27 Σεπ 2024
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση: α) της Φ.11321/οικ.10772/382/9.3.2021 απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Νέα αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων - προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων» κατά το μέρος που η εν λόγω απόφαση, με την § 4 του άρθρου 3 αυτής, όρισε ως συντάξιμο μισθό για την από 1.10.2019 αναπροσαρμογή κάθε καταβαλλόμενης ή καταβλητέας την 30.9.2019 κύριας σύνταξης των συνταξιούχων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) του πρώην Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) και ειδικότερα των συνταξιούχων συμβολαιογράφων του Τομέα αυτού, η οποία (σύνταξη) χορηγήθηκε ή θα χορηγηθεί με προγενέστερες του Ν. 4387/2016 διατάξεις, το ποσό της ανώτατης προβλεπόμενης κύριας σύνταξης για 40 έτη ασφάλισης όπως αυτό έχει διαμορφωθεί την 31.5.2016, δηλαδή το ποσό των 1.232,09 ευρώ, παραλείποντας, επί πλέον, να συνεκτιμήσει κατά την αναπροσαρμογή των συντάξεων αυτών τους καταβληθέντες κοινωνικούς πόρους, β) κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης, προγενέστερης ή μεταγενέστερης. Στο άρθρο 33 του Ν. 4387/2016, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ρυθμίζονται αναλυτικώς τα ζητήματα που συναρτώνται με την αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 4387/2016 συντάξεων στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα και με τον τρόπο του επανυπολογισμού τους. Οι ανωτέρω διατάξεις περιέχουν με υψηλό βαθμό πληρότητας την ουσιαστική ρύθμιση του ζητήματος του υπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα στα πλαίσια της διαδικασίας της αναπροσαρμογής τους, η δε παρεχόμενη με το τελευταίο εδάφιο της ως άνω παρ. 2 του άρθρου 33 εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων να καθορίζει κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της, έχουσα προφανώς την έννοια ότι ο τελευταίος καλείται να ρυθμίσει τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής των παραπάνω ρυθμίσεων, είναι ορισμένη και εγκύρως, κατά το άρθρο 43 § 2 του Συντάγματος, παρέχεται σε διοικητικό όργανο άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δεν απαιτείτο δε για το ορισμένο και την εν γένει εγκυρότητα της εξουσιοδότησης να διαλαμβάνεται ειδική ρύθμιση για κάθε κατηγορία συνταξιούχων των οποίων αναπροσαρμόζεται η σύνταξη, μεταξύ των οποίων και οι συνταξιούχοι συμβολαιογράφοι, οι οποίοι κατέβαλλαν στο Ταμείο Νομικών τις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις ασφαλιστικές εισφορές. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η Φ.11321/οικ10772/382/9.3.2021 απόφαση του Υφυπ. Εργασίας και Κοινων. Υποθέσεων, κατά το μέρος που με την § 4 του άρ. 3 αυτής όρισε ως συντάξιμο μισθό, για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης κατά την από 1.10.2019 αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων ή καταβλητέων την 30.9.2019 και χορηγηθεισών με προγενέστερες του ν. 4387/2016 διατάξεις συντάξεων για τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του πρώην Ε.Τ.Α.Α., σε κάθε περίπτωση το ποσό των 1.232,09 ευρώ, κείται εκτός της παρασχεθείσας με την § 2 του άρθρου 33 του Ν. 4387/2016 εξουσιοδότησης όσον αφορά την αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων συμβολαιογράφων, οι οποίοι, κατά τις καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού τους φορέα, κατέβαλλαν για τη συνταξιοδότησή τους διαφορετικές ο καθένας εισφορές, υπό τη μορφή του κατά νόμο παρακρατούμενου και αποδιδόμενου ποσοστού επί των αναλογικών δικαιωμάτων τους, και πρέπει κατά το μέρος της αυτό, ως προς το οποίο ζητείται η ακύρωσή της, να ακυρωθεί, κατά παραδοχή κατά τούτο ως βάσιμου του προβαλλόμενου σχετικού λόγου ακυρώσεως. Και τούτο γιατί, το ανταποδοτικό αυτό μέρος της σύνταξης, εξ ορισμού που δίνεται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 4387/2016, αποτελεί το ποσό της σύνταξης που αντιστοιχεί στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών βάσει των συντάξιμων αποδοχών, του χρόνου ασφάλισης και του ποσοστού αναπλήρωσης, σε αντίθεση με την εθνική σύνταξη, που αποτελεί το ποσό της σύνταξης που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η καταβολή δηλαδή εισφορών αποτελεί στοιχείο που προσδιορίζει εννοιολογικά τα μεγέθη (συντάξιμες αποδοχές και χρόνο ασφάλισης), βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη. Περαιτέρω, από την περιεχόμενη στην ως άνω § 2 του άρθρου 33 του Ν. 4387/2016 ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία «για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη», προκύπτει ότι ο συντάξιμος μισθός αποτελεί κατ’ αρχήν αριθμητικό μέγεθος διαφορετικό από την ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, το οποίο λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό της και μπορεί να συνδέεται είτε με πραγματικά ποσά μισθού ή εισοδήματος, επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, είτε με κατά νόμο προβλεπόμενες ασφαλιστικές κατηγορίες ή ασφαλιστικές κλάσεις ή τεκμαρτά ποσά, που σε κάθε περίπτωση αναπροσαρμόζονται σε τρέχουσες τιμές, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στην εν λόγω § 2 του άρθρου 33 του Ν. 4387/2016. Το εννοιολογικό αυτό περιεχόμενο του συντάξιμου μισθού ως μεγέθους συναρτώμενου με μισθούς ή εισοδήματα στις περιπτώσεις που βάσει αυτών παρακρατήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές για τη χορήγηση σύνταξης δεν προκύπτει μόνο από τον ορισμό της ανταποδοτικής σύνταξης που δίνεται στο άρθρο 2 του Ν. 4387/2016 ή από την ως άνω διάταξη της § 2 του άρθρου 33 του ν. 4387/2016, αλλά συνάγεται και από τις λοιπές διατάξεις του νόμου αυτού που αφορούν τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης. Αντιθέτως, από καμία από τις ως άνω διατάξεις δεν παρέχεται η δυνατότητα να οριστεί, κατ’ απόκλιση όσων ορίζονται ή συνάγονται από αυτές, ως συντάξιμος μισθός για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης κατά την αναπροσαρμογή των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων, που έχουν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές προσδιοριζόμενες με βάση τον καταβληθέντα σε αυτούς μισθό ή τα κτηθέντα από αυτούς εισοδήματα, αυτή η ίδια η καταβαλλόμενη σε αυτούς και προσδιοριζόμενη ανεξάρτητα από τις καταβληθείσες εισφορές τους σύνταξη.