24 Φεβ 2022
Ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 465 του νέου ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με τους Ν. 4637/2019 και 4855/2021, η άσκηση ή μη του ενδίκου μέσου από τον εκάστοτε αρμόδιο εισαγγελέα κατόπιν αίτησης κάποιου ενδιαφερόμενου, κρίνεται άπαξ. Μάλιστα, υπενθυμίζει ότι η ρύθμιση αυτή ετέθη για την αποφυγή αλλεπάλληλων αιτήσεων άσκησης ενδίκου μέσου και ισάριθμων επί αυτών κρίσεων («μέχρι εξευρέσεως του ‘καταλλήλου’ εισαγγελέως»), κατά παράβαση της αρχής non bis in idem. Εξάλλου, η ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με τον κανόνα της παρ. 3 του άρθρ. 466 ΚΠΔ, για την ομοίως άπαξ άσκηση ενδίκου μέσου από τους διαδίκους.
Μάλιστα, από πρακτική σκοπιά, προτείνει την τήρηση των εξής οδηγιών:
1. Στο ειδικό βιβλίο θα καταχωρίζεται κάθε αίτηση για την άσκηση ενδίκου μέσου από τον Εισαγγελέα, όπως επίσης η καταφατική ή αρνητική κρίση του εισαγγελικού λειτουργού, στον οποίο αυτή «χρεώθηκε».
2. Σε περίπτωση αρνητικής κρίσης θα πρέπει να έχει προηγηθεί μελέτη και συνεκτίμηση όλων των στοιχείων της υπόθεσης, καθώς κανείς εισαγγελέας του ίδιου βαθμού δικαιοδοσίας δεν μπορεί παραδεκτά να επανέλθει επί του θέματος.
3. Σε περίπτωση υποβολής νέας αίτησης, ενώ έχει ήδη διατυπωθεί αρνητική εισαγγελική κρίση επί προγενέστερης, ο υπάλληλος της γραμματείας θα ενημερώνει σχετικά με σημείωμα τον εισαγγελέα.
4. Τέλος, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών, όταν εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ενδεχόμενο άσκησης ενδίκου μέσου κατά πρωτοβάθμιου απαλλακτικού βουλεύματος, κρίνεται σκόπιμο να μη σπεύδει να εκφέρει αρνητική κρίση ήδη κατά τις πρώτες ημέρες της προθεσμίας του ενός μήνα (κατ’ άρθρ. 480 ΚΠΔ). Αντίθετα θα πρέπει να αναμένει τυχόν υποβολή σχετικού αιτήματος κατ’ άρθρ. 465 ΚΠΔ, τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς του οποίου οφείλει να συνεξετάζει πριν την τελική του απόφαση. Επιπλέον, οφείλει να διερευνά το ενδεχόμενο εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, έχοντας μάλιστα στη διάθεσή του ολόκληρη την ποινική δικογραφία. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η έκδοση βιαστικών αρνητικών κρίσεων, οι οποίες δεν ανατρέπονται.