Α. Δεσποτίδου, Παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση, 2009
Η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (λ.χ. τραπεζικών, επενδυτικών ή ασφαλιστικών) από απόσταση, δηλαδή με τη χρήση διαφόρων μέσων τηλεπικοινωνίας, γνωρίζει μεγάλη άνθηση κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας. Σ’ αυτό έχουν συντελέσει αποφασιστικά τόσο η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας, ιδίως στους τομείς της επικοινωνίας και της πληροφορικής, όσο και το γεγονός ότι οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, λόγω του άυλου χαρακτήρα τους, προσφέρονται κατ’ εξοχήν για την εξ αποστάσεως παροχή, με πώληση ή άλλους τρόπους. Αποτελεί, ωστόσο, κοινή διαπίστωση ότι οι παραπάνω συναλλαγές, μολονότι παρουσιάζουν ορισμένα πλεονεκτήματα για τους καταναλωτές (ταχύτητα, περιορισμό των μετακινήσεων, κατάργηση των εδαφικών συνόρων, διεύρυνση των επιλογών, μείωση των τιμών, κ.ο.κ.), εμπερικλείουν σημαντικούς κινδύνους για τα οικονομικά τους συμφέροντα. Και τούτο διότι η απόσταση και η ιδιαίτερη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών περιορίζουν ουσιωδώς τις δυνατότητες δικαιοπρακτικού τους αυτοκαθορισμού.
Με την παρούσα μελέτη επιχειρείται η παρουσίαση του ειδικού νομοθετικού πλαισίου που αναφέρεται στην εξ αποστάσεως παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στους καταναλωτές, σε κοινοτικό και κυρίως σε εθνικό επίπεδο. Πρόκειται, ειδικότερα, για την ερμηνευτική προσέγγιση του συνόλου των διατάξεων του άρθρου 4α του Ν. 2251/1994, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει μετά το Ν. 3587/2007. Με το άρθρο αυτό μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 2002/65/ΕΚ «σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές». Η κοινοτική προέλευση των εξεταζόμενων εθνικών διατάξεων επιβάλλει την ερμηνεία τους υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της εν λόγω Οδηγίας, ενώ αναγκαία παρίσταται και η διερεύνηση του περιεχομένου της κοινοτικής αυτής πράξης –όπως διαδοχικά συμπληρώθηκε και τροποιήθηκε από άλλες πράξεις του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου– στο βαθμό που επηρεάζει τον ερμηνευτικό προσανατολισμό του έλληνα δικαστή.
Διαθέσιμο σε: