7 Φεβ 2025
Με την κρινόμενη ανακοπή ζητήθηκε η ακύρωση των υπ’ αριθ. … [6 συνολικά, με τις προσαυξήσεις] πράξεων ταμειακής βεβαίωσης του Δήμου Θάσου, εκδοθεισών επί τη βάσει των υπ’ αριθ. …/21.2.2008 (οι πρώτη και δεύτερη εξ αυτών), …/6.5.2009 (οι τρίτη και τέταρτη) και …/6.5.2009 (οι πέμπτη και έκτη) βεβαιωτικών καταλόγων. Οι ως άνω οφειλές προέρχονται, σύμφωνα με την από 14.2.2022 «Καρτέλα Συναλλασσομένου» του ανωτέρω Δήμου, από την επιβολή τελών παρεπιδημούντων ετών 2003 έως 2005 και των συναφών με αυτά προστίμων. Η ανακόπτουσα εταιρεία ειδοποιήθηκε για την βεβαίωση των ως άνω οφειλών με την από 10.1.2022 ατομική ειδοποίηση της Ταμειακής Υπηρεσίας του καθ’ ου η ανακοπή Δήμου Θάσου, όπως αυτές (οι οφειλές) παρατίθενται στον ενσωματωμένο στην εν λόγω ατομική ειδοποίηση σχετικό πίνακα με εμφαινόμενους αριθμούς χρηματικού καταλόγου 250, 267, 294, 296, 271 και 272 αντιστοίχως.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ότι κοινοποιήθηκαν προσηκόντως και εγκαίρως, ήτοι πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων ταμειακών (εν στενή εννοία) βεβαιώσεων, οι αντίστοιχες εγγραφές σε χρηματικούς-βεβαιωτικούς καταλόγους του καθ’ ου. Ειδικότερα, όσον αφορά τις οφειλές της ανακόπτουσας από τέλη και αντίστοιχα πρόστιμα παρεπιδημούντων για τα έτη 2003 και 2004, το από 4.12.2008 αποδεικτικό -επέχον θέση έκθεσης επίδοσης- για την επίδοση του υπ’ αριθ. …/19.11.2008 σχετικού αποσπάσματος βεβαιωτικού καταλόγου του Δήμου Θάσου, δεν φέρει τα στοιχεία εκείνα που ορίζονται στις παρατιθέμενες στη πέμπτη σκέψη της παρούσας διατάξεις του Κ.Δ.Δ. Ειδικότερα, στο αποδεικτικό αυτό, στο οποίο αναφέρεται η ίδια η ανακόπτουσα ως το (νομικό) πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο, εξ ου παρέπεται ότι έπρεπε να αναγράφεται ως τόπος επίδοσης η έδρα αυτής, στην Ποταμιά Θάσου, αναγράφεται ως τόπος επίδοσης η Καλλιράχη της Θάσου. Περαιτέρω και συναφώς προς τούτο, δεν προκύπτει σαφώς το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο ούτε η ιδιότητα με την οποία το παρέλαβε. Συγκεκριμένα, υπό την ένδειξη «Ο παραλαβών» έχει προστεθεί χειρογράφως η σημείωση «Η σύζυγος», και κάτωθεν έχει τεθεί υπογραφή, χωρίς όμως μνεία των στοιχείων της φερόμενης ως υπογράφουσας. Εφόσον, δε, ήθελε υποτεθεί ότι η επίδοση έγινε στην οικία τινός από τους εκκαθαριστές αυτής, πέραν του ότι δεν προσδιορίζεται σε ποιον από τους δύο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο ούτε προκύπτει, κατά τα ανωτέρω, τίνος η σύζυγος παρέλαβε το έγγραφο, σε κάθε περίπτωση δεν βεβαιώνεται ότι η παραλαβούσα ήταν σύνοικος του προς ον η επίδοση εκκαθαριστή. Συνεπώς, η κατά τα ανωτέρω επίδοση του προρρηθέντος αποσπάσματος χρηματικού καταλόγου δεν είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, λογίζεται ως μη γενόμενη από άποψη παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων. Επιπλέον, όσον αφορά τις οφειλές από τέλη παρεπιδημούντων και επιβολή σχετικού προστίμου για το έτος 2005, ο καθ’ ου, καίτοι ισχυρίζεται γενικώς ότι κοινοποιήθηκαν στην ανακόπτουσα αποσπάσματα χρηματικού - βεβαιωτικού καταλόγου, δεν επικαλείται με ορισμένο τρόπο ούτε έχει συμπεριλάβει στα στοιχεία του φακέλου σχετικά αποδεικτικά επίδοσης. Είναι δε νομικώς αδιάφορο, εν προκειμένω, το επικαλούμενο από τον καθ’ ου γεγονός ότι προηγήθηκε η —εν τέλει ανεπιτυχής- ρύθμιση των οφειλών της ανακόπτουσας από τέλη παρεπιδημούντων για τα έτη 2003 και 2004, κατόπιν της από 16.12.2005 σχετικής αίτησής της, διότι, σε κάθε περίπτωση, δεν αρκεί η υπό του οφειλέτη απλή γνώση της επιβολής του δημοτικού φόρου, τέλους, προστίμου κ.λπ., αλλά απαιτείται η κοινοποίηση σε αυτόν του σχετικού αποσπάσματος εγγραφής στον οικείο βεβαιωτικό κατάλογο. Ενόψει των ανωτέρω και δοθέντος ότι o καθ’ ου η ανακοπή Δήμος, δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης περί της νομότυπης και έγκαιρης, ήτοι πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων ταμειακών βεβαιώσεων, κοινοποίησης των οικείων αποσπασμάτων των σχετικών με τις εν θέματι οφειλές της ανακόπτουσας βεβαιωτικών καταλόγων, με αποτέλεσμα οι ταμειακές βεβαιώσεις των εν λόγω οφειλών να διενεργηθούν προώρως σε βάρος της, ήτοι πριν από την κατά νόμον απαιτούμενη οριστικοποίηση των νόμιμων τίτλων επί των οποίων ερείδεται η νομιμότητά τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν, κατ’ αποδοχή ως βασίμου του σχετικού λόγου της υπό κρίση ανακοπής.