27 Δεκ 2024
Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση: α) του από 12, 22/12.2022 πρακτικού (99η συνεδρίαση) του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι), κατά το μέρος που με αυτό εγκρίθηκε ο πίνακας διδασκόντων των σπουδαστών της 29ης εκπαιδευτικής σειράς των κατευθύνσεων πολιτικής-ποινικής δικαιοσύνης και ειρηνοδικών, με ισχύ για την τριετία 2023-2025, και επελέγη, κατά παράλειψη του αιτούντος, για τη διδασκαλία των μαθημάτων «Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος» και «Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος», η … … και β) της 13/30.1.2023 απόφασης της Γενικής Διευθύντριας της ΕΣΔι, κατά το μέρος που η διδασκαλία των ως άνω μαθημάτων ανατέθηκε στην, κατά τα ανωτέρω, επιλεγείσα ως διδάσκουσα. Εφόσον σύμφωνα με τη διάταξη της § 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, η οποία εντάσσεται στο Ε΄ Τμήμα του Συντάγματος με τίτλο «Δικαστική Εξουσία», καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά, η ανάθεση καθηκόντων σχετικών με τη διδασκαλία των εκπαιδευομένων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του υποψηφίου δικαστικού λειτουργού, συνιστά δικαστικό και όχι διοικητικό καθήκον, ως εκ της στενής συνάφειας της εν λόγω ανάθεσης με την παρεχόμενη, κατά τα ανωτέρω, εκπαίδευση. Επιπλέον, η επιλογή των διδασκόντων της ΕΣΔι και η ανάθεση σε αυτούς διδασκαλίας ανάγονται σε εσωτερικό ζήτημα λειτουργίας της δικαιοσύνης, που αφορά την προετοιμασία και επιλογή των νέων δικαστών, εκδόθηκαν, δε, από όργανα της Σχολής, κατ’ ενάσκηση ιδιαιτέρου δικαστικού καθήκοντος των δικαστών που τα στελεχώνουν. Ειδικότερα, το Δ.Σ. της Σχολής, το οποίο έχει εν προκειμένω την αποφασιστική αρμοδιότητα, ως εκ της συμμετοχής σε αυτό, κατά πλειοψηφία, ανωτάτων δικαστών, παρέχει μείζονες εγγυήσεις αμεροληψίας και, συνεπώς, δεν ασκεί επιρροή, από αυτήν την άποψη, το γεγονός ότι σε αυτό μετέχουν και τρία μέλη, τα οποία δεν έχουν τη δικαστική ιδιότητα. Συνεπώς, οι ως άνω αποφάσεις του Δ.Σ. της ΕΣΔι και του Γενικού Διευθυντή αυτής, ως πράξεις δικαστικών αρχών, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως κατά το άρθρο 95 § 1 περ. α΄ του Συντάγματος, ακόμη και αν το περιεχόμενό τους δεν αναφέρεται αμιγώς σε θέματα δικαιοδοτικής φύσης. Τέλος, κρίθηκε ότι το δικαστικώς ανέλεγκτο των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 8 και 20 § 1 του Συντάγματος καθώς και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, διότι το ανέλεγκτο των αποφάσεων των δικαστικών αρχών βασίζεται στη διάταξη του άρθρου 95 § 1 του Συντάγματος, κατά την οποία αίτηση ακυρώσεως ασκείται μόνον κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών· δεδομένης δε της τυπικής ισοδυναμίας των διατάξεων του Συντάγματος, ανεξαρτήτως εάν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ο συντακτικός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει το απαράδεκτο προσβολής, με ένδικα βοηθήματα, αποφάσεων εκδιδομένων από όργανα που εντάσσονται στη δικαστική οργάνωση και λειτουργία του Κράτους. Τέλος, κρίθηκε ότι δεν αποκλείσθηκε η πρόσβαση του αιτούντος σε «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, τυχόν δε αιτιάσεις σχετικά με την τήρηση, κατά τη διεξαχθείσα ενώπιον του Δ.Σ. της Σχολής διαδικασία, των απορρεουσών από το ίδιο ως άνω άρθρο 6 αρχών της δίκαιης δίκης, δεν είναι δυνατόν να εξετασθούν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, διότι τούτο θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτο, κατ’ άρθρο 95 του Συντάγματος, έλεγχο από το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσεων δικαστικών αρχών. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.