8 Οκτ 2024
Η τέλεση φορολογικής παράβασης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, «τεκμήρια»), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από το φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης∙ πράξη επιβολής προστίμου, ένεκα μη τήρησης αξιόπιστου λογιστικού συστήματος (παράβαση μη έκδοσης φορολογικών παραστατικών για την τεκμηρίωση συναλλαγών με επιχείρηση)∙ εν προκειμένω, η φορολογική αρχή φέρει το βάρος απόδειξης ότι ο προσφεύγων ήταν πράγματι ο αγοραστής των εμπορευμάτων που αφορούν οι ανωτέρω συναλλαγές, η στοιχειοθέτηση δε την εν λόγω παράβασης στηρίζεται αποκλειστικά στη διαπίστωση, από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές, της ύπαρξης κυκλώματος λαθρεμπορίας, το οποίο εισήγαγε στην ελληνική επικράτεια από την Τουρκία προϊόντα με το τέχνασμα της υποτιμολόγησης και τα διακινούσε περαιτέρω σε επιτηδευματίες, μεταξύ των οποίων και στον προσφεύγοντα, και, ειδικότερα, στο ότι οι επιτηδευματίες αυτοί δεν αγόραζαν τα επίμαχα προϊόντα ένδυσης από συγκεκριμένη επιχείρηση, η οποία στην πραγματικότητα λειτουργούσε ως μεταφορέας αυτών, αλλά απευθείας από Τούρκους προμηθευτές, στις δε διασαφήσεις εισαγωγής τους -τις οποίες κατέθετε η ως άνω επιχείρηση, για λογαριασμό, όμως, των αληθών ως άνω αγοραστών- η αξία τους εμφανίζεται υποτιμολογημένη σε σχέση με την πραγματική τους αξία, όπως αυτή πληρώθηκε απευθείας στους Τούρκους προμηθευτές∙ ως εκ τούτου, η κρινόμενη φορολογική υπόθεση συμπλέκεται με τις ως άνω τελωνειακές παραβάσεις, καταρχήν, ως προς την καθ’ αυτή ύπαρξη της παράβασης της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων, αλλά και ως προς το ύψος της οικείας φορολογικής υποχρέωσης, η οποία συναρτάται προς την πραγματική αξία των εμπορευμάτων που αγοράσθηκαν από τον προσφεύγοντα∙ το Δικαστήριο λαμβάνει, ιδίως, υπόψη ότι: (α) δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα στοιχεία και οι κρίσεις που θεμελιώνουν το συμπέρασμα της φορολογικής αρχής ότι ο προσφεύγων παρέλαβε τα εμπορεύματα των επίμαχων διασαφήσεων, για τις οποίες φέρεται ότι δεν εκδόθηκαν τα αντίστοιχα τιμολόγια πώλησης προς αυτόν, (β) το μοναδικό κρίσιμο στοιχείο που συνδέει τον προσφεύγοντα με την υπόθεση είναι η καταγραφή του ονοματεπωνύμου του, δίπλα από κωδικούς σε κατασχεθείσα ατζέντα και σε ενδεικτικές καταστάσεις που διακινήθηκαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στοιχείο που, μη συνεπικουρούμενο από άλλα στοιχεία, δεν αρκεί, άνευ ετέρου, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο προσφεύγων ήταν πράγματι ο αγοραστής των εμπορευμάτων που αναγράφονται στις ένδικες διασαφήσεις, για τις οποίες φέρεται να μην έλαβε τιμολόγια, (γ) η φορολογική Αρχή, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα δεν διενήργησε επιτόπιο έλεγχο στην επιχείρηση του προσφεύγοντος, προκειμένου να εντοπίσει τυχόν μη εμφανισθείσες στα βιβλία και στοιχεία του αγορές ή πωλήσεις, (δ) κατόπιν άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, δεν προέκυψε η αναφορά, σε κάποια τηλεφωνική συνομιλία, του ονόματος του προσφεύγοντος∙ συνεκτιμωμένης, επιπλέον, της αμετάκλητης ποινικής αθωωτικής απόφασης για το αδίκημα της λαθρεμπορίας -αναφορικά με τα επίμαχα εμπορεύματα κατά τα ένδικα έτη-, κρίνει ότι η φορολογική αρχή δεν απέδειξε την τέλεση εκ μέρους του προσφεύγοντος των ως άνω επίμαχων παραβάσεων, εξαιτίας των οποίων κρίθηκε ότι δεν τηρήθηκε από αυτόν αξιόπιστο λογιστικό σύστημα.