Ε. Πρεβεδούρου, Κανόνες soft law στο Διοικητικό Δίκαιο, 2017
Το ανά χείρας έργο, το οποίο προλογίζει ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κ. Αθανάσιος Ράντος, αναλύει τους κανόνες του soft law στο Διοικητικό Δίκαιο, τις εκφάνσεις της σχετικά νέας αυτής νομικής κατηγορίας, το πεδίο εφαρμογής της και τα ερωτήματα που παραμένουν ανοικτά́ λόγω της συνεχούς εξέλιξής της. Η εμφάνιση, η διεύρυνση και η συνεχής αναβάθμιση των κειμένων του soft law εγείρει το ζήτημα τόσο της ακριβούς νομικής φύσης όσο και της λειτουργείας του «δικαίου» αυτού́ στα πλαίσια της εθνικής έννομης τάξης.
Ως κριτήριο ένταξης στην υπό εξέταση κατηγορία επιλέγεται το ακόλουθο τρίπτυχο: η τάση προσανατολισμού́ της συμπεριφοράς των αποδεκτών χωρίς την αναγνώριση δικαιωμάτων και την επιβολή́ υποχρεώσεων, δηλαδή χωρίς νομική δεσμευτικότητα και με ορισμένο βαθμό́ τυποποίησης που πλησιάζει (χωρίς να ταυτίζεται με) τις μορφές και τους τύπους του κλασικού́ δικαίου. Στις γνωστές κατηγορίες των εγκυκλίων, αφενός, και των κατευθυντήριων οδηγιών, αφετέρου, δηλαδή των μη δεσμευτικών πράξεων ρυθμιστικών αρχών, προστίθεται μια εντυπωσιακή ποικιλία νέων, ετερόκλητων, πράξεων, οι οποίες στερούνται νομικής δεσμευτικότητας και δεν μεταβάλλουν τον εξωτερικό́ νομικό́ κόσμο, ταυτόχρονα όμως διαφοροποιούνται από́ τα προπαρασκευαστικά́ μέτρα
και τις άλλες μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις, στο μέτρο που έχουν αυτονομία και δεν εντάσσονται σε διαδικασία έκδοσης εκτελεστής διοικητικής πράξης, επιπλέον δε επηρεάζουν ουσιωδώς την οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα των ιδιωτών, όπως τα πορίσματα της ιατρικής, τα τεχνικά και ελεγκτικά πρότυπα, οι κώδικες δεοντολογίας και οι χάρτες υποχρεώσεων. Εντοπίζονται οι βασικές περιπτώσεις κανόνων που εντάσσονται στην κατηγορία αυτή́ βάσει του προεπιλεγέντος κριτήριου, αναλύονται η νομική́ φύση τους, οι ιδιαιτέρες λειτουργιές που επιτελούν στο πλαίσιο της έννομης τάξης και η συνάρθρωση με το κλασικό́ «σκληρό́» δίκαιο, παράλληλα δε εξετάζεται και η έννοια της “κανονιστικότητας”.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει περαιτέρω η δικονομική́ μεταχείριση του soft law, δηλαδή το αν και πώς το λαμβάνει υπόψη ο δικαστής κατά́ τον έλεγχο της δράσης της Διοίκησης και την προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών. Λαμβανομένης υπόψη της εκτεταμένης, πλέον, εφαρμογής του, επιβάλλεται οι κανόνες του να υπόκεινται σε δικαστικό́ έλεγχο, διότι διαφορετικά́ οι διοικητικές αρχές θα προσέφευγαν στην υιοθέτηση τέτοιων άτυπων ρυθμίσεων για να παραμείνουν ανέλεγκτες. Αυτό́ καθιστά́ αναγκαία την αναθεώρηση της έννοιας της προσβλητής πράξης, κατ’ ουσία τη διεύρυνση της έννοιας της εκτελεστής πράξης διοικητικής αρχής κατά́ το άρθρο 95 παρ. 1 εδ. α ́, του Συντάγματος. Στο πλαίσιο αυτό, αναλύεται διεξοδικά ο ευθύς ακυρωτικός έλεγχος των πράξεων του soft law στον οποίο προβαίνει τελευταίως, τολμώντας εντυπωσιακή δικονομική υπέρβαση, το γαλλικό Conseil d’Etat και εξετάζονται οι συνέπειες για θεμελιώδεις έννοιες του διοικητικού δικαίου, κυρίως για τη δεκτική δικαστικής προσβολής διοικητική πράξη. Το έργο συμπληρώνεται με εκτενή ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία για την οικεία θεματική και αλφαβητικό ευρετήριο με την παράθεση των κυριότερων όρων του βιβλίου.
Διαθέσιμο σε: