13 Νοε 2024
Το αιτούν δικαστήριο (Augstākā tiesa –Senāts-, Ανώτατο Δικαστήριο, Λετονία) κατέθεσε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο της δίκης A (δημοσιογράφος ειδικός σε θέματα αυτοκινήτων) κατά Patērētāju tiesību aizsardzības centrs (Κέντρου προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών), η οποία έχει ως αντικείμενο την αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ο αναιρεσείων της κύριας δίκης ένεκα της επεξεργασίας ορισμένων δεδομένων προσωπικού του χαρακτήρα, χωρίς τη συγκατάθεσή του, από το Κέντρο. Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 82 §1 του Κανονισμού 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Ειδικότερα, το Κέντρο προστασίας δικαιωμάτων των καταναλωτών, στο πλαίσιο μιας εκστρατείας ευαισθητοποίησης των καταναλωτών για τους κινδύνους που διατρέχουν κατά την αγορά μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, μετέδωσε σε αρκετούς δικτυακούς τόπους οπτικοακουστικό περιεχόμενο, στο οποίο εμφανιζόταν το πρόσωπο το οποίο μιμούνταν τον Α, χωρίς τη συγκατάθεσή του, ενώ τα εν λόγω βίντεο παρέμειναν διαθέσιμα στο διαδίκτυο και μετά την εναντίωση του Α στην παραγωγή. Μετά από μια σειρά δικαστικών ενεργειών, ο Α άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Λετονία), αμφισβητώντας την τελευταία δικαστική απόφαση, κατά το μέρος που με αυτή απορρίπτεται το αίτημα χρηματικής αποκατάστασης της μη υλικής ζημίας που υπέστη, υποστηρίζοντας συνάμα ότι η αποζημίωση υπό τη μορφή έκφρασης συγγνώμης δεν είναι ούτε δίκαιη ούτε επαρκής σύμφωνα με το άρθρο 82 του Κανονισμού 2016/679. Μάλιστα, η ερμηνεία της τελευταίας διάταξης έχει προηγουμένως απασχολήσει το ΔΕΕ, το οποίο έχει κρίνει ότι η απλή παράβαση του Κανονισμού 2016/679 δεν αρκεί για τη θεμελίωση δικαιώματος σχετικής αποζημίωσης, δεδομένου ότι η ύπαρξη υλικής ή μη υλικής «ζημίας» την οποία «υπέστη» το πρόσωπο συνιστά μία από τις προϋποθέσεις γένεσης του δικαιώματος αποζημίωσης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, από κοινού με τη διαπίστωση παράβασης των διατάξεων του κανονισμού και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ζημίας και παράβασης, προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Περαιτέρω, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στην εθνική έννομη τάξη κάθε κράτους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες των ενδίκων βοηθημάτων, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι, στις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας). Η διάταξη 82 §1 λαμβάνει αποκλειστικά αντισταθμιστική και μη τιμωρητική λειτουργία που επιτελεί το δικαίωμα αποζημίωσης, ενώ μόνο η ζημία την οποίαν υπέστη το υποκείμενο των δεδομένων υπολογίζεται για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής αποζημίωσης. Συνεπώς, η τελευταία ερμηνεία οδηγεί το ΔΕΕ στην κρίση ότι δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη οι προθέσεις και τα κίνητρα του υπευθύνου επεξεργασίας προκειμένου, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να επιδικαστεί στο υποκείμενο των δεδομένων αποζημίωση μικρότερη από τη ζημία την οποία το εν λόγω πρόσωπο πράγματι υπέστη. Επιπλέον, μόνη η παράβαση διατάξεων του Κανονισμού 2016/679 δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση «ζημίας» κατά το άρθρο 82 §1 και η έκφραση συγγνώμης μπορεί μεν ν’ αποτελέσει προσήκουσα αποκατάσταση μη υλικής ζημίας, ιδίως όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η μορφή αυτή αποζημίωσης μπορεί να αποκαταστήσει πλήρως τη ζημία που υπέστη το υποκείμενο των δεδομένων.