13 Νοε 2024
Με την 17597/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά μερική αποδοχή ανακοπής του … ..., ακυρώθηκαν η υπ’ αριθμ. .../1.7.2016 έκθεση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών … … περί αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος καθώς και οι από 16.6.2016 υπ’ αριθμ. ... και … εκθέσεις κατάσχεσης του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), με τις οποίες επιβλήθηκε κατάσχεση εις χείρας των … και …, αντιστοίχως, ως τρίτων, σε όσα οφείλουν ή πρόκειται να οφείλουν στον ανακόπτοντα, για χρέη της εταιρείας «…Α.Ε.», της οποίας ο ανακόπτων διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος. Ειδικότερα, το διοικητικό πρωτοδικείο, αφού ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 5 § 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (εφεξής ΚΦΔιαδ), σε συμφωνία με τα άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, δεχόμενο ότι για να είναι έγκυρη η με συστημένη επιστολή επίδοση πράξεως που εκδίδεται από τη φορολογική διοίκηση, πρέπει να συντάσσεται από τα όργανα των Ελληνικών Ταχυδρομείων (εφεξής ΕΛΤΑ) αποδεικτικό παραλαβής, το οποίο πρέπει, επί ποινή ακυρότητος να περιλαμβάνει ορισμένα ουσιώδη στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός της επιδοθείσας πράξης, η ημέρα και η ώρα επίδοσης καθώς και το ονοματεπώνυμο και η υπογραφή του οργάνου που επέδωσε και του προσώπου που παρέλαβε την πράξη, εν συνεχεία, έκρινε ότι εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει η περιέλευση στον ανακόπτοντα ατομικής ειδοποίησης του άρθρου 47 του ΚΦΔιαδ, διότι το Δημόσιο δεν προσκόμισε αποδεικτικά παραλαβής των συστημένων επιστολών των ΕΛΤΑ τις οποίες είχε αποστείλει στον ανακόπτοντα, από τα οποία να προκύπτει η ημερομηνία και το πρόσωπο που παρέλαβε το συστημένο, υπογράφοντας το σχετικό αποδεικτικό παραλαβής. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, επιληφθέν της από 22.6.2021 έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της προαναφερθείσας απόφασης, αγόμενο σε αντίθετη κρίση, δεχόμενο δηλαδή ότι το τεκμήριο (πλασματικής) κοινοποίησης που θεσπίζεται από το ως άνω άρθρο 5 του ΚΦΔιαδ, δεν τελεί «σε δυσαρμονία» προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται πραγματική επίδοση, υπέβαλε με την 1151/2024 απόφασή του -δεδομένης και της ύπαρξης σειράς αντιθέτων αποφάσεων άλλων διοικητικών εφετείων, καθώς και του ότι «η κρίση επί του ζητήματος αυτού έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων στους οποίους κοινοποιούνται τέτοιες ατομικές ειδοποιήσεις […]»- το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 § 2 του Ν. 3900/2010: «εάν η θέσπιση με την διάταξη του εδ. α΄ της § 5 του άρθρου 5 του Ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των §§ 1 και 2 του άρθρου 47 του ίδιου νόμου, μαχητού τεκμηρίου περί της σύννομης κοινοποίησης στον οφειλέτη του Δημοσίου φορολογούμενο ατομικής ειδοποίησης μετά την παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την ημέρα αποστολής της σε αυτόν με συστημένη επιστολή τελεί σε αρμονία με το κατοχυρωμένο στα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμά του σε έννομη δικαστική προστασία που συνίσταται στην άσκηση ανακοπής κατά της ατομικής αυτής ειδοποίησης με την οποία δύναται να αμυνθεί αποτελεσματικά πριν την επιβολή κατάσχεσης εις βάρος του». Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το τεκμήριο νόμιμης κοινοποίησης, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 § 5 του ΚΦΔιαδ, και το οποίο έχει μαχητό χαρακτήρα, δεν έχει, πάντως, έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία η επίδοση αμφισβητείται από τον προς ον, ήτοι εφ’ όσον αυτός αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή. Στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια της ως άνω διάταξης, ερμηνευόμενης υπό το φως των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου, της φανερής δράσης της Διοίκησης, της ασφάλειας δικαίου και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν εφαρμόζεται το προαναφερθέν τεκμήριο, αλλά η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, πλέον, να αποδείξει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την πραγματική παραλαβή της πράξεως από τον προς ον αυτή αφορά ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της από αυτόν.