7 Οκτ 2024
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 37/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση της αναιρεσείσουσας εταιρείας κατά της 5995/2016 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της σιωπηρής απόρριψης ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε κατά της 28/19-3-2009 πράξης της Διεύθυνσης Τιμών, Τροφίμων και Ποτών του Υπουργείου Ανάπτυξης περί βεβαίωσης προστίμου ύψους 192.000 ευρώ λόγω παρεμπόδισης ελέγχου κατά το άρθρο 30 § 14 του Αγορανομικού Κώδικα. Η στοιχειοθέτηση της παράβασης που τυποποιείται στην ανωτέρω διάταξη, προϋποθέτει συμπεριφορά του ελεγχομένου, δηλαδή πράξεις ή παραλείψεις του είτε κατά τη διάρκεια είτε και πριν την έναρξη συγκεκριμένου ελέγχου, που έχει ως συνέπεια την με οποιονδήποτε τρόπο παρεμπόδιση των ελεγκτικών οργάνων στη διεξαγωγή του ελέγχου κατά τρόπο αποτελεσματικό. Αντιθέτως, δεν εμπίπτει στην κατ’ άρθρο 30 § 14 έννοια της «παρεμπόδισης ελέγχου» και δεν επισύρει την προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό κύρωση, η παράβαση εκ μέρους του ελεγχόμενου υποχρεώσεων που προβλέπονται και τυποποιούνται αυτοτελώς σε άλλες διατάξεις της αγορανομικής νομοθεσίας, ακόμη και αν αποσκοπούν στη διευκόλυνση και άμεση ολοκλήρωση των αγορανομικών ελέγχων, ο καταλογισμός των οποίων γίνεται επί τη βάσει των κυρωτικών ρυθμίσεων που έχουν θεσπισθεί και αφορούν στις υποχρεώσεις αυτές. Συνεπώς, η διαπίστωση, κατά τη διενέργεια ελέγχου, ότι ο ελεγχόμενος δεν έχει αναγράψει στα δελτία αποστολής τις τιμές πώλησης ειδών, κατά παράβαση της αυτοτελούς υποχρέωσης που εισάγεται με το άρθρο 17 της ΑΔ 14/1989, δεν συνιστά «παρεμπόδιση ελέγχου» κατά την έννοια του άρθρου 30 § 14 του Αγορανομικού Κώδικα, αλλά αποτελεί «παράβαση εκδιδόμενης αγορανομικής διάταξης» κατά το άρθρο 30 § 15 του ίδιου Κώδικα, η κύρωση της οποίας δεν ρυθμιζόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο από τις διατάξεις του ν. 3668/2008 (ως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους δυνάμει του Ν. 4072/2012) και της θεσπισθείσης κατ’ εξουσιοδότησή τους Υ.Α. 5900/2008, αλλά από άλλες διατάξεις της αγορανομικής νομοθεσίας. Κατόπιν τούτου, η κρίση του δικάσαντος εφετείου, σύμφωνα με την οποία η μη αναγραφή της τιμής πώλησης ειδών στα δελτία αποστολής κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 17 της ΑΔ 14/1989 (και όχι του ν. 3668/2008 όπως εκ παραδρομής διαλαμβάνεται στη μείζονα σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης), συνιστά «παρεμπόδιση ελέγχου» κατά την έννοια του άρθρου 30 παρ. 14 του Αγορανομικού Κώδικα και επισύρει την προβλεπόμενη για την παράβαση αυτή κύρωση που προβλέπεται στην κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 3668/2008 υπουργική απόφαση, κρίθηκε ότι στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Και τούτο, ανεξαρτήτως της δυνατότητας της Διοίκησης να επιβάλλει κύρωση στην επιχείρηση για παράβαση άλλων διατάξεων της αγορανομικής νομοθεσίας, όπως εν προκειμένω. Κατόπιν τούτων το ΣτΕ δέχτηκε την αίτηση.