Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009
Στο παρόν έργο αναλύονται οι λόγοι αναίρεσης αριθ. 2 έως 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως αυτοί διαμορφώνονται από τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, εξετάζονται οι δικονομικές παραβιάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου στο βαθμό που αυτές εντάσσονται αναιρετικά σε υφιστάμενο δικονομικό λόγο αναίρεσης. Συγκεκριμένα, το ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο (κοινοτικοί Κανονισμοί και άρθρο 6 ΕΣΔΑ), ως αναπόσπαστο μέρος του ημεδαπού δικαίου, εντάσσεται στον προσήκοντα λόγο αναίρεσης, διευρύνοντας ή/και μεταλλάσσοντας το νομικό σφάλμα στον υποθετικό συλλογισμό και, επομένως, το περιεχόμενο των αναιρετικών λόγων.
Οι περιοριστικά αναφερόμενοι στο άρθρο 559 ΚΠολΔ δικονομικοί λόγοι αναίρεσης αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και έχουν τη δική τους αυτάρκεια και έκταση εφαρμογής. Αν και οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης είναι αυτοτελείς, εντούτοις συν-λειτουργούν στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας. Με αποτέλεσμα, στην πράξη, να εμφανίζεται το φαινόμενο των σωρευτικών αναιρετικών πλημμελειών ή/και αλληλοεπικαλύψεων.
Όπως αναλύεται στο παρόν έργο, υπερκαλύψεις του ενός από τον άλλο δικονομικό λόγο αναίρεσης δεν είναι ούτε αναγκαίες ούτε χρήσιμες. Μάλιστα, σ’ ένα σύστημα δικαίου με διευρυμένο έλεγχο του τύποις παραδεκτού, η ειδίκευση των δικονομικών αναιρετικών λόγων επιβεβαιώνεται από την αυτοτέλεια των προϋποθέσεων του παραδεκτού τους και την απόρριψη από τον Άρειο Πάγο των αντιφατικών μεταξύ τους λόγων αναίρεσης. Η σημασία επομένως της ειδίκευσης των δικονομικών λόγων αναίρεσης είναι προφανής: Με αυτούς δεν ελέγχεται η υπόθεση, αλλά η διαδικασία και η απόφαση μέσα σε συγκεκριμένα δικονομικά πλαίσια. Τα δικονομικά αυτά πλαίσια, εφόσον οριοθετούνται επαρκώς, σταδιακά προσλαμβάνουν έναν κατεξοχήν αντικειμενικό χαρακτήρα. Συνεπώς, συντελούν στην ασφάλεια δικαίου.
Διαθέσιμο σε: