16 Οκτ 2024
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της 2ΓΕ/2019 προκήρυξης του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, με την οποία κλήθηκαν εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να υποβάλουν αίτηση για τη διαδικασία κατάταξης με σειρά προτεραιότητας, κατά κλάδο και ειδικότητα, για την πλήρωση των κενών θέσεων εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης, καθώς και για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των οικείων βαθμίδων εκπαιδεύσεως, κατά το μέρος που η ως άνω προκήρυξη εξαιρεί από τη μοριοδότηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας των υποψηφίων την πραγματική προϋπηρεσία στην ιδιωτική εκπαίδευση, εκτός εάν ο ιδιωτικός εκπαιδευτικός έχει απολυθεί λόγω κατάργησης της σχολικής μονάδας, τάξης ή τμήματος ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Με τις διατάξεις των άρθρων 53 επ. του Ν. 4589/2019 υιοθετείται πάγιο σύστημα προσλήψεων εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση, το οποίο αποτελεί σύστημα μοριοδότησης προσόντων και βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στο κριτήριο της πιστοποιούσας την εμπειρία του υποψήφιου εκπαιδευτικού εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας (που μπορεί να αποφέρει 120 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο, όσο και τα ακαδημαϊκά προσόντα). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των περ. στ΄ και ζ΄ της παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 4589/2019, οι οποίες επαναλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Δ΄ της ένδικης προκήρυξης, ο νομοθέτης έθεσε ως κριτήριο, μεταξύ άλλων, για την επιλογή των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, την προγενέστερη εμπειρία του υποψηφίου ως αναπληρωτή στη δημόσια εκπαίδευση, κατ’ εξαίρεση δε και στην ιδιωτική. Όπως έχει κριθεί, το κριτήριο της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας αποτελεί γενικό και αντικειμενικό κριτήριο επιλογής, συνάπτεται με την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν με επιτυχία τα εκπαιδευτικά καθήκοντά τους και συνάδει με τις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, στο προκείμενο δε σύστημα διορισμού, το οποίο δεν βασίζεται σε γραπτή διαγωνιστική διαδικασία, αλλά σε μοριοδότηση βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων, ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προϋπηρεσία των υποψηφίων, ως στοιχείο της κτηθείσας εκπαιδευτικής εμπειρίας αυτών. Εξ άλλου, η μοριοδότηση της προϋπηρεσίας κατά βάσιν στη δημόσια εκπαίδευση αποτελεί, κατά το σύστημα του νόμου, σημαντικό κίνητρο προς τους ενδιαφερόμενους να διορισθούν ως εκπαιδευτικοί, ώστε προ του διορισμού τους να απασχοληθούν ως αναπληρωτές και με τον τρόπο αυτόν να συνεισφέρουν στην ομαλή λειτουργία των δημόσιων σχολείων, καλύπτοντας τα κενά που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού έτους στη δημόσια εκπαίδευση ή διασφαλίζοντας τη διδασκαλία μαθημάτων των οποίων οι προβλεπόμενες ώρες διδασκαλίας δεν δικαιολογούν τον διορισμό μόνιμου εκπαιδευτικού. Για τον λόγο αυτόν νομίμως ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να διαφοροποιήσει την προϋπηρεσία που έχει παρασχεθεί στη δημόσια εκπαίδευση σε σχέση με εκείνην που έχει παρασχεθεί στην ιδιωτική. Ωστόσο, εφ’ όσον η εκπαιδευτική προϋπηρεσία γενικώς αποτελεί κριτήριο επιλογής που συνάδει με τις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, λαμβανομένων υπ’ όψιν της κατά το Σύνταγμα και τον νόμο συνάφειας της δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και της ταυτότητας των προσόντων των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σ’ αυτές, καθώς και της αναγνώρισης της ιδιωτικής προϋπηρεσίας σε ειδικές περιπτώσεις, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι αυτή, κατ’ αρχήν, ποιοτικά δεν διαφοροποιείται από την παρασχεθείσα σε δημόσια εκπαιδευτήρια, η καθ’ ολοκληρίαν μη μοριοδότηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4589/2019, κατά τη διαδικασία σύνταξης των πινάκων κατάταξης, της προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις της απόλυσης λόγω κατάργησης της σχολικής μονάδας, τάξης ή τμήματος ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ρύθμιση η οποία, άλλωστε, αποβλέπει στην προστασία της εργασίας και όχι στη στελέχωση των σχολικών μονάδων, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας οι οποίες διέπουν την απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία και υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου που έγκειται στον διορισμό στη δημόσια εκπαίδευση των πλέον άξιων και έμπειρων από τους υποψηφίους, ώστε να εκπληρωθεί με τον λυσιτελέστερο τρόπο η εκ του άρθρου 16 § 2 του Συντάγματος κρατική υποχρέωση προς παροχή παιδείας υψηλού επιπέδου. Μόνη δε η διαφοροποίηση στον τρόπο πρόσληψης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, δεν αποτελεί επαρκές αιτιολογικό έρεισμα της μη αναγνώρισης της προϋπηρεσίας αυτών, δοθέντος ότι πρόκειται για κριτήριο το οποίο δεν συνάπτεται με την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν εκπαιδευτικό έργο. Εξ άλλου, σε προηγουμένως ισχύσαντα πάγια συστήματα διορισμού, βασιζόμενα σε διαγωνιστική διαδικασία (ασχέτως της εν τοις πράγμασι πλήρους ή μη εφαρμογής αυτών), η προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης λαμβανόταν υπ’ όψιν και εμοριοδοτείτο, στοιχείο που επίσης ενισχύει την αντίληψη ότι, κατ’ αρχήν, η προϋπηρεσία στη δημόσια εκπαίδευση δεν είναι ποιοτικά διάφορη από αυτήν στον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης. Τέλος, είναι μεν θεμιτό ο νομοθέτης να επιδιώκει να ενισχύσει όσους έχουν υπηρετήσει ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι στη δημόσια εκπαίδευση και ως εκ τούτου διαθέτουν σημαντική εμπειρία ειδικώς σ’ αυτήν, έχουν δε προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στο δημόσιο σχολείο, ιδίως κατά την προηγηθείσα μακρά περίοδο, κατά την οποία, λόγω σοβαρότατων δημοσιονομικών περιορισμών ήταν εξαιρετικά δυσχερής έως αδύνατη η εφαρμογή παγίου συστήματος διορισμών, και ενδεχομένως να προβλέψει ευνοϊκότερο τρόπο υπολογισμού της έναντι της παρασχεθείσας στον ιδιωτικό τομέα, πλην τούτο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε κατ’ ουσίαν παντελή παραγνώριση της προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση, δοθέντος μάλιστα ότι το σύστημα προσλήψεων του ν. 4589/2019 αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην εκπαιδευτική εμπειρία. Επομένως, ο λόγος ακύρωσης, με τον οποίον προβάλλεται αντισυνταγματικότητα της περ. ζ΄ της παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 4589/2019 και του ομοίου περιεχομένου αντίστοιχου όρου του Κεφαλαίου Δ΄ της προκήρυξης, κατά το μέρος που προβλέπουν τη μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας των υποψηφίων στην ιδιωτική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παρά μόνον στις κατά τα ανωτέρω εξαιρετικές περιπτώσεις, έγινε δεκτός. (Μειοψ.).