18 Φεβ 2025
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 3773/2018 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) κατά της 1815/2017 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή προσφυγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ακυρώθηκε η …/Συν…/20.9.2011 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (ΤΔΕ) του Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Περιστερίου και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο αρμόδιο όργανο, προκειμένου να εξετασθεί το νόμω και ουσία βάσιμο του αιτήματος της αναιρεσίβλητης. Με την ως άνω δε απόφαση της ΤΔΕ είχε απορριφθεί ένσταση της αναιρεσίβλητης κατά της …/…/27.1.2010 απόφασης του Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος, με την οποία είχε απορριφθεί η …/…/…/27.1.2010 αίτηση αυτής, ως κληρονόμου (μία εκ των κληρονόμων) του αποβιώσαντος την 12.5.2006 πατέρα της - συνταξιούχου του ως άνω Ιδρύματος- σχετικά με την επιστροφή του ποσού της ειδικής μηνιαίας εισφοράς υπέρ του Λογαριασμού Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΛΑΦΚΑ), που είχε παρακρατηθεί από τη σύνταξή του για το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 30.6.2004. Το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην έρευνα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου λόγου αναίρεσης μόνον εφόσον θεμελιώνεται το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως, με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των §§ 3 και 4 του άρθρου 53 του Π.Δ. 18/1989, δηλαδή, όταν άγεται ενώπιόν του διαφορά χρηματικού αντικειμένου ύψους ανώτερου των 40.000 ευρώ ή διαφορά που δεν είναι χρηματικού αντικειμένου και η αναιρετική δίκη ανοίγει κατόπιν προβολής βάσιμου ισχυρισμού περί άρσης του απαραδέκτου οποιουδήποτε εκ των λόγων αναίρεσης. Τούτο ισχύει και προκειμένου για δικονομικές πλημμέλειες των δικαστικών αποφάσεων, όπως η τήρηση της προβλεπόμενης ενδικοφανούς διαδικασίας, το εκκλητό ή μη της πρωτοδίκως εκδοθείσας απόφασης και η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του εκδόντος δικαστηρίου (η κατά τόπο αρμοδιότητα δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως), εφόσον δεν άπτονται των ζητημάτων που ρυθμίζονται από τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων των άρθρων 94 § 1 και 95 §§ 1 και 3. Η ρύθμιση δε αυτή δεν αντίκειται στην αρχή του νόμιμου δικαστή (Μειοψ.). Η κρινόμενη αίτηση, ως εκ του χρόνου άσκησής της (κατάθεση στη Γραμματεία του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στις 21.3.2022), διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 12 § 1 του Ν. 3900/2010. Με την αίτηση δε αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά, η οποία έχει χρηματικό αντικείμενο, το οποίο αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των εισφορών υπέρ ΛΑΦΚΑ που είχαν παρακρατηθεί κατά τη χρονική περίοδο από 1.1.1999 έως 30.6.2004 από τη σύνταξη του πατέρα της αναιρεσίβλητης, την επιστροφή των οποίων είχε ζητήσει η τελευταία με την από 2.1.2010 αίτησή της. Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της διαφοράς, που άγεται προς εκδίκαση με την υπό κρίση αίτηση, είναι αμιγώς χρηματικό, όπως, δε προκύπτει από το υπ’ αριθ. πρωτ. ΣτΕ ΕΠ…/29.5.2023 σημείωμα του ήδη e-ΕΦΚΑ (Τοπική Διεύθυνση Α΄ Δυτικού Τομέα Αθήνας) προς το Δικαστήριο, το ύψος αυτού ανέρχεται σε 287,40 ευρώ, δηλαδή υπολείπεται του κατά τον νόμο ορίου των 40.000 ευρώ. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκείται απαραδέκτως λόγω του ύψους ποσού της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις της § 4 του άρθρου 53 του Π.Δ. 18/1989, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το δικάσαν δικαστήριο εκδίκασε την έφεση επί ανέκκλητης απόφασης (άρθρο 92 του ΚΔιοικΔ) καθόσον το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί ζήτημα εξεταζόμενο αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, το οποίο αίρει κατ’ εξαίρεση το απαράδεκτο των διατάξεων των §§ 3 και 4 του άρθρου 53 Π.Δ. 18/1989. Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενοι από το αναιρεσείον ισχυρισμοί της § 3 του άρθρου 53 περί άρσης του απαραδέκτου κρίθηκαν απορριπτέοι ως αλυσιτελείς. (Μειοψ.). Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση.