Πρόσφατη νομολογία


22 Φεβ 2022

ΓνμδΕισΑΠ 2/2022: Σύμφωνη με το άρθρο 89 του Συντάγματος η διενέργεια από Εισαγγελικό Λειτουργό πειθαρχικής εξέτασης σε βάρος σωφρονιστικού προσωπικού

Ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σχετικά με τη συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρ. 3 παρ. 18 Ν. 2479/1997, που αφορά τη διενέργεια από Εισαγγελικό Λειτουργό πειθαρχικής προκαταρκτικής εξέτασης για πειθαρχικά παραπτώματα του προσωπικού των καταστημάτων κράτησης.

Ειδικότερα, η πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση διενεργείται από εισαγγελικό λειτουργό, μετά από παραγγελία του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ή του Γενικού Γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής (άρθρ. 15 παρ. 10 εδ. α΄του Ν. 2298/1995 όπως ισχύει). Παραλλήλως, διενεργείται και αυτεπαγγέλτως από τον επόπτη Εισαγγελέα των φυλακών (άρθρ. 567 του νέου ΚΠΔ). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, μετά το πέρας της προκαταρκτικής, η δικογραφία διαβιβάζεται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο για την άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης, δηλαδή εν προκειμένω στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ανάλογα καθήκοντα έχει ο εισαγγελέας και σε άλλες περιπτώσεις, όπως σε πειθαρχικά αδικήματα ιατροδικαστών (άρθρ. 75 παρ. 2 Ν. 3659/2008), ή ακόμα περισσότερο αστυνομικών οργάνων (άρθρ. 9 Ν. 1756/1988). Ομοίως πειθαρχική δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο σε βάρος οργάνων επίδοσης (κατ’ άρθρ. 164 ΚΠΔ).

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 89 του Συντάγματος, απαγορεύεται η άσκηση διοικητικών καθηκόντων από δικαστικούς λειτουργούς. Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι η ενίσχυση της προσήλωσης των δικαστικών λειτουργών στα υπηρεσιακά τους έργα και η ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης. Επιπλέον, η ενίσχυση της λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, η οποία ενδέχεται να συρρικνωθεί με την εμπλοκή τους στην ενεργό διοίκηση. Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 89, επιτρέπεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό έλεγχο, ακριβώς επειδή ο συνταγματικός νομοθέτης επιθυμεί την συνδρομή της δικαστικής ανεξαρτησίας, αμεροληψίας, γνώσης και ευθυκρισίας στις νευραλγικές αυτές διοικητικές υποθέσεις, που είναι απολύτως συναφείς με το δικαστικό έργο. Εξάλλου, είναι σαφές ότι, αν και η πειθαρχική διαδικασία είναι διοικητική, εντούτοις έχει στενή συνάφεια με την ποινική και τα όρια μεταξύ τους είναι δυσδιάκριτα. Μάλιστα, όπως είναι γνωστό, το ΕΔΔΑ κρίνει τον ποινικό χαρακτήρα όχι μόνο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αλλά βάσει των τριών κριτηρίων που έχει διατυπώσει στην απόφαση Engel κατά Ολλανδίας.

Επιπλέον ο Αντιεισαγγελέας έκρινε ως μη πειστικό το επιχείρημα της παλαιότερης απόφασης του ΣτΕ 2980/2010 Γ΄ Τμ., ότι επιτρέποντας κατ’ εξαίρεση ο συνταγματικός νομοθέτης τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συλλογικά όργανα, εξ αντιδιαστολής απαγορεύει την ανάθεση σε αυτούς διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, καθώς με τον τρόπο αυτό προσωποποιείται η ευθύνη και υφίσταται κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους των λειτουργών. Ειδικότερα, παρατηρεί ότι, αν και τα μονοπρόσωπα δικαστικά όργανα είναι πολλά και συχνά οι αποφάσεις τους ανατρέπονται, ουδόλως θίγεται για τον λόγο αυτό το κύρος τους. Αντιθέτως θεωρεί ότι, αφού ο συνταγματικός νομοθέτης επέτρεψε τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συλλογικά όργανα, πολύ περισσότερο, για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου θέλησε την κατά νόμο ανάθεση σε αυτού καθηκόντων και μονομελών οργάνων. Εξάλλου, η διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων του σωφρονιστικού προσωπικού είναι έργο απολύτως συγγενές με τον πυρήνα των εισαγγελικών καθηκόντων, ενώ η πειθαρχική αρμοδιότητα αποτελεί την αναγκαία προέκταση της εποπτείας από τους Εισαγγελείς του χώρου έκτισης της ποινής. Για τον ίδιο λόγο, το άρθρο 567 ΚΠΔ, επιτρέπει την ακρόαση τυχόν παραπονούμενου κρατούμενου για οποιοδήποτε θέμα. 


Σύνδεσμος

ΓνμδΕισΑΠ 2/2022 - Πλήρες κείμενο »