1 Νοε 2024
Η αναιρεσείουσα Αρχή (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων) επιδιώκει την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 107/2021 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, δυνάμει της οποίας απερρίφθη έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 131/2019 οριστικής απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας. Συγκεκριμένα, με την τελευταία απόφαση: α) ακυρώθηκε η τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών της ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε η αναιρεσίβλητη κατά του από 31.1.2014 εκκαθαριστικού σημειώματος Φ.Α.Π. φυσικών προσώπων, έτους 2013, της Δ.Ο.Υ. Α΄ Λάρισας, β) έγινε δεκτή η ενδικοφανής προσφυγή, γ) ακυρώθηκε το από 31.1.2014 εκκαθαριστικό σημείωμα Φ.Α.Π. φυσικών προσώπων, έτους 2013, κατά το μέρος που με αυτό είχε συμπεριληφθεί στη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας της αναιρεσίβλητης, επί της οποίας υπολογίσθηκε ο εν λόγω φόρος, η αξία των με αριθμό ταυτότητας ακινήτου (Α.Τ.ΑΚ.) ακινήτων που αναφέρονται στην απόφαση δ) αποφάνθηκε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τα ως άνω ακίνητα δεν υπόκεινται, για το έτος 2013, σε φόρο ακίνητης περιουσίας και ε) διατάχθηκε η διενέργεια από τη Δ.Ο.Υ. Λάρισας νέας εκκαθάρισης του οφειλόμενου από την αναιρεσίβλητη Φ.Α.Π., έτους 2013. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 32 §3 του Ν. 3842/2010 είναι αντισυνταγματική, ως αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 4 §5 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Αναλυτικά, με το επίδικο εκκαθαριστικό σημείωμα Φ.Α.Π. φυσικών προσώπων, έτους 2013, επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσίβλητης φόρος ακίνητης περιουσίας, ποσού 19.134,51 ευρώ, αφού προηγουμένως είχε προσδιοριστεί η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας (σύνολο δικαιωμάτων 56) της αναιρεσίβλητης στο ποσό των 2.473.450,80 ευρώ. Παράλληλα, στο εκκαθαριστικό σημείωμα περιελήφθησαν και τα ευρισκόμενα εντός του σχεδίου της πόλης Λάρισας, δεκαεννέα (19) συνολικά ακίνητα, των οποίων η αναιρεσίβλητη είναι συγκυρία σε ποσοστό 8,88330% εξ αδιαιρέτου, ενώ τα εν λόγω ακίνητα σημειώνονται ως ειδικών συνθηκών. Η αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα ακίνητα είναι δεσμευμένα, σύμφωνα με το σχέδιο πόλης της Λάρισας (ΦΕΚ 183Δ/ 30.3.1989), για δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, όπως επίσης και ότι η μη απαλλαγή από το Φ.Α.Π. των ανωτέρω δεσμευμένων ακινήτων παραβιάζει μια σειρά συνταγματικών διατάξεων, όπως τα άρθρα 4 §1 και §5, 17, 25 §1 και 78 §1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι τα επίμαχα δέκα εννέα (19) ακίνητα εξακολουθούσαν κατά τον χρόνο της φορολογίας (έτος 2013) να είναι ρυμοτομικά δεσμευμένα, για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων. Μάλιστα, υπό την ερμηνεία του άρθρου 32 §3 του Ν. 3842/ 2010, το οποίο ορίζει την εφαρμογή ειδικού μειωμένου συντελεστή για τα ακίνητα που έχουν κηρυχθεί αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα ή έχουν ρυμοτομηθεί, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εν λόγω ακίνητα εμπίπτουν στην κατηγορία των ακινήτων, των οποίων η δέσμευση με το σχέδιο πόλης έχει οδηγήσει, με ενέργειες της Διοίκησης, σε αδυναμία χρήσης και κάρπωσης, σύμφωνα με τον προορισμό τους, που είναι η δόμηση, και ότι συνεπώς τα εμπράγματα δικαιώματα της εφεσίβλητης σε καθένα από τα ανωτέρω ακίνητα θα έπρεπε να εξαιρούνται από τον φόρο ακίνητης περιουσίας του Ν. 3842/2010. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ΣτΕ 1439/2023, η οποία δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι για τα ακίνητα που τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη πολεοδομικών βαρών και περιορισμών, όπως είναι, μεταξύ άλλων, εκείνα που έχουν απαλλοτριωθεί λόγω ρυμοτομίας χωρίς να έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση ή εκείνα για τα οποία, παρά την έκδοση διοικητικής ή δικαστικής απόφασης, με την οποία βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή διαπιστώνεται υποχρέωση άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, η Διοίκηση δεν έχει προβεί -ως όφειλε- στην εκ νέου ρύθμιση του πολεοδομικού καθεστώτος του συγκεκριμένου ακινήτου, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν συντελεστές τέτοιοι που να αποδίδουν, κατά το δυνατόν, την πραγματική επίδραση που έχει η απαλλοτρίωση, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, στην αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της φορολογίας. Προτείνεται η ιδιαίτερη ρύθμιση, με την πρόβλεψη μηδενικού συντελεστή, και, κατ’ ακολουθίαν, εξαίρεσης από τον φόρο, της περίπτωσης κατά την οποία οι νόμιμες συνέπειες της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακινήτου, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες, χρονικές και άλλες, περιστάσεις, ιδίως δε τις σχετικές ενέργειες ή παραλείψεις του Δημοσίου, έχουν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατη την κατά προορισμό χρήση και εκμετάλλευση του ακινήτου για τον ιδιοκτήτη του. Τέλος, ομοίως με το σκεπτικό και στη ΣτΕ 1620/2023, κρίνεται ότι η υπαγωγή ενός τέτοιου ακινήτου σε φόρο ακίνητης περιουσίας, θα συνιστούσε υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 4 §5 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.