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση του τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και διά βίου μάθησης, ως μέσο για την επίτευξη στόχων αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής προώθησης της απασχόλησης. Προκειμένου δε ο σκοπός αυτός να εξυπηρετηθεί συστηματικά και αποτελεσματικά κρίθηκε αναγκαία η προσαρμογή στο νέο νομοθετικό καθεστώς και των ήδη λειτουργούντων παρόχων των σχετικών υπηρεσιών. Εξ άλλου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είναι προδήλως απρόσφορη ή υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσαρμογή των ήδη λειτουργούντων Κ.Δ.Β.Μ. Επιπέδου Ένα στις απαιτήσεις λειτουργίας που θεσπίζονται με τις διατάξεις του ν. 4763/2020 συνεπάγεται, πράγματι, πρόσθετες δαπάνες για τις επιχειρήσεις των αιτούντων, η επιβάρυνση, όμως, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο μέτρο για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση ενιαίου επιπέδου ποιότητας παρεχομένων υπηρεσιών και ομοιόμορφων όρων λειτουργίας για όλους του παρόχους υπηρεσιών διά βίου μάθησης που δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά. Ο νομοθέτης, άλλωστε, δεν εκωλύετο να καταργήσει τη διάκριση μεταξύ Κ.Δ.Β.Μ. Επιπέδου Ένα και Επιπέδου Δύο, η οποία εισήχθη με τις διατάξεις του ν. 4093/2012, εφ’ όσον έκρινε, κατ’ εκτίμηση και των μεταβαλλομένων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, ότι η διατήρηση της διάκρισης αυτής ως προς την οργανωτική υποδομή των Κ.Δ.Β.Μ. δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες προαγωγής των παρεχομένων υπηρεσιών επαγγελματικής κατάρτισης. Η ως άνω επέμβαση, όμως, του νομοθέτη ως προς τη ρύθμιση των όρων άσκησης της οικείας οικονομικής δραστηριότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει τα όρια της αρχής της αναλογικότητας, εν όψει του ότι πρόκειται περί δραστηριότητας εντασσόμενης στον τομέα της εκπαίδευσης, κατάρτισης και διά βίου μάθησης, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου κρατικού ενδιαφέροντος και δικαιολογεί τη λήψη πλέγματος μέτρων που κατατείνουν στη διασφάλιση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών. Κατά τα λοιπά, με την αίτηση ακυρώσεως δεν προβλήθηκαν ειδικές αιτιάσεις ως προς το απρόσφορο ή δυσανάλογο των επί μέρους προϋποθέσεων λειτουργίας που θεσπίζονται με τις διατάξεις του ν. 4763/2020. Κατά το πληττόμενο μέρος της, το οποίο αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4763/2020 στα ήδη λειτουργούντα Κ.Δ.Β.Μ. της η προσβαλλόμενη πράξη δεν συνδέεται με το ζήτημα της διοικητικής διαδικασίας που πρέπει να τηρηθεί για την έναρξη ασκήσεως της σχετικής οικονομικής δραστηριότητας. Εξ άλλου, το άρθρο 169 παρ. 17α του ν. 4763/2020 και το άρθρο 8 της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως, ρυθμίζουν το ειδικό ζήτημα της διαδικασίας μετατροπής των ήδη λειτουργούντων Κ.Δ.Β.Μ Επιπέδου Ένα και Δύο σε Κ.Δ.Β.Μ. του άρθρου 53 του ν. 4763/2020. Με τις ανωτέρω διατάξεις, επομένως, καθορίσθηκε το στάδιο ελέγχου της συμμορφώσεως των εν λόγω επιχειρήσεων με τις τασσόμενες με τα προπαρατεθέντα άρθρα του ν. 4763/2020 προϋποθέσεις λειτουργίας, χωρίς, πάντως, να αναστέλλεται η συνέχιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών μέχρι τη διενέργεια του ελέγχου. Επομένως, η ρύθμιση της ως άνω διαδικασίας μετατροπής δεν σχετίζεται με την αρχική αδειοδότηση για την ανάληψη της άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης, με τις διατάξεις του ν. 4763/2020, με τις οποίες προβλέπεται η υποχρέωση των λειτουργούντων Κ.Δ.Β.Μ. Επιπέδου Ένα να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον ίδιο νόμο για την εφεξής λειτουργία Κ.Δ.Β.Μ., σκοπείται η εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, η αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών επαγγελματικής κατάρτισης. Περαιτέρω, οι απαιτήσεις που θεσπίζονται για τη λειτουργία των Κ.Δ.Β.Μ. δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και ανταποκρίνονται και στις λοιπές προϋποθέσεις που καθορίζονται με το άρθρο 10 της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ σχετικά με τα κριτήρια, στα οποία πρέπει να στηρίζεται ένα σύστημα χορήγησης αδείας για την άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών, ενώ οι αιτούντες δεν προβάλλουν ειδικούς ισχυρισμούς για τη θεμελίωση παράβασης της αρχής της αναλογικότητας ως προς συγκεκριμένες απαιτήσεις λειτουργίας. Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση.