16 Δεκ 2024
Ο Άρειος Πάγος έκρινε επαρκώς αιτιολογημένη την απόφαση με την οποία η κατηγορούμενη καταδικάστηκε για την πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος. Ειδικότερα, ως υπάλληλος της εγκαλούσας, είχε αλλοιώσει τα στοιχεία των καταβολών των πελατών στο λογιστικό σύστημα της τελευταίας, προκειμένου να ιδιοποιηθεί τα χρηματικά ποσά που εισέπραττε.
Αντιθέτως, ο Άρειος Πάγος διέλαβε ότι η ίδια απόφαση δεν είχε επαρκή αιτιολογία κατά το μέρος που έκρινε την κατηγορούμενη ένοχη για την πράξη της πλαστογραφίας. Συγκεκριμένα, αυτή φέρεται ότι νόθευσε γνήσια έγγραφα, δηλαδή τις λογιστικές καρτέλες των πελατών στο ηλεκτρονικό σύστημα της εταιρείας στο οποίο είχε πρόσβαση, αλλοιώνοντας τις εγγραφές των καταβολών. Επίσης κατήρτισε πλαστά έγγραφα, δηλαδή εξέδωσε δύο επιταγές θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του διαχειριστή της εγκαλούσας, με τις οποίες κατόπιν εξόφλησε δικές της υποχρεώσεις. Ωστόσο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων δεν προσδιόρισε επαρκώς τα καθ’ έκαστα έγγραφα ούτε τα στοιχεία των επιταγών που νοθεύτηκαν, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος.
Περαιτέρω, σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, ο Άρειος Πάγος αναφέρει ότι, ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της σχετικής διάταξης, δεν αρκεί η καλή και συνήθης συμπεριφορά μόνο, αλλά απαιτείται συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική όχι μόνον έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν και άλλαξε τρόπο ζωής. Συνεπώς, ορθά έκρινε το δικαστήριο της ουσίας ότι, η παθητική καλή διαγωγή της κατηγορουμένης και η απουσία παραβατικότητας κατά τη διαβίωση της στο κοινωνικό σύνολο, δεν αρκούν για την χορήγηση του ελαφρυντικού, αλλά απαιτείται θετική δραστηριότητα, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού, ώστε να προκύπτει η σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα της.
Ομοίως, ορθή κρίθηκε η απόρριψη του αιτήματος αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης της έμπρακτης μετάνοιας. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη επικαλέστηκε ότι είχε αποδεχτεί εξαρχής την κατηγορία, είχε συνεργαστεί με την εγκαλούσα και τις αρχές, ενώ για τη μείωση της ζημιάς της εγκαλούσας είχε προτείνει να της μεταβιβάσει κατά κυριότητα το μοναδικό ακίνητό ιδιοκτησίας της, άλλως να της παραχωρεί τα μισθώματα που εισέπραττε από αυτό, καθώς επίσης να παρακρατείται ποσό 450 ευρώ μηνιαίως από τον μισθό της. Το δικαστήριο της ουσίας είχε απορρίψει τον ισχυρισμό, αναφέροντας ότι, η μεταμέλεια του υπαιτίου πρέπει να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης, η μετά τη σύλληψη του υπαιτίου ομολογία της πράξης του, έστω και αν έγινε αυθόρμητα, ή η διευκόλυνση του έργου των αστυνομικών διά μόνης της ομολογίας του.