7 Νοε 2024
Η αναιρεσείουσα εταιρεία («Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος Α.Ε.») στρέφεται κατά του Δήμου Θεσσαλονίκης επιδιώκοντας την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1889/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας απερρίφθη προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της από 5.10.2007 απόφασης του Αντιδημάρχου Οικονομικών του Δήμου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία απόφαση επεβλήθησαν σε βάρος της αναιρεσείουσας δημοτικά τέλη και πρόστιμο, ύψους 399.369 και 798.738 ευρώ αντιστοίχως, τα οποία προέκυψαν από αυθαίρετη κατάληψη κοινόχρηστων δημοτικών χώρων για την εγκατάσταση θαλάμων καρτοτηλεφώνων. Παράλληλα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απερρίφθη το αίτημα περί επιστροφής, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, των άμεσα βεβαιωθέντων σε βάρος της αναιρεσείουσας ποσών τελών και προστίμου (479.242,80 ευρώ). Κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, ο Ν. 2867/2000, δυνάμει του οποίου επιχειρήθηκε η απελευθέρωση της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, προέβλεψε ότι όλες οι τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν τους κοινόχρηστους δημοτικούς χώρους και το υπέδαφος αυτών, κατόπιν ειδικής άδειας της Ε.Ε.Τ.Τ. (8 §4). Ωστόσο, κατά την απουσία ειδικής πρόβλεψης σχετικά με την καταβολή τελών στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για τη χρήση της επιφάνειας και του υπεδάφους των κοινοχρήστων χώρων της διοικητικής τους περιφέρειας, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 13 του β.δ/τος της 24.9/20.10.1958 για την επιβολή τέλους παραχώρησης κοινόχρηστων δημοτικών χώρων στους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 13 της Οδηγίας 2002/21/ΕΚ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω τέλη είναι αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και λαμβάνουν υπόψη τους στόχους των διατάξεων της Οδηγίας. Άλλωστε, κατά τη σχετική ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων της Οδηγίας από το ΔΕΕ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να επιβάλλουν άλλες επιβαρύνσεις ή τέλη για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πέραν αφενός μεν των τελών του άρθρου 12 της Οδηγίας που καλύπτουν τις δαπάνες εφαρμογής του συστήματος αδειών, αφετέρου δε των πρόσθετων τελών που, βάσει του άρθρου 13 αυτής, μπορούν να επιβληθούν για την παραχώρηση δικαιωμάτων χρήσης σπάνιων πόρων και εγκατάστασης διευκολύνσεων, αναγκαίων, δηλαδή, υποδομών για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εγκατεστημένων υπεράνω ή υποκάτω κοινοχρήστων χώρων. Παράλληλα, με τον Κανονισμό της Ε.Ε.Τ.Τ., με τον οποίο καθορίσθηκε η μέθοδος υπολογισμού των τελών διέλευσης και χρήσης δικαιωμάτων διέλευσης που καταβάλλονται για την εγκατάσταση, επέκταση και συντήρηση τηλεπικοινωνιακών υποδομών και δικτύων εντός της ελληνικής επικράτειας, καθορίστηκαν τα τέλη χρήσης δικαιωμάτων διέλευσης, που αφορούν μεταγενέστερα της δημοσίευσής του έτη, ανεξαρτήτως του χρόνου εγκατάστασης των σχετικών δικτύων ή ευκολιών, τα οποία επιβάλλονται στους παρόχους δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στους οποίους χορηγούνται δικαιώματα διέλευσης επί ή υπέρ της επιφάνειας ή στο υπέδαφος χώρων που ανήκουν, μεταξύ άλλων, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή είναι κοινόχρηστοι. Η απαγόρευση επιβολής, πλην των κατ’ άρθρο 29 παρ. 6 του Ν. 3431/2006 τελών, πρόσθετων οικονομικών επιβαρύνσεων για την παραχώρηση δικαιωμάτων διέλευσης επί κοινοχρήστων δημοτικών χώρων ισχύει τόσο για τηλεπικοινωνιακές υποδομές (π.χ. στύλοι και υπαίθριοι κατανεμητές) - για την εγκατάσταση των οποίων η αναιρεσείουσα, τουλάχιστον μέχρι την κατάργηση του καθεστώτος αποκλειστικών προνομίων που αυτή απολάμβανε δεν είχε την υποχρέωση προς καταβολή δημοτικών τελών δυνάμει της ρητής απαλλακτικής ρήτρας της σχετικής σύμβασης παραχώρησης τηλεφωνικών υπηρεσιών - όσο και για τα καρτοτηλέφωνα, τα οποία, ως αναγκαίες υποδομές και συναφείς ευκολίες για την παροχή κοινόχρηστης φωνητικής τηλεφωνίας, εντάσσονται στο δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών υπηρεσιών και αποτελούν μία από τις υποχρεώσεις κοινής ωφέλειας που η αναιρεσείουσα, υπό την ιδιότητά της ως παρόχου καθολικής υπηρεσίας, υποχρεούται να εξασφαλίζει στο κοινό. Μάλιστα, η αδράνεια του κανονιστικού νομοθέτη να καθορίσει τη μέθοδο υπολογισμού και τη διαδικασία είσπραξης των ειδικών τελών δεν μπορεί να καταστήσει ανενεργή την κατ’ άρθρο 29 §11 του Ν. 3431/2006 απαγόρευση και, συνεπώς, να οδηγήσει σε προσωρινή παράταση της δυνατότητας επιβολής στους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους και άλλων οικονομικών επιβαρύνσεων, πέραν των ρητώς επιτρεπομένων εκ του νόμου. Τα συγκεκριμένα τέλη, διαφοροποιούμενα ανά οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν καθορίζονται κατ’ ενιαίο τρόπο για όλη την επικράτεια της χώρας, δεν προσδιορίζονται επί τη βάσει των προβλεπομένων στην τηλεπικοινωνιακή νομοθεσία κριτηρίων, ούτε, άλλωστε, εξυπηρετούν τους στόχους της εθνικής και ενωσιακής πολιτικής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Ανεξαρτήτως αν τα καρτοτηλέφωνα εμπίπτουν στην έννοια των διευκολύνσεων επί του εδάφους, για την εγκατάσταση των οποίων ο κανονισμός της Ε.Ε.Τ.Τ. προβλέπει απαλλαγή από τα τέλη, η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κρίθηκε εσφαλμένη από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι, εν αντιθέσει με όσα δέχθηκε το δικάσαν διοικητικό εφετείο, η αναιρεσείουσα δεν είχε την υποχρέωση, κατά το επίμαχο έτος (2007), προς καταβολή δημοτικών τελών χρήσης κοινοχρήστων χώρων για την εγκατάσταση καρτοτηλεφώνων. Καταληκτικά, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση, αναίρεσε την υπ’ αριθμ. 1889/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και ακύρωσε την υπ’ αριθμ. 6752/5.10.2007 απόφαση του Αντιδημάρχου Οικονομικών του Δήμου Θεσσαλονίκης.