Ε. Ποδηματά, Δεδικασμένο, τόμ. 2, 2002
Το δεύτερο αυτό μέρος της μελέτης για τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμέ- νου αποτελεί την οργανική συνέχεια του πρώτου μέρους (Δεδικασμένο Ι, 1995) και επικεντρώνεται στην ερμηνεία του άρθρου 330 ΚΠολΔ. Το αντικείμενο του δεδικασμένου κατά τη διάταξη αυτή ερευνάται, διαδοχικά, στις περιπτώσεις που προβάλλεται κάθε επιμέρους είδος ενστάσεως του ουσιαστικού δικαίου: καταχρηστική ένσταση, γνήσια αυτοτελής ένσταση, γνήσια μη αυτοτελής ένσταση και εξετάζεται κάθε φορά τόσο υπό την εκδοχή ότι η ένσταση γίνεται επί της ουσίας δεκτή όσο και υπό την εκδοχή ότι απορρίπτεται είτε κατ' ουσία είτε για τυπικούς λόγους.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο των καταχρηστικών ενστάσεων αντιμετωπίζονται ιδιαιτέρως, ανάμεσα στην ποικίλη λοιπή περιπτωσιολογία, αφενός οι ενστάσεις ακυρότητας της δικαιο- πραξίας και αφετέρου η ένσταση ίδιας κυριότητας του εναγομένου με διεκδικητική ή αναγνωριστική της κυριότητας του ενάγοντος αγωγή. Στο πεδίο των γνήσιων αυτοτελών ενστάσεων μελετώνται χωριστά η ένσταση διζήσεως, η ένσταση παραγραφής, η ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος, η ένσταση συμβιβασμού, η ένσταση αδικαιολόγητου πλουτισμού, η ένσταση περιορισμού της ευθύνης του κληρονόμου εξ απογραφής καθώς και του βεβαρημένου με κληροδοσία ή τρόπο κληροδόχου. Τέλος, στο πεδίο των γνήσιων μη αυτοτελών ενστάσεων συζητούνται χωριστά η ένσταση επισχέ- σεως, η ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος και η ένσταση δικαιωματικής νομής ή κατοχής.
Η μελέτη, πέραν της θεωρητικής της αξίας, αποτελεί χρήσιμο οδηγό και για τον νομικό της πράξης κατά τη διάγνωση των ορίων του δεδικασμένου ορισμένης αποφάσεως, όταν στη δίκη προβλήθηκε ένσταση του ουσιαστικού δικαίου. Η πρόσβαση στην πλούσια περιπτωσιολογία του έργου διευκολύνεται σημαντικά και από το αναλυτικό ευρετήριο λημμάτων που συνοδεύει τη μελέτη.
Διαθέσιμο σε: