12 Φεβ 2025
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 4477/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών ενδικοφανούς προσφυγής που είχε ασκήσει κατά ορισμένων πράξεων του Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.) του Υπουργείου Οικονομικών, μεταξύ των οποίων και της α) …/2015 πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2010, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος του διαφορά κύριου φόρου και πρόσθετος φόρος, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης, σε ποσοστό 120% επί του κύριου φόρου, καθώς και εισφορά αλληλεγγύης (άρθρου 5 του ν. 3833/2010) και πρόσθετος φόρος, σε ποσοστό 120% επί της εισφοράς και β) της …/2015 πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2012, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος του διαφορά κύριου φόρου και πρόσθετος φόρος, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης, σε ποσοστό 70% επί του κύριου φόρου, καθώς και εισφορά αλληλεγγύης και πρόσθετος φόρος, σε ποσοστό 70% επί της εισφοράς. Ο αναιρεσείων, στις 18.4.2023, κατέθεσε υπόμνημα ενώπιον του ΣτΕ, με το οποίο, επικαλούμενος το άρθρο 32 § 2 Π.Δ. 18/1989 περί ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος προς συνέχιση της δίκης, προέβαλε ότι η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της, διότι με το δικόγραφο της κρινομένης αίτησης έχουν τεθεί κρίσιμα νομικά ζητήματα που άπτονται της συνταγματικότητας και της ορθής εφαρμογής του νόμου για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο κρίσεως της Επιτροπής Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, η οποία έκρινε ότι δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. Ο λόγος αυτός κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος διότι τα πρακτικά επίλυσης της Επιτροπής Εξώδικης Επίλυσης έχουν αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και ως εκ τούτου αποκλείεται πάσα περαιτέρω αμφισβήτηση των αποτελεσάντων αντικείμενο της λύσης αυτής και δεν μπορούν ούτε να ανακληθούν ούτε να προσβληθούν με ένδικα μέσα. Εξ άλλου, στις προτάσεις της Επιτροπής Εξώδικης Επίλυσης της Διαφοράς αν και αναφέρετο ρητώς ότι ο ανωτέρω λόγος περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος ήταν απαράδεκτος, καθώς και ότι μερική αποδοχή των προτάσεων δεν μπορούσε να γίνει δεκτή, εν τούτοις ο αναιρεσείων υπέγραψε και δη ανεπιφυλάκτως. Άλλωστε, για την αμετάκλητη εξώδικη επίλυση της διαφοράς δεν απαιτείται κρίση της Επιτροπής οπωσδήποτε επί της ουσίας, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, αφού και η κρίση περί απαραδέκτου μπορεί να οδηγήσει σε αμετάκλητη επίλυση της φορολογικής διαφοράς, εφ’ όσον ο φορολογούμενος την αποδεχθεί, όπως έγινε εν προκειμένω. Τέλος, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση θα ερχόταν σε αντίθεση με τις 2691/2019 και 276/2023 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος διότι οι αποφάσεις αυτές αναφέρονται σε διαφορετικές περιπτώσεις με την κρινομένη. Ειδικότερα με την ΣτΕ 2691/2019, κρίθηκε ότι για την εφαρμογή της ελαφρότερης ποινής επί εκκρεμών υποθέσεων ετίθετο ως προϋπόθεση η ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής του συνόλου των παραβάσεων, που έθιγε τα έννομα συμφέροντα του φορολογουμένου, ενώ εν προκειμένω, δεν πρόκειται για ανεπιφύλακτη αποδοχή παραβάσεων εκ μέρους του φορολογουμένου, αλλά για ανεπιφύλακτη αποδοχή της προτάσεως για εξώδικη επίλυση της διαφοράς, ήτοι για διαφορετική περίπτωση. Περαιτέρω με την ΣτΕ 276/2023 κρίθηκε ότι, κατ’ εξαίρεσιν, είναι δυνατή η ανάκληση φορολογικής δηλώσεως για λόγους αναγόμενους σε εκ του Συντάγματος έλλειψη φορολογικής υποχρεώσεως, ακόμη και εάν η οικεία χρήση έχει υπαχθεί σε περαίωση, ήτοι ζήτημα διαφορετικό διότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για περίπτωση στην οποία ο φορολογούμενος έχει υποβάλει αίτηση ανακλήσεως φορολογικής δηλώσεως για έλλειψη εκ του Συντάγματος φορολογικής υποχρεώσεως, ώστε να τίθεται το ζήτημα, εάν αποκλείεται η ανάκληση λόγω της εκδόσεως των πρακτικών της εξώδικης επίλυσης. Κατόπιν τούτων, το ΣτΕ έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 16 του Ν.4714/2020 και η υπόθεση τέθηκε αυτοδικαίως στο αρχείο.