16 Οκτ 2024
Λαθρεμπορία∙ η τελωνειακή αρχή οφείλει να προσδιορίζει κάθε φορά χωριστά το αντικείμενο της λαθρεμπορικής παράβασης και τα ειδικώς σ’ αυτήν ενεχόμενα πρόσωπα, καθορίζοντας το σε βάρος τους επιβλητέο πολλαπλό τέλος στο προσήκον μέτρο συνολικά, με βάση το ποσό των αναλογούντων στη συγκεκριμένη παράβαση δασμών και φόρων, και στη συνέχεια επιμερίζοντας τούτο ιδιαιτέρως σε καθένα από τα πρόσωπα αυτά, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στη λαθρεμπορική πράξη∙ διαφορετικά, η πράξη της είναι ακυρωτέα ως νομικώς πλημμελής, του Δικαστηρίου μη δυναμένου να προβεί, το πρώτον, κατά μεταρρύθμιση της πράξεως, σε προσδιορισμό της παράβασης και υπολογισμό του τέλους, διότι τούτο θα αποτελούσε υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου και υποκατάστασή του σε έργα ενεργού διοικήσεως. Γίνεται δεκτή προσφυγή κατά καταλογιστικών πράξεων, καθώς η τελωνειακή αρχή παρέλειψε να προσδιορίσει την ακριβή ποσότητα του εμπορεύματος το οποίο η προσφεύγουσα αγόρασε, καταρχάς δια εκδόσεως τιμολογίων και, εν συνεχεία και σύμφωνα με το πόρισμα του ελέγχου, άνευ εκδόσεως αυτών, και να επιβάλει αυτοτελώς σε βάρος της αφενός τον αναλογούντα ΦΠΑ, υπολογιζόμενο βάσει του ποσού των δασμών που αντιστοιχούν στην ποσότητα των πράγματι αγορασθέντων και περιελθόντων στην κατοχή της εμπορευμάτων και αφετέρου τα πολλαπλά τέλη∙ συγκεκριμένα, η τελωνειακή αρχή, αν και η προσφεύγουσα και έτερο πρόσωπο (θεία της) αγόρασαν με ξεχωριστά τιμολόγια διαφορετικές ποσότητες εμπορευμάτων από επιχείρηση, κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, καταλόγισε την ίδια και τη θεία της για τα εμπορεύματα που αναφέρονται στο σύνολο των τιμολογίων και δεν προέβη σε καταλογισμό σε βάρος καθεμιάς τους του αναλογούντος ΦΠΑ και των πολλαπλών τελών επί των εμπορευμάτων που πράγματι αγόρασε προσδιορίζοντας ξεχωριστά την αξία τους, η δε αόριστη αναφορά στην καταλογιστική πράξη ότι οι τιμολογηθείσες ποσότητες δεν συμφωνούν με τις πράγματι παραληφθείσες δεν αρκεί.