Πρόσφατη νομολογία


26 Νοε 2024

ΕΔΔΑ Τσιώλης κατά Ελλάδας (19.11.2024): Η νομολογιακή τακτική του ΣτΕ στις προϋποθέσεις παραδεκτού στις αναιρέσεις παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο

Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για επέκταση του ιχθυοτροφείου του στον Αμβρακικό Κόλπο. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι η ιχθυοτροφική μονάδα βρισκόταν σε ειδική ζώνη προστασίας των υγροτόπων και, συνεπώς, δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών την απέρριψε. Ακολούθως άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, η οποία, ωστόσο, απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 115/2017 απόφασή του λόγω μη συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού, σύμφωνα με το Ν. 3900/2010. Ο προσφεύγων απεβίωσε στις 8 Ιουνίου 2019 μετά την κατάθεση της υπό κρίση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κόρη και κληρονόμος του ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι επιθυμούσε να συνεχίσει τη διαδικασία. Το Δικαστήριο δέχεται ότι έχει έννομο συμφέρον να συνεχίσει την αίτηση στη θέση της εκλιπούσας προσφεύγουσας. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι: α) η εξαιρετικά συσταλτική ερμηνεία από το Δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας (ΣτΕ), όσον αφορά την πλήρωση της προϋπόθεσης κατά την οποία η επικαλούμενη νομολογία πρέπει να είναι αυτή που έχει διατυπωθεί για το ίδιο νομικό ζήτημα, β) η απουσία οποιασδήποτε απάντησης από το Συμβούλιο της Επικρατείας όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος και οι κρίσιμες παρατηρήσεις του προσφεύγοντος σχετικά με την έλλειψη σχετικής νομολογίας και γ) η έλλειψη προσβάσιμης συνολικής βάσης δεδομένων νομολογίας, απέκλεισαν την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Αυτό έθιξε την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο με σκοπό τον καθορισμό των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του. Το ΕΔΔΑ παρατηρεί ότι η Κυβέρνηση στηρίχθηκε σε παλαιότερη νομολογία του, υποστηρίζοντας ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού είχαν κριθεί συμβατές με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από εκείνη την υπόθεση στην οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Στην υπόθεση εκείνη, ο αναιρεσείων είχε υποστηρίξει στην αίτησή του αναίρεσης ότι η προϋπόθεση του παραδεκτού σχετικά με την αντίφαση μιας προσβαλλόμενης απόφασης με την υφιστάμενη νομολογία ήταν αντισυνταγματική, διότι αναγόρευε τη νομολογία σε πηγή δικαίου και, ως εκ τούτου, ήταν άκυρη. Όσον αφορά την προϋπόθεση περί δήθεν έλλειψης νομολογίας, είχε υποστηρίξει ότι δεν υφίστατο νομολογία επί του υπό εξέταση ζητήματος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την προσφυγή του για μη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις παραδεκτού, κρίνοντας ότι το ζήτημα της συμβατότητας των επίμαχων διατάξεων με το Σύνταγμα είχε ήδη επιβεβαιωθεί από πλούσια νομολογία. Όσον αφορά το επιχείρημα περί έλλειψης νομολογίας, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέθεσε τους λόγους του και επισήμανε συγκεκριμένα στην απόφασή του ότι το επιχείρημα αυτό είχε διατυπωθεί καταφατικά και συνοπτικά και ότι δεν είχε διευκρινίσει το νομικό ζήτημα ως προς το οποίο υφίστατο έλλειψη νομολογίας. Κατόπιν τούτων, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε ποσό ύψους 6.000 ευρώ για πρόκληση ηθικής βλάβης.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.