Ι. Συμεωνίδης, Η διοικητική απέλαση, 2008
Η διοικητική απέλαση, ένα εξαιρετικό μέτρο επί δεκαετίες στη χώρα μας, που απασχόλησε τη θεωρία, ιδίως αναφορικά με τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών και τη συμβατότητα του μέτρου προς τις επιταγές της ΕΣΔΑ, προσέλαβε μαζικότητα μετά το ν. 1975/1991. Το γεγονός αυτό την έφερε στο προσκήνιο του διοικητικού δικαίου. Παράλληλα, η σταδιακή ένταξη του μεταναστευτικού φαινομένου στο ενωσιακό επίπεδο, ανέδειξε, αφενός την αδυναμία του Έλληνα νομοθέτη να εναρμονιστεί με τις διεθνείς εξελίξεις, διατηρώντας αναλλοίωτο ένα άκαμπτο και, άρα, άδικο καθεστώς απέλασης, την οποία αντιμετωπίζει ως αρμοδιότητα που εμπίπτει στον πυρήνα της εθνικής του κυριαρχίας, εστιάζοντας το ενδιαφέρον πρωτίστως στους όρους διαμονής των αλλοδαπών, αφετέρου όμως, το σημαντικό ρόλο του διοικητικού δικαστή στη διαμόρφωση της κρίσιμης έννοιας της δημόσιας τάξης και στη σύγκλιση του εθνικού μας πλαισίου προς το αναπτυσσόμενο διεθνές και κοινοτικό δίκαιο.
Στη μελέτη αυτή, στο πρώτο μέρος, επιχειρείται μια κριτική παρουσίαση του ευρύτερου, πολυεπίπεδου θεσμικού πλαισίου της διοικητικής απέλασης, συνταγματικού, διεθνούς και ενωσιακού. Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η θέση που επιφυλάσσει στη διοικητική απέλαση ο τυπικός μας νομοθέτης, όπως οι επιλογές του εξωτερικεύονται μέσα από την εκάστοτε διοικητική πρακτική. Η διατήρηση της "ενιαίου τύπου" πράξης απέλασης, η οποία συνεπιφέρει, ως αυτόθροη συνέπεια, τη διπλή εγγραφή του αλλοδαπού στους καταλόγους ανεπιθυμήτων, είτε παραβιάζεται απλώς μια διάταξη του ισχύοντος πλέον ν. 3386/2005, είτε συντρέχουν στο πρόσωπο του απελαυνόμενου λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας, η συντήρηση του προϊσχύσαντος καθεστώτος του ν. 2910/2001, ως προς τους λόγους που δικαιολογούν τη διοικητική απέλαση, αλλά και η επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας της διοικητικής απέλασης και των αστυνομικών αρχών, έναντι της δικαστικής απέλασης και των λοιπών διοικητικών αρχών αντίστοιχα. Το δεύτερο αυτό μέρος διατρέχει ταυτόχρονα η κριτική στάση που τηρεί ο Έλληνας διοικητικός δικαστής, ο οποίος ακυρώνει τις περισσότερες πράξεις διοικητικής απέλασης, διαχωρίζοντας τη θέση του στο ζήτημα, ιδίως, της κρίσης περί επικινδυνότητας του αλλοδαπού, προτρέποντας τη διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχει, χωρίς να προβλέπει ειδικότερα κριτήρια, ο τυπικός νομοθέτης, αναζητώντας καταρχήν την αναλογικότητα του μέτρου. Επικαιροποιώντας την παράδοση της δεκαετίας του 1930, επιβάλει, με τις αποφάσεις του, το σεβασμό της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε όλα τα στάδια της διοικητικής διαδικασίας της απέλασης και προβαίνει σε μια διαφορετική πρόσληψη της εθνικής δημόσιας τάξης, την οποία αντιμετωπίζει ως εξαιρετική ρήτρα, παρακολουθώντας από κοντά τα τεκταινόμενα στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Γίνεται έτσι εκτενέστατη αναφορά στην πλούσια πλέον νομολογία, την οποία έχουν διαμορφώσει τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπό το καθεστώς του ν. 2910/2001, ήδη δε του ν. 3386/2005, στη βάση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία είχε αναπτυχθεί υπό το προϊσχύσαν καθεστώς.
Διαθέσιμο σε: