31 Ιαν 2025
32 πριονιστήρια εγκατεστημένα στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν ζημία λόγω σύμπραξης με την οποία το ομόσπονδο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (Γερμανία) εφάρμοσε, τουλάχιστον από τις 28 Ιουνίου 2005 έως τις 30 Ιουνίου 2019, υπερβολικά υψηλές τιμές για την πώληση προς τα πριονιστήρια αυτά στρογγυλής ξυλείας προερχόμενης από το συγκεκριμένο κρατίδιο. Έκαστο εκ των 32 αυτών πριονιστηρίων εκχώρησε στην εταιρία ASG 2 το δικαίωμά του προς αποκατάσταση της ζημίας. Η εταιρία αυτή, ως «πάροχος νομικών υπηρεσιών» κατά την έννοια της γερμανικής νομοθεσίας, άσκησε ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου συλλογική αγωγή αποζημίωσης κατά του κρατιδίου. Επισημαίνεται ότι η εν λόγω εταιρία ενεργεί ιδίω ονόματι και με δικά της έξοδα, αλλά για λογαριασμό των πριονιστηρίων, έναντι αμοιβής σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης. Το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας αμφισβήτησε την ενεργητική νομιμοποίηση της ASG 2, υποστηρίζοντας ότι η γερμανική νομοθεσία, όπως έχει ερμηνευθεί από ορισμένα εθνικά δικαστήρια, δεν επιτρέπει στον εν λόγω πάροχο να ασκήσει συλλογική αγωγή για την είσπραξη απαιτήσεων που προκύπτουν από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το αρμόδιο γερμανικό δικαστήριο, η συλλογική αγωγή είσπραξης αποτελεί, στη Γερμανία, τον μοναδικό συλλογικό δικονομικό μηχανισμό που καθιστά δυνατή την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης σε υποθέσεις συμπράξεων. Συνεπώς, το δικαστήριο αυτό ζήτησε από το ΔΕΕ να διευκρινίσει αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην ερμηνεία εθνικής ρύθμισης κατά τρόπο που να εμποδίζει τα πρόσωπα που ζημιώθηκαν από τη σύμπραξη να κάνουν χρήση της αγωγής αυτού του είδους. Το ΔΕΕ έκρινε τα ακόλουθα: Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 σημ. 4, 3 § 1 και 4 της οδηγίας 2014/104/ΕΕ, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το άρθρο 47 εδ. α΄ του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔ) έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην ερμηνεία εθνικής ρύθμισης η οποία έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει τους φερομένους ως ζημιωθέντες από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού να εκχωρήσουν τα δικαιώματα αποζημίωσής τους σε πάροχο νομικών υπηρεσιών προκειμένου αυτός να τα ασκήσει συλλογικά στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης η οποία δεν έπεται απρόσβλητης και δεσμευτικής απόφασης –ιδίως όσον αφορά την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών– με την οποία μια αρχή ανταγωνισμού διαπιστώνει τέτοια παράβαση, εφόσον α) το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει καμία άλλη δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης των ατομικών αξιώσεων των ως άνω ζημιωθέντων η οποία να είναι ικανή να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων αποζημίωσης και β) η άσκηση ατομικής αγωγής αποζημίωσης, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, είναι αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής για τους εν λόγω ζημιωθέντες, με συνέπεια αυτοί να στερούνται το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω εθνική ρύθμιση δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, οι προαναφερθείσες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη την εθνική ρύθμιση.