5 Αυγ 2024
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, τα αιτούντα δικαστήρια (Bezirksgericht für Handelssachen Wien, Ειρηνοδικείο Βιέννης, αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία (C 771/22) και το Nederlandstalige Ondernemingsrechtbank Brussel Ολλανδόφωνο Δικαστήριο επιχειρηματικών διαφορών Βρυξελλών, Βέλγιο ( C 45/23)) κατέθεσαν στο ΔΕΕ δύο αιτήσεις προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο των δικών Bundesarbeitskammer κατά HDI Global SE (C 771/22) και Α. και άλλοι κατά MS Amlin Insurance SE (C 45/23). Ειδικότερα, οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, του Bundesarbeitskammer (ομοσπονδιακού εργατικού επιμελητηρίου, Αυστρία), το οποίο υπεισήλθε στα δικαιώματα ενός ταξιδιώτη, και της HDI Global SE, ασφαλίστριας εταιρείας του διοργανωτή ταξιδιών με τον οποίον είχε συμβληθεί ο ταξιδιώτης αυτός (C 771/22), και των A, B, C και D, λοιπών τεσσάρων ταξιδιωτών, και της MS Amlin Insurance SE, ασφαλίστριας εταιρείας του διοργανωτή ταξιδιών με τον οποίο είχαν συμβληθεί οι τέσσερις αυτοί ταξιδιώτες (C 45/23), με αντικείμενο την άρνηση των εν λόγω ασφαλιστικών εταιριών να επιστρέψουν στους ταξιδιώτες τα ποσά που είχαν καταβάλει. Οι αιτήσεις προδικαστικής απόφασης αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 17 της Οδηγίας 2015/2302, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς. Αναφορικά με το επίδικο ζήτημα, η Οδηγία 90/314/EOΚ (ά. 4 §§ 5-6) για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις προέβλεπε ότι σε περίπτωση που ο καταναλωτής καταγγείλει τη σύμβαση ή, για οιονδήποτε λόγο, άνευ υπαιτιότητας του καταναλωτή, ο διοργανωτής ματαιώσει το οργανωμένο ταξίδι πριν από τη συμφωνηθείσα ημερομηνία αναχώρησης, ο καταναλωτής δικαιούται να απαιτήσει είτε ένα άλλο οργανωμένο ταξίδι ιδίας ή ανώτερης ποιότητας, εφόσον ο διοργανωτής ή/και ο πωλητής μπορεί να του το προτείνει (αν το προσφερόμενο οργανωμένο ταξίδι είναι κατώτερης ποιότητας, ο διοργανωτής υποχρεούται να καταβάλει στον καταναλωτή τη διαφορά τιμής), είτε να ζητήσει την επιστροφή το συντομότερο δυνατό των καταβληθέντων από αυτόν ποσών βάσει της σύμβασης. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι ταξιδιώτες που αγοράζουν ένα πακέτο προστατεύονται πλήρως κατά της αφερεγγυότητας των διοργανωτών, με τους τελευταίους να παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβάλει οι ταξιδιώτες ή έχουν καταβληθεί εκ μέρους τους και, στον βαθμό που το πακέτο περιλαμβάνει τη μεταφορά ταξιδιωτών, για τον επαναπατρισμό των ταξιδιωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας των διοργανωτών. Μάλιστα, για να καθίσταται αποτελεσματική η προστασία κατά της αφερεγγυότητας, θα πρέπει να καλύπτει τα προβλέψιμα ποσά των πληρωμών που θίγονται από την αφερεγγυότητα του διοργανωτή και, κατά περίπτωση, το προβλέψιμο κόστος των επαναπατρισμών. Το άρθρο 12 (§ 2) της Οδηγίας 2015/2302 παρέχει στον ταξιδιώτη δικαίωμα πλήρους επιστροφής των ποσών που έχει καταβάλει για το πακέτο όταν καταγγέλλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του πακέτου λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό, ενώ όταν ο ταξιδιώτης ασκεί το δικαίωμα αυτό, το άρθρο 12 § 4 της Οδηγίας υποχρεώνει τον διοργανωτή ταξιδιών να πραγματοποιήσει την επιστροφή αυτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός 14 ημερών μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού. Το δικαίωμα καταγγελίας, σε συνδυασμό με το δικαίωμα επιστροφής των ποσών που κατέβαλε ο ταξιδιώτης κατοχυρωνόταν ήδη στην Οδηγία 90/314 σε περιπτώσεις που διέπονται πλέον από την Οδηγία 2015/2302. Εξάλλου, όπως επιτάσσει η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, δεν είναι επιτρεπτή η διαφορετική μεταχείριση σε παρεμφερείς καταστάσεις, ούτε όμοια μεταχείριση σε διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά, ενώ το Δικαστήριο έχει προηγουμένως αποφανθεί, με τη νομολογία του, ότι η εκτίμηση της συγκρισιμότητας καταστάσεων προκειμένου να μπορεί να αξιολογηθεί η τήρηση της εν λόγω γενικής αρχής πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με την πράξη στην οποία εντάσσεται ο επίμαχος κανόνας. Καταληκτικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 17 § 1 της Οδηγίας 2015/2302, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία, μεταξύ άλλων, καταργεί την Οδηγία 90/314, έχει την έννοια ότι η παρεχόμενη στους ταξιδιώτες εγγύηση έναντι της αφερεγγυότητας του διοργανωτή οργανωμένων ταξιδιών έχει εφαρμογή όταν ο ταξιδιώτης καταγγέλλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 § 2 της Οδηγίας και, μετά την εν λόγω καταγγελία, ο διοργανωτής ταξιδιών καθίσταται αφερέγγυος, αλλά ο ταξιδιώτης δεν έχει λάβει, πριν από την επέλευση της εν λόγω αφερεγγυότητας, πλήρη επιστροφή των καταβληθέντων ποσών την οποία δικαιούται βάσει της τελευταίας αυτής διάταξης.