Πρόσφατη νομολογία


22 Νοε 2024

ΣτΕ 1587/2024 Τμ.Α: Μεταφορά συντελεστή δόμησης & προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 3786/2022 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 3440/2016 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και είχε αναγνωριστεί η υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλει νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% ετησίως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, στους δύο αναιρεσίβλητους και στην … α) αποζημίωση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να τους καταβάλει το αναλογούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 § 6 του ν. 3044/2002 αντάλλαγμα, για τίτλους μεταφοράς συντελεστή δόμησης εκδοθέντες κατά τις διατάξεις του ν. 2300/1995, των οποίων οι αναιρεσίβλητοι ήταν δικαιούχοι και των οποίων η ακυρότητα διαπιστώθηκε δυνάμει της § 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, και β) χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν οι ανωτέρω από την ίδια παραπάνω αιτία. Κατά την έννοια του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη να είναι παράνομη. Παράλειψη νομοθέτησης συντρέχει, στην περίπτωση κατά την οποία η θέσπιση κατ’ ουσίαν κανόνων δικαίου έχει ανατεθεί, κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, σε διοικητικό όργανο που καθίσταται αρμόδιο για την έκδοση κανονιστικής πράξης, η οποία περιλαμβάνει κανόνες του εξ αντικειμένου δικαίου. Η παράλειψη, στην περίπτωση αυτή, είναι παράνομη όταν, είτε η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στην Διοίκηση την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, είτε όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος. Εάν ο εξουσιοδοτών νόμος δεν επιτρέπει τη μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος, το οποίο παρέχεται αμέσως από αυτόν, η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι αντίθετη προς το νόμο, από την παράλειψη δε αυτή δημιουργείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Εφόσον δε, ο ίδιος ο νομοθέτης καθιερώνει, αμέσως και από την έναρξη της ισχύος του νόμου, το δικαίωμα προς παροχή, η αναγνώριση, με δικαστική απόφαση, της υποχρέωσης της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική της αρμοδιότητα, θεσπίζοντας τους αναγκαίους για την εφαρμογή του νόμου συμπληρωματικούς κανόνες, ούτε συνιστά επέμβαση της Δικαστικής λειτουργίας στο έργο της Νομοθετικής ή Εκτελεστικής λειτουργίας ούτε έρχεται σε αντίθεση με την προβλεπόμενη από το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσίβλητοι είναι δικαιούχοι τίτλων μ.σ.δ. ακινήτου άνευ κτίσματος σε πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης, οι οποίοι εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2300/1995 και δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Συνεπώς, το δικάσαν δικαστήριο ορθά, εφάρμοσε τις διατάξεις των §§ 2 και 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002. Επίσης, από τις διατάξεις της § 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 σε συνδυασμό με τη διάταξη του 105 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι η παράλειψη έκδοσης της πιο πάνω υπουργικής απόφασης συνιστά παρανομία που συνεπάγεται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, αφού ο εξουσιοδοτικός νόμος καθιερώνει, κατά τρόπο ευθύ και άμεσο, το δικαίωμα των αναφερομένων στην εν λόγω διάταξη δικαιούχων τίτλου μ.σ.δ. να επιδιώξουν την άρση της προσβολής που υπέστησαν στην περιουσία τους από την ακυρότητα του τίτλου αυτού, υπό την έννοια ότι άνευ της έκδοσης της υπουργικής αυτής απόφασης, οι ανωτέρω δεν μπορούν να ασκήσουν την ευχέρεια επιλογής που τους παρέχει ο νομοθέτης, ανάμεσα στην επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε και στην εξαγορά του τίτλου. Η παράλειψη δε της Διοίκησης να εκδώσει την εν λόγω υπουργική απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 17 § 2 του Συντάγματος, διότι αποστερεί τους εν λόγω δικαιούχους από το κατά τον ανωτέρω τρόπο αποζημιωτικό της προσβολής της περιουσίας τους δικαίωμα. Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι από τη διάταξη της § 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 γεννάται αμέσως και ευθέως υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου για την, μεταξύ άλλων, εξαγορά από τους δικαιούχους των τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης που κατείχαν και κατέστησαν αυτοδικαίως άκυροι, η υποχρέωση δε αυτή του Δημοσίου υφίσταται, σύμφωνα με την κρίση του εφετείου, ανεξάρτητα από την έκδοση της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης, αφού η παράλειψη έκδοσης από τον κανονιστικό νομοθέτη των συμπληρωματικών κανόνων περί της διαδικασίας εξαγοράς και του τρόπου υπολογισμού της υπόψη αποζημίωσης, προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, καθιστώντας στην ουσία κενή περιεχομένου την διάταξη του άρθρου 17 § 2 του Συντάγματος. Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι ορθή. Τέλος, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι συντρέχουν οι κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ προϋποθέσεις της ευθύνης του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου από την παράνομη παράλειψη έκδοσης της υπουργικής απόφασης συνεπεία της οποίας οι δικαιούχοι τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης δεν μπορούν να ασκήσουν την κατά την § 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 ευχέρεια επιλογής που τους παρέχει ο νομοθέτης, ανάμεσα στην επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε και στην εξαγορά του τίτλου, προκειμένου να άρουν την προσβολή της περιουσίας τους από την ακυρότητα του τίτλου αυτού.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1587/2024 Τμ.Α - Πλήρες κείμενο »