3 Σεπ 2024
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση α) της υπ’ αριθμ. 16344/ΕΥΣ2869/16.4.2010 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Επενδύσεων και Ανάπτυξης του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε πρόταση της αιτούσας να υπαχθεί σε δράση χρηματοδοτικής ενίσχυσης επιστημόνων ελευθέρων επαγγελματιών, εκπονηθείσα στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (Ε.Σ.Π.Α.) 2007-2013, και β) της υπ’ αριθμ. …/26.10.2010 απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων του ιδίου Υπουργείου, απορριπτικής της από 8.7.2010 ένστασης της αιτούσας κατά της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης. Το ΣτΕ απέρριψε τον ισχυρισμό της Διοικήσεως, με τον οποίο κατ’ ουσίαν προβαλλόταν ότι δεν νοείται αιτιολόγηση των ατομικών διοικητικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται βάσει ηλεκτρονικής αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων διότι δεν είναι δυνατή η αμφισβήτηση της επιστημονικής αξιοπιστίας της όλης διαδικασίας. Και τούτο διότι, το ζήτημα που ανακύπτει, καταρχήν, σε περίπτωση αμφισβήτησης ατομικής διοικητικής πράξης εκδιδόμενης εν όλω ή εν μέρει βάσει ηλεκτρονικής αυτοματοποιημένης διαδικασίας δεν συνάπτεται με την τεχνολογική αρτιότητα του οικείου λογισμικού ή του υλικού εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε στην σχετική διαδικασία, αλλά με την εν γένει νομιμότητα της διοικητικής πράξης, δηλαδή, με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των νομίμων προϋποθέσεων του κανόνα δικαίου που διέπει την έκδοσή της. Η υποχρέωση της Διοίκησης να αιτιολογεί τις ατομικές αποφάσεις της αποτελεί άλλωστε συστατικό στοιχείο του κράτους δικαίου συναπτόμενη με τις αρχές της διαφάνειας και της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, αλλά και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, συναφώς δε το άρθρο 17 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας θεσπίζει τον γενικό κανόνα ότι η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. Έχει δε ο κανόνας αυτός, μεταξύ άλλων, την ειδικότερη έννοια ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης της νομιμότητας ατομικής διοικητικής πράξης εκδοθείσας εν όλω ή εν μέρει βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, πρέπει να προκύπτουν από την εκδιδόμενη επί της σχετικής ενστάσεως απόφαση τόσο τα κρίσιμα στάδια των μαθηματικών υπολογισμών στους οποίους προέβη η Αρχή, όσο και τα πραγματικά στοιχεία (μεταβλητές) που ελήφθησαν συναφώς υπόψη, ώστε αφενός μεν ο διοικούμενος να είναι σε θέση να διαπιστώσει εάν τηρήθηκαν στην περίπτωσή του οι προβλεπόμενες από τους οικείους κανόνες δικαίου προϋποθέσεις εξέτασής της, αφετέρου δε ο δικαστής να είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικώς τον σχετικό δικαστικό έλεγχο. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, ότι στην αρχική πράξη απόρριψης της πρότασης της αιτούσας να λάβει επιχορήγηση από το πρόγραμμα ενίσχυσης ελεύθερων επαγγελματιών παρετίθετο μόνο η συνολική βαθμολογία που έλαβε η πρότασή της, χωρίς καμία περαιτέρω ανάλυση αυτής, και δεύτερον, ότι οι μόνες μεταβλητές που εφαρμόζονται στους σχετικούς μαθηματικούς τύπους είναι τα φορολογικά δεδομένα των δυνητικών δικαιούχων (δηλαδή, τα καθαρά και ακαθάριστα έσοδά τους των φορολογικών ετών 2008-2009), καθώς και οι διάμεσοι καθαρών και ακαθαρίστων εσόδων από ελεύθερο επάγγελμα της αντίστοιχης με τον υποψήφιο κατηγορίας ελευθέρων επαγγελματιών για τα ίδια έτη, η Διοίκηση υποχρεούτο, επ’ αφορμή της εξέτασης της ένστασης της αιτούσας, να ελέγξει αν οι κρίσιμες μεταβλητές πράγματι εφαρμόσθηκαν και υπολογίσθηκαν ορθώς στην περίπτωση της αιτούσας κατά την διαδικασία αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, παραθέτοντας σχετική προς τούτο αιτιολογία. Εν τούτοις, κατά παράβαση των άρθρων 8 και 9 της Προκήρυξης και της γενικής υποχρέωσης αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων, η Διοίκηση απέρριψε αναιτιολόγητα την ένσταση της αιτούσας χωρίς να προβεί στην ουσιαστική εξέταση των σχετικών αιτιάσεων, αναφέροντας απλώς ότι εφαρμόσθηκε κατά γράμμα η διαδικασία αξιολόγησης που προβλέπεται στο Παράρτημα ΣΤ της Προκήρυξης, υπό την εσφαλμένη, προφανώς, αντίληψη, ότι στην περίπτωση διοικητικών πράξεων παραγόμενων εν όλω ή εν μέρει με ηλεκτρονική αυτοματοποιημένη διαδικασία δεν υφίσταται περιθώριο εσφαλμένης εφαρμογής κανόνα δικαίου (εν προκειμένω των διατάξεων του Παραρτήματος ΣΤ της Προκήρυξης). Αλλά και κατά το δεύτερο σκέλος της, κατά το οποίο η ένσταση ήταν απορριπτέα διότι η ήδη αιτούσα «δεν [επισύναψε] προς τεκμηρίωση τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία», η παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως προεχόντως διότι δεν προσδιορίζονται ούτε προκύπτουν τα στοιχεία αυτά. Το Δικαστήριο δέχτηκε την αίτηση.