11 Σεπ 2024
Οι ομοδικούντες ενάγοντες (δημοτικοί υπάλληλοι και φερόμενοι ως κληρονόμοι υπαλλήλων) με την κρινόμενη αγωγή στρέφονται κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Δήμος Αμφίκλειας-Ελάτειας» και ζητούν να υποχρεωθεί ο τελευταίος, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλει, στον καθένα εξ αυτών συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, το οποίο έκαστο αντιστοιχεί στην αξία Μέσων Ατομικής Προστασίας (Μ.Α.Π.) και της ποσότητας γάλακτος που όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς τους, να χορηγήσει σε αυτούς, κατ’ εφαρμογή της 53361/2006 κοινής υπουργικής απόφασης (Β’ 1503), κατά τα έτη 2012, 2013, 2014, 2015 και 2016. Επισημαίνεται ότι απαραδέκτως οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να αναγνωρίσει τις οφειλές του προς καθέναν από αυτούς (κατά άρ. 97 § 1 Ν. 4483/2017), καθότι η αναγνώριση ή η διάπλαση έννομης σχέσης ή η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως δεν αποτελεί, κατά τον ΚΔιοικΔ, νόμιμο αίτημα του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής, δεδομένου ότι με αυτήν εισάγεται ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου διαφορά που έχει ως αντικείμενο ορισμένη χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, την οποία (αξίωση) το δικαστήριο, αποδεχόμενο την αγωγή, είτε την αναγνωρίζει, είτε επιδικάζει την αντίστοιχη παροχή. Τονίζεται ότι οι διαφορές που προκύπτουν από τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις εργασίας με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. ή τα Ν.Π.Δ.Δ. δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ακόμη και στην περίπτωση όπου επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή των ανωτέρω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υπό τον όρο ότι η παράνομη ενέργεια ή παράλειψη στην οποία ερείδεται η αξίωση αποζημίωσης (ομοίως και η καταβολή αποδοχών κατ’ επίκληση των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού) συντελέστηκε μέσα στο πλαίσιο ή έχει ως υπόβαθρο σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Το Δικαστήριο απέρριψε την κρινόμενη αγωγή, αρχικά για συγκεκριμένους ενάγοντες, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, έπειτα ως προς την 23η ενάγουσα, καθότι δεν προσκόμισε έγγραφα σχετικά με την επικαλούμενη ιδιότητά της, ως κληρονόμου του υπαλλήλου του εναγομένου, ως όφειλε, όπως επίσης και ως προς τον ενάγοντα που αορίστως επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής τη σχέση εργασίας του με τον εναγόμενο Δήμο (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου) και κατ’ επέκταση την έννομη σχέση από την οποία απορρέει η αξίωσή του. Για την επιδίκαση αποζημίωσης σε βάρος του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ., απαραίτητη προϋπόθεση συνιστά, πέραν της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του οργάνου τους και της επελθούσας ζημίας, η απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του Ν. 1568/1985 και των άρθρων 1 και 7 § 3 της υπ’ αριθμ. 88555/3293/30-9-1988 κ.υ.α., προβλέφθηκε η λήψη σειράς μέτρων που αποβλέπουν στη διασφάλιση της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, επεκτείνοντας την εφαρμογή των μέτρων και στους Ο.Τ.Α.. Στο πλαίσιο της υποχρέωσης των Ο.Τ.Α. να εξασφαλίζουν την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων τους, οι ίδιοι οφείλουν να προμηθεύονται και να εφοδιάζουν τους εργαζομένους συγκεκριμένων υπηρεσιών με τα είδη ατομικής προστασίας, που είναι απαραίτητα για την ασφαλή εκπλήρωση των καθηκόντων τους, κατά τρόπο ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα αποτίμησης αυτών σε χρήμα και να μην καταστρατηγείται ο σκοπός της παροχής, συνιστάμενος στην ατομική προστασία του απασχολούμενου προσωπικού. Ωστόσο, σε περίπτωση αδυναμίας κάποιου Ο.Τ.Α. να χορηγήσει τα παραπάνω είδη, δύναται να προκαταβάλει στους δικαιούχους την αξία των αναγκαίων ειδών, προκειμένου να τα προμηθευτούν οι ίδιοι, αποδίδοντας, ακολούθως, λογαριασμό και προσκομίζοντας στην αρμόδια υπηρεσία τις σχετικές αποδείξεις αγοράς. Συνεπώς, σε περίπτωση παραβίασης από τον υπόχρεο Ο.Τ.Α. των προβλεπόμενων υποχρεώσεών του, με τους δικαιούχους να αναγκάζονται σε προμήθεια των ειδών εξ ιδίων χρημάτων, ανακύπτει υποχρέωσή του, που θεμελιώνεται στα άρθρα 105-106 του Εισ.Ν.Α.Κ., να αποκαταστήσει τη χρηματική τους ζημία. Δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν προσκομίζουν στοιχεία και παραστατικά αγοράς (αποδείξεις λιανικής πώλησης, τιμολόγια), από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι αγόρασαν με δικές τους δαπάνες τα επίμαχα είδη, τα οποία ήταν αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και την αναλογούσα ποσότητα γάλακτος κατά τα έτη 2012-2016 και, κατ’ επέκταση, ότι υπέστησαν αντίστοιχη ζημία συγκεκριμένου ύψους, ώστε να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του εναγομένου Δήμου προς ισόποση αποζημίωσή τους, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως απαραδέκτως ασκηθείσα για δέκα ενάγοντες και ως αβάσιμη για τους λοιπούς ενάγοντες.