25 Οκτ 2024
Η κρινόμενη αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του HB, ο οποίος είναι δικαστής του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), και, αφετέρου, της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), εκπροσωπούμενης από το Bundesministerium der Justiz (Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης, Γερμανία) (στο εξής: BMJ), σχετικά με την απόρριψη, από την πρόεδρο του εν λόγω δικαστηρίου, της αίτησης που υπέβαλε ο HB περί αναβολής της συνταξιοδότησής του. Ο HB, γεννηθείς στις 20 Σεπτεμβρίου 1960, είναι δικαστής στο Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) και, ως ομοσπονδιακός δικαστής, υπόκειται σε αυστηρό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, καθοριζόμενο στα 67 έτη. Ο νόμος περί δικαστικών λειτουργών (DRiG) δεν παρέχει στον HB καμία δυνατότητα να ζητήσει τη μετάθεση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και προβλέπει ότι, για τους γεννηθέντες το 1960, η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης είναι τα 66 έτη και τέσσερις μήνες. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, ο HB ζήτησε από την πρόεδρο του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) να του γνωστοποιήσει, με απόφαση δεκτική προσφυγής, την ημερομηνία συνταξιοδότησής του. Με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2021, η πρόεδρος του Bundesgerichtshof ενημέρωσε τον ΗΒ ότι επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί στις 31 Ιανουαρίου 2027, δηλαδή αφού συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης των 66 ετών και 4 μηνών. Ο HB, επιθυμώντας να ασκήσει τα καθήκοντα του δικαστή στο Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) πέραν της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης, υπέβαλε ένσταση κατά του εγγράφου αυτού ενώπιον του BMJ. Μετά την απόρριψη της ως άνω ένστασης, ο HB άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Karlsruhe (διοικητικού πρωτοδικείου Καρλσρούης, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, εθνική διάταξη όπως το άρθρο 48, παράγραφος 1, του DRiG, το οποίο προβλέπει ότι τα πρόσωπα παύουν αυτοδικαίως να ασκούν τα καθήκοντά τους με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας, ενώ οι μικρότεροι σε ηλικία, που ασκούν τα ίδια καθήκοντα, μπορούν να συνεχίσουν να τα ασκούν, εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην ηλικία, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78. Επίσης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως, εν προκειμένω, υφίσταται διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην ηλικία, για τον πρόσθετο λόγο ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση δεν επιτρέπει στον HB να αναβάλει τη συνταξιοδότησή του, ενώ οι ομοσπονδιακοί δημόσιοι υπάλληλοι και –παραδείγματος χάριν– οι δικαστές του ομόσπονδου κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης έχουν τη δυνατότητα αυτή. Λαμβανομένης υπόψη της ευρύτητας του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, λόγω της διατύπωσης του άρθρου 3 § 1 αυτής, όπου γίνεται λόγος για «όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων», το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η σύγκριση μεταξύ των ομοσπονδιακών δικαστών και των δικαστών των ομόσπονδων κρατών είναι λυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Οι διαφορές που υφίστανται όσον αφορά τον διορισμό, αφενός, των ομοσπονδιακών δικαστών και, αφετέρου, των ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών των ομόσπονδων κρατών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά το στάδιο της εξέτασης της δικαιολόγησης της διαφορετικής μεταχείρισης. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2 § 2 στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι ομοσπονδιακοί δικαστές δεν μπορούν να αναβάλουν τη συνταξιοδότησή τους, ενώ τέτοια αναβολή επιτρέπεται σε ομοσπονδιακούς δημοσίους υπαλλήλους και σε δικαστές των ομόσπονδων κρατών, δεν εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην ηλικία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.