18 Σεπ 2024
Ο αναιρεσείων επιδιώκει την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 866/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 3810/2013 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή ανακοπή που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων. Αναλυτικά, ο αναρεσείων, υπό την ιδιότητά του νόμιμου εκπροσώπου ναυτικής εταιρείας, επιδιώκει την ακύρωση ατομικών ειδοποιήσεων, με τις οποίες είχε κληθεί να καταβάλει προ κατασχέσεως, συνολικό ποσό 3.181.268,81 ευρώ, για την ικανοποίηση χρεών προερχομένων από πρόστιμα του Κ.Β.Σ., οφειλές Φ.Π.Α., πρόστιμα Φ.Π.Α., πρόστιμα λιμενικής αρχής, πρόστιμα φορολογίας εισοδήματος και έξοδα διοικητικής εκτέλεσης της ανωτέρω εταιρείας προς το επισπεύδον Ελληνικό Δημόσιο. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων άσκησε ανακοπή κατά των ταμειακών βεβαιώσεων της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς εις βάρος της εταιρείας με την επωνυμία «Σ.Ν.», με τον ισχυρισμό ότι ουσιαστικά και πραγματικά ουδέποτε υπήρξε νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας και ουδέποτε απεδέχθη μία τέτοια ιδιότητα, αρνούμενος ότι είχε οιαδήποτε μετοχική σχέση με την εταιρεία, πλην αυτής της υπαλληλικής του ιδιότητας (δηλαδή του λογιστή), ενώ η συμμετοχή του στη διοίκηση της ναυτικής εταιρείας υπήρξε απλώς τυπική. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν εφετείο έκρινε ως μη δυνατή την άρνηση τόσο της ιδιότητας των φερόμενων στο μητρώο της ναυτικής εταιρείας ως εκπροσώπων αυτής, όσο και των ευθυνών που προκύπτουν από την ιδιότητα αυτή, παρά μόνον αν επικαλεσθούν και αποδείξουν είτε ότι αγνοούσαν τον ορισμό τους ως εκπροσώπων της εταιρείας είτε ότι δεν τον αποδέχθηκαν είτε ότι η δημόσια αρχή τελούσε σε γνώση πράξεων ή γεγονότων μη αναγραφομένων στη μερίδα της ναυτικής εταιρείας που είχαν ως αποτέλεσμα αυτοί να πάψουν κατά νόμο να την εκπροσωπούν λόγω ανάληψης της εκπροσώπησής της από άλλους. Ειδικότερα, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι, ενώ πρόκειται για την 3810/2013 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναφέρεται η Α87/2013 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, λόγος που κρίθηκε αβάσιμος από το Δικαστήριο, διότι εκ προφανούς παραδρομής το δικάσαν εφετείο μνημόνευσε την 87/2013 απόφαση αντί της πράγματι εκκαλουμένης 3810/2013, ενώ το γεγονός αυτό δεν συνιστά πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλομένης. Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός περί αντίθεσης προς την 1101/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, την 2962/2014 αμετάκλητη απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και το από 13.2.2015 κλητήριο θέσπισμα είναι αβάσιμος, διότι η μεν απόφαση του Αρείου Πάγου, που έκρινε επί ζητήματος ποινικής ευθύνης και όχι αλληλέγγυας αστικής ευθύνης, δεν έκρινε επί του ίδιου ζητήματος και η απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, καθώς και το κλητήριο θέσπισμα δεν αποτελούν αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Τέλος, η από 1623/2016 απόφαση του ΣτΕ, της οποίας γίνεται επίκληση ως αντίθετης, αφορά την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου περί παραγραφής και, συνεπώς, αφορά ζήτημα το οποίο δεν είναι κρίσιμο για την επίλυση της υπόθεσης. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.