12 Φεβ 2025
Η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφισταμένη στο νομικό κόσμο την ακυρωθείσα διοικητική πράξη, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης, η οποία προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από την πράξη αυτή, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις εν τω μεταξύ εκδοθείσες πράξεις ή εκδίδοντας νέες με αναδρομική ισχύ, προκειμένου να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, εάν εξαρχής δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή δεν είχε λάβει χώρα η ακυρωθείσα παράλειψη∙ στην περίπτωση ακύρωσης με απόφαση του ΣτΕ ως μη νόμιμης της πράξης επιλογής δημοσίου υπαλλήλου σε θέση Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης – η ύπαρξη της οποίας αποτελεί τη βάση για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού του –δημιουργείται δεδικασμένο ως προς το διοικητικής φύσεως θέμα που κρίθηκε, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται να επανεξετάσουν το θέμα που κρίθηκε σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη των ίδιων διαδίκων∙ στη δέσμευση αυτή από το απορρέον δεδικασμένο υπόκειται και το ΕλΣυν, το οποίο ερευνώντας παρεμπιπτόντως, κατά την άσκηση της συνταξιοδοτικής του δικαιοδοσίας, το κύρος διοικητικής πράξης, που έχει προσβληθεί ενώπιον του ΣτΕ, είναι υποχρεωμένο να δεχθεί την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, χωρίς να έχει εξουσία να εκφέρει διαφορετική κρίση, συμμορφούμενο, λόγω και της λειτουργικής συνέχειας της υπαλληλικής με τη συνταξιοδοτική σχέση, προς τον αναδρομικό επαναπροσδιορισμό του ύψους της σύνταξης, με βάση τη (νέα) υπηρεσιακή κατάσταση του συνταξιούχου, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τη δικαστική ακύρωση της τοποθέτησής του∙ η ανατροπή, ακόμη και μετά την πάροδο μακρού χρόνου, των συνταξιοδοτικών αποτελεσμάτων που είχαν επέλθει από τη διαμόρφωση του συντάξιμου μισθού με βάση διοικητική πράξη που ακυρώθηκε ως παράνομη με απόφαση του ΣτΕ, εφόσον συνέχεται και αποτελεί αυτόθροη συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος των αντίστοιχων αποφάσεών του, δεν γεννά ζητήματα αντίθεσης προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης ή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή άλλης συνταγματικής τάξης αρχή∙ η έλλειψη υπαιτιότητας στο πρόσωπο του συνταξιούχου δεν ασκεί έννομη επιρροή κατά τον αναδρομικό επανακανονισμό της σύνταξής του, συνεπεία της ακύρωσης με δικαστική απόφαση της πράξης που αποτέλεσε τη βάση για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού του, ούτε μπορεί να περιορίσει τα αποτελέσματα αυτής της τροποποιητικής συνταξιοδοτικής πράξης και ειδικότερα να μεταβάλει το χρονικό σημείο στο οποίο ανατρέχει η νέα συνταξιοδοτική του κατάσταση∙ μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο στάδιο προσβολής της σχετικής καταλογιστικής πράξης περί ανάκτησης των αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών σύνταξης∙ μειοψηφία. Νομίμως μετά την ακύρωση από το ΣτΕ απόφασης προαγωγής και τοποθέτησης του εκκαλούντος στη θέση Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, η συνταξιοδοτική διοίκηση επαναπροσδιόρισε τη συνταξιοδοτική κατάσταση αυτού, λαμβάνοντας ως βάση για τον υπολογισμό του συντάξιμου μισθού του τις αποδοχές του Προϊσταμένου Διεύθυνσης∙ το γεγονός ότι η αιτία για την ακύρωση της πράξης αυτής αφορά στη μη σύνταξη σχετικού πρακτικού προφορικής συνέντευξης και όχι σε λόγους αναγόμενους σε υπαίτιο πταίσμα του εκκαλούντος, ουδεμία επιρροή ασκεί.