Top

Αναζήτηση


Παραπομπές


Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΜΠρΑθ 1245/2022 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΑθ 1245/2022 - Πλήρες κείμενο

Σύνθεση: Αθανάσιος Πανταζόπουλος, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Δημήτριος Βλαχόπουλος, Γεωργίος Ζούνης, Δέσποινα Μαγγίδα

Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη· καταχρηστική καταγγελία· ακυρότητα· αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου· μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4808/2021 ο εργοδότης έχει πλέον το βάρος της απόδειξης ότι η απόλυση έγινε για κάποιον επιτρεπόμενο λόγο, λόγω του νόμιμου τεκμηρίου που θέτει ο νόμος.

Νομικές διατάξεις: άρθρα 66 ν. 4808/2021, 4, 5 α.ν. 539/1945, 3, 16 ν. 4504/1966, 281, 656 ΑΚ, 1, 3 ΥΑ 19040/81

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

1245/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και την Γραμματέα Παναγιώτα Αθανασοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 10η.5.2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΝΑΓΩΝ: … … του …, ΑΦΜ. ..., κάτοικος Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Δημήτριου Βλαχόπουλου (ΑΜ … ΔΣΑ).

ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ: … … του ..., κάτοικος Αθηνών, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια των πληρεξουσίων της Δικηγόρων Ζούνη Γεωργίου (ΑΜ … ΔΣΑ) και Μαγγίδα Δέσποινας (ΑΜ … ΔΣΑ).

Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 06.3.2022 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ …/.../2022 αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 5§ 6 ΑΝ 539/45 απαγορεύεται στον εργοδότη να απολύσει τον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής και επομένως η σχετική καταγγελία της σύμβασης είναι άκυρη (174, 180 ΑΚ), χωρίς να απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του μισθωτού ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας από την ισχύ της παρ. 15 του άρθρου 3 Ν 4504/66 (14.3.66) με την οποία συμπληρώθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 4 ΑΝ 539/45 (ΑΠ 1013/87 ΔΕΝ 44. 585· ΕφΘεσ. 117190 ΔΕΝ 47.759) και τότε είναι υποχρεωμένος ο εργοδότης να καταβάλλει στο μισθωτό κατ` άρθρο 656 ΑΚ μισθούς υπερημερίας δηλαδή όλες τις αποδοχές, που θα έπαιρνε αν η σύμβαση συνεχιζόταν κανονικά και ο εργοδότης αποδεχόταν τις υπηρεσίες του μισθωτού π.χ. επιδόματα εορτών - αδείας κατ’ άρθρα 1, 3 Υ.Α 19.040/81 παρ. 3 παρ. 16 Ν. 4504/66 (ΕφΑθ 6449/2002, Νομος ·ΕφΑθ 3362/89 ΔΕΝ 46.305, ΕφΑθ 5257/87 Δ 19.339). Η απαγόρευση αφορά μόνο την άδεια αναψυχής που χορηγείται βάσει του πιο πάνω νόμου και δεν ισχύει για άλλες άδειες π.χ. αναρρωτική - συμβατική (ΑΠ 542/93 ΔΕΝ 53.88· ΑΠ 770/89 ΔΕΝ 46.300, ΑΠ 1998/86 ΔΕΝ 43.1005· ΕφΑθ 6449/2002, Νομος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 66§1 του ν. 4808/2021 (ΦΕΚ τ. A 101/19.06.2021) «Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη, εφόσον : α) Οφείλεται σε δυσμενή διάκριση σε βάρος του εργαζομένου ή εκδικητικότητα λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, πολιτικών φρονημάτων, θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων, γενεαλογικών καταβολών, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενετήσιου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, αναπηρίας, ή συμμετοχής ή μη σε συνδικαλιστική οργάνωση, ή β) γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου ή γ) αντίκειται σε άλλη ειδική διάταξη νόμου, ιδίως, όταν πρόκειται για απόλυση: γα) που οφείλεται σε διάκριση για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1 του ν. 4443/2016 (Α` 232) ως αντίμετρο σε καταγγελία ή αίτημα παροχής έννομης προστασίας, για τη διασφάλιση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 4443/2016,γβ) που οφείλεται στην άσκηση των δικαιωμάτων σε περίπτωση βίας και παρενόχλησης, σύμφωνα με το άρθρο 13, γγ) των εγκύων και τεκουσών γυναικών, όπως και του πατέρα του νεογεννηθέντος τέκνου για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 15 του ν. 1483/1984 (Α` 153), όταν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος, γδ) ως αντίδραση στο αίτημα ή τη λήψη οποιασδήποτε άδειας που προβλέπεται στο Μέρος ΙΙΙ, σύμφωνα με το άρθρο 48, ή ευέλικτης ρύθμισης για λόγους φροντίδας του τέκνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 31, γε) κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 5 του α.ν. 539/1945 (Α` 229), γστ) των πολύτεκνων, αναπήρων και εν γένει προστατευόμενων προσώπων, που έχουν τοποθετηθεί σύμφωνα με τον ν. 2643/1998 (Α` 220), όταν δεν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν. 2643/1998, γζ) των στρατευμένων, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3514/1928 (Α` 77), γη΄) των μετεκπαιδευομένων εργαζομένων σε τουριστικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 1077/1980 (Α` 225), γθ΄) που γίνεται κατά παράβαση της νομοθεσίας περί ομαδικών απολύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 1387/1983 (Α` 110), γι΄) των συνδικαλιστικών στελεχών, όπως ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1264/1982 (Α` 79), καθώς και των μελών των συμβουλίων εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 1767/1988 (Α` 63), όπως και των μελών της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και των εκπροσώπων των εργαζομένων, που ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση της παρ. 3 του άρθρου 56 του ν. 4052/2012 (Α` 41), σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 64 του ν. 4052/2012, κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 14 του ν. 1264/1982, όταν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος, για΄) που οφείλεται σε νόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 1264/1982, γιβ΄) λόγω μη αποδοχής από τον εργαζόμενο πρότασης του εργοδότη για μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990 (Α` 101), γιγ΄) των εργαζομένων που αρνούνται τη διευθέτηση, που έχει συμφωνηθεί συλλογικά και η άρνησή τους δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη, σύμφωνα με την περ. β` της παρ. 1 και την περ. β` της παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 1892/1990, καθώς και των εργαζομένων που δεν υπέβαλαν αίτημα για διευθέτηση, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 41 του ν. 1892/1990, αν και τους ζητήθηκε από τον εργοδότη, γιδ΄) των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα αποσύνδεσης της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3846/2010 (Α` 66).» Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 66 προβλέπεται ότι «Αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 1 λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο.» Η εν λόγω διάταξη αναπτύσσει ισχύ, σύμφωνα με τη μεταβατική του διάταξη του άρθρου 80 αυτού, στις καταγγελίες που λαμβάνουν χώρα μετά την θέση του τελευταίου νόμου σε ισχύ, ενώ δεν καταργεί την προειρημένη διάταξη του άρθρου 5§6 ΑΝ 539/45, αφού δεν περιλαμβάνεται στις καταργούμενες με αυτόν διατάξεις. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4808/2021, «Γίνεται ενδεικτική αναφορά όσων απαγορεύονται με ρητή νομοθετική διάταξη ήδη πριν την ισχύ του παρόντος νόμου, αλλά προστίθενται και λόγοι που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος νόμου (απόλυση για ενάσκηση δικαιώματος αποσύνδεσης, συμφιλίωσης της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής κ.λπ.). Πιο σημαντική, όμως, και πρωτοποριακή είναι η γενική πρόβλεψη ότι απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε απόλυση που γίνεται ως αντίδραση για την άσκηση οποιουδήποτε νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου. Η προστασία των εργαζομένων ενισχύεται και από την πρόβλεψη της παρ. 2, σύμφωνα με την οποία, εάν κατ’ αρχήν αποδειχθούν πραγματικά περιστατικά που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απόλυση είναι απαγορευμένη, ο εργοδότης φέρει το βάρος να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο. Με βάση τις διατάξεις αυτές είναι πλέον πολύ δύσκολο για τον εργοδότη να απειλήσει, αμέσως ή εμμέσως, τον εργαζόμενο με απόλυση, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος ασκήσει νόμιμο δικαίωμά του καθώς, πλέον, όχι μόνον προβλέπεται ρητή ακυρότητα σε μία τέτοια περίπτωση (και δεν απαιτείται η πολύ λιγότερο βέβαιη κρίση μέσω του άρθρου 281 ΑΚ, στην οποία μπορεί να υπεισέρχονται και άλλα κριτήρια που μπορεί να καταλήξουν εις βάρος του εργαζομένου), αλλά και προβλέπεται ρητά η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως υπέρ του εργαζομένου.» Αν, πάντως, ο εργοδότης, o οποίος, λόγω του νόμιμου τεκμηρίου που θέτει ο νόμος, έχει πλέον εκείνος το βάρος της κύριας περί του αντιθέτου απόδειξης ανταποκριθεί σε αυτό, αποδεικνύοντας ότι η απόλυση έγινε για κάποιον άλλο, επιτρεπόμενο λόγο, ο ισχυρισμός του ενάγοντος απορρίπτεται κατ’ ουσίαν, όπως γινόταν δεκτό μέχρι πρόσφατα για τον ισχυρισμό εκ του άρθρου 281 ΑΚ, για την απόδειξη του οποίου όμως βαρύνονταν ο εργαζόμενος πριν τον Ν. 4808/2021 [ΑΠ 96/2004, Νομος· ΑΠ 326/2001 ΕλλΔνη 2001.1310· ΑΠ 1763/1999 ΔΕΝ 2000.1445. Βλ. υπό τον ν. 4808/2021 Κουκιάδη, Μεταρρύθμιση ή απορρύθμιση από τις ρυθμίσεις του ν. 4808/2021, Γενική επισκόπηση, ΕλλΔνη 2021 σ. 1604 και ευρύτερα για την λειτουργία του νομίμου τεκμηρίου σε αντίθεση με την εκ πρώτης όψης απόδειξη Αθ.Πανταζόπουλο, Η εκ πρώτης όψης (prima facie) απόδειξη στη διεθνή σύμβαση μεταφοράς (άρθρα 30§1 και 9§1 CMR), Digesta, σ. 130 - 140 και τις εκεί παραπομπές – πρβλ. όμως ΜΠρΧαλκ 279/2022, Νομος).

Ο ενάγων στην κρινόμενη αγωγή του εκθέτει ότι προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως πωλητής στην επιχείρηση της εναγόμενης και δη στο οπωροπωλείο της επί της οδού … στην Αθήνα, διαθέτων το εκ του νόμου προβλεπόμενο πιστοποιητικό υγείας εργαζόμενου σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπου και απασχολήθηκε με σύστημα εξαήμερης εργασίας, απασχολούμενος καθημερινώς επί εξάωρο, έναντι μηνιαίου μισθού ύψους, 873,31 ευρώ (μικτά – καθαρές αποδοχές : 750 ευρώ). Ότι από την έναρξη της απασχόλησης του απασχολήθηκε επί οκτάωρο ημερησίως, ήτοι επί 48 ώρες εβδομαδιαίως, χωρίς να αμειφθεί για την υπερεργασία του και την απασχόληση του νυκτερινές ώρες και ότι από την πρόσληψη του μέχρι τον Ιούνιο του 2021 απασχολείτο επί πλέον μία ώρα την ημέρα με άλλο είδος εργασίας και συγκεκριμένα με την διανομή εμπορευμάτων μεγάλου βάρους κατ’ οίκον, χωρίς όχημα. Ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης ήταν προσβλητική και εκφοβιστική προς το πρόσωπο του, ασφαλίζοντας τον για υπολειπόμενες ώρες εργασίας των πραγματικών. Ότι στις 20.10.2021 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας διαμαρτυρόμενος εγγράφως για την συμπεριφορά της εναγόμενης, όπου η εναγόμενη αρνήθηκε την βασιμότητα των καταγγελλόμενων, παραλείποντας εντεύθεν να τον απασχολεί πέραν του συμβατικού ωραρίου του, χωρίς, όμως, να του καταβάλει τα οφειλόμενα. Ότι η εναγόμενη κατήγγειλε εκδικητικά εν τέλει την σύμβαση εργασίας του, επειδή είχε προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας και ενώ αυτός ευρίσκετο σε κανονική άδεια αναψυχής την 8η Δεκεμβρίου 2021. Ότι η ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του πάσχει ακυρότητας, για το λόγο ότι αυτή έγινε ως αντίδραση σε ενάσκηση δικαιώματός του και οφείλεται στην άσκηση δικαιωμάτων του σε περίπτωση παρενόχλησης (άρθρο 66§1 περ. β΄ και §1 περ. γ΄ υποπερ. γβ΄ του Ν. 4808/2021 αντίστοιχα), αλλά και για τον λόγο ότι ο ενάγων ευρίσκετο σε άδεια και, επικουρικώς, για τον λόγο ότι είναι καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, καθώς έγινε για εκδικητικούς λόγους και ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζόμενου. Ότι η εναγόμενη εξαιτίας της ακυρότητας της καταγγελίας περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας, προκαλώντας του μείωση της προσωπικότητας του και της επαγγελματικής του φήμης, εκθέτοντας αυτόν στον περίγυρο του, ενώ υπέβαλε εναντίον του και μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά από νόμιμη τροπή μέρους των χρηματικών αιτημάτων του από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά με δήλωση στις προτάσεις του και με σχετική προφορική δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου (άρθρο 223 ΚΠολΔ) ζητά : α) να αναγνωριστεί η, για τους ανωτέρω λόγους, ακυρότητα της από 8.12.2021 καταγγελίας της εργασιακής του συμβάσεως και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του με καταδίκη σε χρηματική ποινή 50.000 ευρώ και σε προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους αυτής σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας το ποσό των 13.067,57 ευρώ, που αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο από την επομένη της ημεροχρονολογίας απόλυσής του (ήτοι την 9η Δεκεμβρίου 2021) έως την 31η Δεκεμβρίου 2022 και γ) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη του οφείλει το ποσό των 12.280,92 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις αιτηθείσες αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά τον πιθανολογούμενο χρόνο έκδοσης απόφασης επί της αγωγής του, ήτοι μετά την 1η.1.2023, δ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 4.000 ευρώ και ε) αναγνωριστεί ότι του οφείλει επιπλέον το ποσό των 6.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ζητά, επιπλέον, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει στ) το ποσό των 2.376,42 ευρώ για αμοιβή πρόσθετης χρονικά εργασίας και υπερεργασίας, ζ) το ποσό των 141,38 ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες, η) το ποσό των 245,70 ευρώ για αμοιβή πρόσθετης κατ’ είδος εργασίας νομιμοτόκως για κάθε κονδύλι από τότε που αυτό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής του. Επικουρικώς και για την περίπτωση που η αγωγή του απορριφθεί αιτείται με απειλή των προβλεπόμενων ποινών κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ να του χορηγηθεί κατ’ άρθρο 678§§1 και 2 ΑΚ πιστοποιητικό εργασίας. Τέλος, ζητά να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Η αγωγή, με κύριο αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και τις σωρευόμενες με αυτό αξιώσεις, έχει ασκηθεί παραδεκτά εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 και 2 του Ν 3198/1955 [με χρόνο καταγγελίας την 8η.12.2021 η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 6η.3.2022 και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 8η.3.2022, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …/8.3.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών … ...]. Παραδεκτά δε εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015), ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 11 αρ. 7, 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 του ΚΠολΔ), για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας προσκομίζεται κατ’ άρθρο 3§2 Ν. 4640/2019 έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος για την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση. Ως προς το αίτημα περί επιδίκασης ηθικής βλάβης η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 281, 299, 648, 672, 914, 932 του ΑΚ, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, από τις οποίες (διατάξεις) συνάγεται ότι αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του μισθωτού, ήτοι μείωσης της υπόληψης αυτού, ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού, για πραγματική απασχόληση ή, που συνιστούν αδικοπραξία, περίπτωση, που συντρέχει επί καταχρηστικής καταγγελίας, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται, κατ’ εύλογη κρίση, από το Δικαστήριο (ΑΠ 22/2014, Νομος· ΑΠ 282/2009, Νομος· ΕφΑθ 612/2019, Νομος· ΕφΠειρ 146/2014, Νομος). Επίσης, ως προς τα υπόλοιπα αιτήματα της, είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 66§1 περ. β΄ και §1 περ. γ΄ υποπερ. γβ΄ του Ν. 4808/2021, 5 παρ. 6 ΑΝ 539/45 σε συνδυασμό με τα άρθρα 174, 180 ΑΚ, 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 656, 659, 669 παρ. 2, 678 ΑΚ, 2, 5 του ν. 3198/1955, 1 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 1082/80, 1 παρ. 1, 2 και 3, 3 παρ. 1, 6, 10 παρ. 1 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας (επιδόματα εορτών), 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 (επίδομα αδείας), σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού, καθώς και στο άρθρο 4 του ν. 2874/2000, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 74 παρ.10 του ν. 3863/2010 για τις αξιώσεις υπερεργασίας και τις διατάξεις της 18310/1946 ΚΥΑ Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, όπως συμπληρώθηκε και ερμηνεύθηκε από την 25825/51 όμοια για τις αξιώσεις για την προσαύξηση της νυχτερινής εργασίας. Επίσης, η αγωγή ερείδεται επί των άρθρων 68, 69 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, από την οποία προκύπτει ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο μεν, αλλά μη απαιτητό, δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικαστεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον και, συνεπώς, μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την καταγγελία ή και με τη ρητή αποδοχή τους (ΑΠ 868/2018 Νομος· ΕφΑθ 146/2020, Νομος), καθώς και στα άρθρα 70, 176, 191 παρ. 2, 218, 946 (ΑΠ 966/2009, ΕλλΔνη 2009.700· ΑΠ 1540/2006, Νομος· ΑΠ 1167/1999, Νομος· Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ, β΄ έκδ., άρθρο 946, αριθμ.1), 907, 908 παρ. 1 περ. ε’ και 910 αρ. 4 του ΚΠολΔ, με την επισημείωση, όμως, ότι το αγωγικό αίτημα να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή είναι νόμιμο μόνο όσον αφορά το καταψηφιστικό αγωγικό αίτημα, διότι προσωρινά εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνο οι αποφάσεις που μετά την τελεσιδικία τους μπορούν να αποτελέσουν εκτελεστούς τίτλους. Τέλος, όσον αφορά το αίτημα για την επιδίκαση τόκων από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους αιτούμενου κονδυλίου αυτό είναι νόμιμο με την επισήμανση ότι για τα ποσά που αποτελούν μισθό, τόσο κυριολεκτικά όσο και υπό την ευρεία έννοια του νόμου (μισθοί υπερημερίας) επιδικάζονται νόμιμοι τόκοι από την επομένη της παρόδου του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούν, ενώ ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια επιδικάζονται νόμιμοι τόκοι για μεν τα επιδόματα δώρων Χριστουγέννων από την επομένη της 31ης.12 εκάστου έτους που οφείλονται, για δε τα επιδικασθέντα επιδόματα δώρων Πάσχα από την επόμενη της 30ης-04 εκάστου έτους που οφείλονται, αφού γι’ αυτά έχει οριστεί (άρθρα 10 της Υ.Α. 19040/1981) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου αντιστοίχως), ομοίως δε για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας από την 1η.1 του επομένου έτους, καθώς σε όλες αυτές τις περιπτώσεις με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας ο εργοδότης γίνεται υπερήμερος και οφείλει τόκους (ΟλΑΠ 39/2002, ΕΕργΔ 2002.1482). Αντίθετα, για τα ποσά που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση για την προσαύξηση της κατ’ εξαίρεση υπερεργασίας (ΕφΑθ 236/2019, Νομος) και την προσαύξηση για απασχόληση τη νύχτα, τόκοι οφείλονται κατά νόμο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, η οποία συνιστά όχληση (ΑΚ 346), αφού τα εν λόγω ποσά δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία και, συνεπώς, δεν ορίζεται από τον νόμο δήλη ημέρα καταβολής τους και ως εκ τούτου οι τόκοι για τις απαιτήσεις αυτές αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής (ΜΠρΑθ 17/2019, Νομος· ΜΠρΑθ 481/2016, Νομος· ΜΠρΑμαλ 132/2013, Νομος). Τέλος, από ίδιο χρονικό σημείο (επόμενη της επίδοσης της αγωγής - όχληση) οφείλονται τόκοι ως προς το κονδύλιο της ηθικής βλάβης (ΑΠ 708/99, ΕλλΔνη 2000.448· ΕφΑθ 7832/99, ΔΕΕ 2000.179). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί η βασιμότητα της από ουσιαστική άποψη κατά τα αιτήματα που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι, μετά τον μερικό περιορισμό του αιτήματός του ενάγοντος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, αφενός μεν δεν είναι αναγκαία η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για το καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής, ενόψει του ότι αυτό (μετά τον εν μέρει περιορισμό) δεν υπερβαίνει κατά ποσό το όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (20.000 ευρώ), σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 ΚΠολΔ και, αφετέρου, για το αναγνωριστικό αντικείμενο της αγωγής δεν είναι αναγκαία η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 παρ. 3 Ν.Δ. 1544/1942). Η εναγόμενη αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή και προβάλλει, επιπρόσθετα, τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του, διότι ουδέποτε ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε για τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές λόγω υπερεργασίας ή ως προς το ωράριο του και, παρά ταύτα, ζητά την ακύρωση της απόλυσης του. Η ένσταση αυτή, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, είναι νόμω αβάσιμη, εφόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύναται να θεμελιώσουν τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της εν λόγω διάταξης, διότι, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του και, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργούμενη κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση (ΑΠ 652/2010 ΝοΒ 2011.72).

Από την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων … … και … …, των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά με την παρούσα και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου μερικής απασχόλησης, ως υπάλληλος – πωλητής εμπορικού καταστήματος στο οπωροπωλείο της εναγόμενης στο Ηράκλειο Αττικής, διαθέτων το από 15.6.2020 προβλεπόμενο πιστοποιητικό υγείας εργαζόμενου που απαιτούνταν για την απασχόληση του σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπως εν προκειμένω της εναγόμενης. Ο ενάγων συμφωνήθηκε να απασχοληθεί στην παραπάνω επιχείρηση της εναγόμενης με σύστημα εξαήμερης εργασίας επί εξάωρο ανά ημέρα και συγκεκριμένα με ωράριο την Δευτέρα 10:00 – 16:00, την Τρίτη 07:00 – 13:00, την Τετάρτη 15:00 – 21:00, την Παρασκευή 10:00 – 16:00, το Σάββατο 09:00 – 15:00 και την Κυριακή 11:00-17:00. Ο μικτός μηνιαίος του μισθός συμφωνήθηκε στα 873,31 ευρώ, ενώ οι καθαρές του αποδοχές ανέρχονταν σε 750 ευρώ. Ο ενάγων αρχικά απασχολείτο στο κατάστημα της εναγόμενης στο Ηράκλειο Αττικής, στην συνέχεια, όμως, απασχολήθηκε στο έτερο κατάστημα της εναγόμενης επί της οδού … στην Αθήνα. Αμφότερα τα καταστήματα ήταν ανοικτά όλη την εβδομάδα από τις 07:00 έως τις 10:30 και σε έκαστο αυτών απασχολούνταν σε διαδοχικές βάρδιες τέσσερις εργαζόμενοι. Στην πραγματικότητα δε ο ενάγων προς κάλυψη των αναγκών των καταστημάτων της εναγόμενης στα οποία εργάστηκε, από την έναρξη της απασχόλησης του απασχολήθηκε σε αυτά επί οκτάωρο ημερησίως, παραμένοντας επί του καταστήματος, ήτοι απασχολείτο επί 48 ώρες εβδομαδιαίως, με απασχόληση από την πρόσληψη του έως τις 10 Σεπτεμβρίου 2021 από τις 10:00 έως τις 18:00 και έκτοτε με ωράριο από τις 14:30 έως τις 10:30, οπότε και έκλεινε το κατάστημα, ενημερώνοντας σχετικώς την εναγόμενη στέλνοντας της αντίγραφο των ημερήσιων εισπράξεων με κινητό τηλέφωνο (βλ. και προσκομιζόμενες φωτογραφίες – μηνύματα SMS), πλην μίας εβδομάδος τον Αύγουστο του 2021 που ο ενάγων είχε λάβει άδεια. Δεν αποδείχθηκε όμως η απασχόληση του επί πλέον μία ώρα την ημέρα με άλλο είδος εργασίας και συγκεκριμένα με την διανομή εμπορευμάτων μεγάλου βάρους κατ’ οίκον, χωρίς όχημα, όπως διατείνεται στην αγωγή του, καθώς εκ της φύσης της εργασίας του ήταν αναγκαία η διαρκής παρουσία του στο κατάστημα. Επίσης, δεν αποδείχθηκε προσβλητική και εκφοβιστική προς το πρόσωπο του συμπεριφορά της εναγόμενης (βλ. και κατάθεση συναδέλφου του – μάρτυρα ανταπόδειξης), λαμβανομένου υπόψη ότι η εναγόμενη διατηρεί συνοικιακά καταστήματα, στα οποία τέτοια συμπεριφορά θα είχε γίνει αμέσως αντιληπτή στην πελατεία της με συνέπεια την μείωση του τζίρου της. Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε στην εναγόμενη για την απασχόληση του πέραν του νομίμου ωραρίου του, χωρίς να λαμβάνει τα επιπλέον ποσά που του οφείλονταν για την προαναφερθείσα υπερεργασία που παρείχε, καθώς και για την (ημίωρη σε ημερήσια βάση) νυκτερινή απασχόληση του από τις 10 Σεπτεμβρίου 2021, πλην όμως η εναγόμενη δεν του κατέβαλε κάποιο επιπλέον ποσό. Κατόπιν αυτών, στις 20.10.2021 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας διαμαρτυρόμενος εγγράφως για την συμπεριφορά της εναγόμενης, όπου η εναγόμενη αρνήθηκε την βασιμότητα των καταγγελλόμενων κατά την συζήτησή της στις 16.11.2021. Μετά δε την προσφυγή του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας και την συζήτηση αυτής την προαναφερθείσα ημερομηνία σταμάτησε έκτοτε να τον απασχολεί πέραν του συμβατικού ωραρίου του. Ενώ δε ο ενάγων ευρίσκετο σε κανονική άδεια αναψυχής διάρκειας από 26.11.2021 έως 8.12.2021 η εναγόμενη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του την 8η Δεκεμβρίου 2021, δηλώνοντας του με την από 8.12.2021 εξώδικη καταγγελία της που επιδόθηκε την ίδια ημέρα (βλ. υπ’ αριθμ. …/8.12.2021 έκθεση επίδοσης Δικαστικού Επιμελητή Εφετείου Αθηνών) ότι «καταγγέλλει την εργασιακή τους σύμβαση και τον καλεί να παύσει από αύριο να παρέχει την υπηρεσία του». Κατά συνέπεια, η ως άνω εξώδικη δήλωση σε ενεστώτα χρόνο, περιελθούσα στον λήπτη της δήλωσης – ενάγοντα την 8η.12.2021 πάσχει ακυρότητας, αφού έγινε ενώ ο ενάγων ευρίσκετο σε νόμιμη άδεια αναψυχής, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης ότι αυτή ανέπτυσσε ισχύ από την επόμενη ημέρα, οπότε ο ενάγων δεν θα ευρίσκετο σε άδεια, αφού, άλλως, η διάταξη θα στερείτο νοήματος. Επιπλέον, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν έγινε για λόγους εκδικητικότητας, αλλά για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος δεν ήταν η αρμόζουσα προς τους πελάτες ελέγχονται ως ουσία αβάσιμοι, καθώς η μάρτυρας ανταπόδειξης που (μόνη αυτή) επιβεβαίωσε τον εν λόγω ισχυρισμό δεν εργαζόταν εκείνη την περίοδο στο κατάστημα της εναγόμενης στην οδό …, αλλά στο κατάστημα Ηρακλείου και όσα κατέθεσε ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα ήταν εξ ακοής (από την εναγόμενη). Συνεπώς, η εναγόμενη δεν ανέτρεψε το τεκμήριο που θέτει η διάταξη του άρθρου 66§2 του ν. 4808/2021, αποδεικνύοντας ότι η ένδικη καταγγελίας της σύμβασης εργασίας που έγινε σε σύντομο χρόνο από την συζήτηση της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας δεν έγινε εκ του λόγου αυτού, σύμφωνα και με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Κατά συνέπεια, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη για τους δύο ανωτέρω λόγους που προαναφέρθηκαν (διότι έλαβε χώρα ενώ ο ενάγων ευρίσκετο σε άδεια και για λόγους εκδικητικότητας) και ως εκ τούτου η εναγόμενη, που περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας αυτού, υποχρεούται να του καταβάλει τον μισθό του - αποδοχές υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται πραγματική προσφορά των υπηρεσιών εκ μέρους του ενάγοντος για την χρονική περίοδο έως και 31.12.2022, απορριπτομένου του επιπλέον αιτούμενου ποσού (αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής) ως πρόωρου. Συνακόλουθα, η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για μισθούς υπερημερίας (μικτές αποδοχές) της χρονικής περιόδου από την 9η.12.2021 έως την 31η.12.2022 το ποσό των {698,60 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2021 [20 εργάσιμα ημερομίσθια [873,31/25] από 9.12.2021 έως 31.12.2022 Χ 34,93 ευρώ έκαστο + 84,57 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2021 [2 ημερομίσθια για το πρώτο δεκαεννιαήμερο εργασίας από 9.12.2021=69,86 + (4/19 Χ 69,86 =) 14,71 για το υπόλοιπο μέρος του δεκαννιαήμερου έως 31.12.2021) + (14 Χ 873,31 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνών Ιανουαρίου 2022 – Δεκεμβρίου 2022, Δώρο Χριστουγέννων = ένας μισθός, επίδομα αδείας = ½ μισθού και Δώρο Πάσχα= ½ μισθού) =}13.009,51 ευρώ. Επιπλέον, δεδομένου ότι ουδέν έχει καταβάλει η εναγόμενη σε εξόφληση των ωρών που απασχολήθηκε ο ενάγων παρέχοντας υπερεργασία κατά τα προεκτιθέμενα, η εναγόμενη του οφείλει για την αιτία αυτή το ποσό των {(29 εβδομάδες Χ 8 ώρες υπερεργασίας/εβδομάδα=) 232 ώρες Χ [(ωρομίσθιο : 873,31/25Χ6/36=5,82 ευρώ) + (προσαύξηση 20% Χ 5,82=)1,16=]6,98=} 1.619,36. Επίσης, υποχρεούται να του καταβάλει, με βάση και το αίτημα, για νυκτερινή απασχόληση 0,5 ώρας/ημέρα από 11.9.2021 έως και 16.11.2021, ήτοι για 29 ώρες απασχόλησης από τις 22:00 έως τις 22:30 το ποσό των {[(650/25 Χ6/40=)3,90 ευρώ/ώρα + (προσαύξηση 25% Χ 3,90=) 0,98=]4,88 Χ 29=] 141,52 ευρώ (αιτούμενο και επιδικαζόμενο: 141,38 ευρώ). Τέλος, από την ως άνω άκυρη απόλυση του ενάγοντος η οποία πάσχει ακυρότητας, καθώς έγινε (και) για εκδικητικούς λόγους συνιστά αδικοπραξία της εναγόμενης, προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντος ως μισθωτού, αφού μειώθηκε η υπόληψη αυτού, ως εργαζομένου και επομένως, πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 500 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο κατά την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ). Συνεπώς, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 8.12.2021 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος για τους δύο ανωτέρω λόγους που προαναφέρθηκαν (διότι έλαβε χώρα ενώ ο ενάγων ευρίσκετο σε άδεια και για λόγους εκδικητικότητας), να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του και να καταδικαστεί αυτή σε χρηματική ποινή 20.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μήνα, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εναγόμενης με την διάταξη αυτή της αποφάσεως. Επίσης, πρέπει η εναγόμενη να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα για μισθούς υπερημερίας (μικτές αποδοχές) της χρονικής περιόδου από την 9η.12.2021 έως την 31η.12.2022 το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εννέα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (13.009,51 €), με τον νόμιμο τόκο, ως προς τους μισθούς υπερημερίας, από την επομένη της παρόδου του χρονικού διαστήματος (μηνός) το οποίο αφορούν, για τα επιδόματα δώρων Χριστουγέννων από την επομένη της 31ης.12 εκάστου έτους που οφείλονται, για το επίδομα Πάσχα από την 30η Απριλίου του έτους που αφορά, για το επίδομα αδείας από την 1η.1 του επομένου έτους το οποίο αφορά. Επιπλέον, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει το ποσό των 1.619,36 ευρώ για υπερεργασία - προσαύξηση αυτής, το ποσό των 141,38 ευρώ για προσαύξηση νυκτερινής απασχόλησης και το ποσό των 500 ευρώ για ηθική βλάβη, ήτοι το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (1.619,36 + 141,38 + 500= 2.260,74€) με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής. Το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο και από ουσιαστική άποψη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, διότι πρόκειται για εργατικές απαιτήσεις (άρθρα 907 και 908 παρ.1 περ. ε΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, η εναγομένη, που ηττήθηκε εν μέρει, πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, κατά μερική αποδοχή του σχετικού αιτήματος του ως βάσιμου και κατ’ ουσίαν (άρθρα 106, 176, 178, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.-

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 8.12.2021 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος για τους λόγους που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.-

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος υπό τους όρους της εργασιακής τους σύμβασης που τους συνδέει.-

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε χρηματική ποινή 20.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μήνα, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της με την αμέσως προηγούμενη διάταξη αυτή της αποφάσεως.-

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για μισθούς υπερημερίας (μικτές αποδοχές) της χρονικής περιόδου από την 9η.12.2021 έως την 31η.12.2022 το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εννέα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (13.009,51 €), με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας.-

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 8.000 ευρώ.-

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, επιπλέον, για τις αιτίες που αναφέρονται στο σκεπτικό, το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (2.260,74€) με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής.-

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 1.000 ευρώ.-

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.-

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκταση δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις …

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ