Top

Αναζήτηση


Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
1
Έτος
2023
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας, 1 (2023)


ΜΠρΘεσ 891/2022 - σχόλιο: Π. Ρεντούλης

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΘεσ 891/2022

Δικαστής: Δ. Μίγκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικηγόροι: Ζ. Τσιούρδα - Κ. Ρηγόπουλος, Αικ. Επισκόπου

Νομικές Διατάξεις: άρθρα 975-979 ΚΠολΔ

Πίνακας κατάταξης· μεταβατικό δίκαιο· κρίσιμος ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση που οδηγεί στην είσπραξη του πλειστηριάσματος· οι προνομιακές απαιτήσεις δεν κατατάσσονται στο 10%, ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκαν.

1. Με την υπό κρίση ανακοπή του, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο εκθέτει ότι με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, σε εκτέλεση της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πλειστηριάστηκε, στις 9.10.2020, η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη της Γ. Π. του Κ., αντί επιτευχθέντος πλειστηριάσματος 23.000 ευρώ, συνταχθείσας σχετικά της με αριθμό …/9.10.2020 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ν. Ν.. Ότι μετά το διενεργηθέντα πλειστηριασμό το ίδιο, δια του Προϊσταμένου της Ε´ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, με την υπ’ αριθ. πρωτ. .../336/2020 αναγγελία του, ανήγγειλε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο τις ληξιπρόθεσμες και προνομιακές, κατ’ άρθρο 975 αριθ. 5 ΚΠολΔ, απαιτήσεις του κατά του καθ’ ου η εκτέλεση, ποσού 6.602,51 ευρώ, την οποία (αναγγελία) με τον πίνακα χρεών που τη συνοδεύει, όπου εμφαίνονται αναλυτικά οι απαιτήσεις αυτές, ενσωματώνει στην ανακοπή του. Ότι λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο με αριθμό …/9.4.2021 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης, συνολικού ποσού 5.800,14 ευρώ, διαίρεσε το υπόλοιπο πλειστηρίασμα, ύψους 17.199,86 ευρώ, σε ποσοστά 25%, 65% και 10% και κατέταξε: 1) στο 25% του πλειστηριάσματος το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, δια της Ε´ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, για το ποσό των 4.299,97 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, προς μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών του, 2) στο 65% του πλειστηριάσματος την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα την εκτέλεση, για το ποσό των 11.179,91 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, ως ενυπόθηκη δανείστρια, προς μερική ικανοποίηση της εκτελούμενης απαίτησής της, 3) στο 10% του πλειστηριάσματος α) την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα την εκτέλεση για το ποσό των 570,89 ευρώ, οριστικά, προς μερική ικανοποίηση της εκτελούμενης απαίτησής της, β) τη δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «E. R. D.», για το ποσό των 66,67 ευρώ, τυχαία, υπό τον όρο τελεσιδικίας της αναγγελθείσας απαίτησής της, προς μερική ικανοποίηση αυτής και γ) τη δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «C. FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», για το ποσό των 1.082,43 ευρώ, τυχαία, υπό τον όρο τελεσιδικίας της αναγγελθείσας απαίτησής της, προς μερική ικανοποίηση αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους διαλαμβανόμενους λόγους, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης με την αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή από τα ποσά στα οποία κατατάχθηκαν, συνολικού ύψους 1.433,32 ευρώ, προκειμένου να καταταχθεί το ίδιο, προνομιακά και οριστικά, προς μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του στο αποδεσμευόμενο ποσό, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, άλλως επικουρικώς με τη σύμμετρη κατάταξη του ανακόπτοντος ως εγχειρόγραφου δανειστή στο 10% του πλειστηριάσματος και ειδικότερα στο ποσό των 17,07 ευρώ, με ισόποση αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή. Μ’ αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 979 § 2, 933 §§ 1 εδ. α´, 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015 - βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 3, 4 του ως άνω νόμου - και όπως η § 3 του άρθρου 933 ισχύει μετά την εκ νέου αντικατάστασή της με το άρθρο 207 § 2 ν. 4512/2018) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία να τη δικάσει, καθότι ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης συντάχθηκε μετά από αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύσθηκε από ιδιώτη, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2016 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015 - βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 3, 4 του ως άνω νόμου), όπως η διαδικασία αυτή ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 591 και 614επ ΚΠολΔ, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή προεπισκόπηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων, η αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του καθ’ ου η εκτέλεση και ο διενεργηθείς πλειστηριασμός αυτής επισπεύσθηκαν από την πρώτη καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία, δυνάμει επιταγής προς πληρωμή, που επιδόθηκε στον καθ’ ου η εκτέλεση στις 27.1.2020, ήτοι μετά την 1η.1.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 2, 3 και 4 του ως άνω νόμου). Εξάλλου, η παραπάνω ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης για το Δημόσιο από τη διάταξη του άρθρου 10 του από 26.6/10.7.1944 κωδικοποιημένου διατάγματος «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» προθεσμίας των τριάντα ημερών, η οποία αρχίζει να τρέχει αφότου η γραπτή πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού κοινοποιηθεί και στον Υπουργό Οικονομικών και ήδη Διοικητή της ΑΑΔΕ, καθόσον ακριβές αντίγραφο της με αριθμό …/9.4.2021 πρόσκλησης δανειστών του υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ν. Ν. επιδόθηκε στο ανακόπτον στις 19.4.2021 (βλ. τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Φ. Κ. στο περιθώριο του προσκομιζόμενου με επίκληση από το ανακόπτον αντιγράφου της ως άνω πρόσκλησης), ενώ η παραπάνω ανακοπή επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού στις 7, 10 και 12.5.2021 (βλ. τις προσκομιζόμενες με επίκληση από το ανακόπτον υπ’ αριθ. …/7.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Η. Χ. και υπ’ αριθ. …/10.5.2021 και …/12.5.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Δ. Ν.). Πρέπει, επομένως, η παραπάνω ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

2. Στο άρθρο ένατο §§ 3 και 4 του ν. 4335/2015 ορίζεται ότι (§ 3) «Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ομοίως οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος - Βιβλίο Όγδοο ΚΠολΔ) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος» και (§ 4) «Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1η.1.2016», ενώ στις επόμενες παραγράφους υπάρχει ειδική νομοθετική πρόνοια για επιμέρους διατάξεις του ΚΠολΔ (μεταξύ αυτών και της αναγκαστικής εκτελέσεως), οι οποίες έχουν διαφορετική διαχρονικού (μεταβατικού) δικαίου ρύθμιση· μεταξύ των τελευταίων αυτών διατάξεων δεν περιλαμβάνονται και οι σχετικές με την κατάταξη διατάξεις των άρθρων 975 έως και 977 ΚΠολΔ και ειδικότερα δεν ορίστηκε ειδικά για την κατάταξη ότι οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται εάν ο Πίνακας Κατατάξεως συνταχθεί μετά την 1η.1.2016, αλλά αφορά ήδη προηγουμένως διενεργηθέντα πλειστηριασμό και γενικά διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία ξεκίνησε πριν από την 1η.1.2016. Ειδικότερα, από άποψη διαχρονικού δικαίου, γίνεται κατά πάγια νομολογία δεκτό, ότι τα προνόμια των απαιτήσεων κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης (ΑΠ 1404/2007, ΝοΒ 2008. 183), διότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο και συνεπώς η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους λόγω της συνδρομής περισσότερων δανειστών (ΑΠ 1340/2004, ΧρΙΔ 2005. 361). Ωστόσο, δεδομένης της ειδικής διάταξης του άρθρου 9 § 3 του ν. 4335/2015, που ορίζει χωρίς διάκριση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται, όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν με τον ως άνω νόμο στις διατάξεις του ΚΠολΔ που σχετίζονται με τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης εφαρμόζονται, μόνον, εάν η επιταγή προς πληρωμή που οδήγησε στην επίτευξη του διανεμητέου πλειστηριάσματος είχε επιδοθεί μετά την 1η.1.2016, ανεξάρτητα από το χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού και σύνταξης του οικείου πίνακα κατάταξης (ενδεικτικά Ρεντούλης Π., Αναγκαστική Εκτέλεση, σε επιμέλεια I. Τέντε, 2017, σ. 333, με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία, Απαλαγάκη X., Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015, 2016, σ. 60-63). Και είναι γεγονός, ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατατάξεως δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενασκήσεώς τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο, οπότε θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο γένεσης του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Ωστόσο, εάν ήθελε ο νομοθέτης να ρυθμίσει διαφορετικά το εν λόγω ζήτημα θα το έπραττε ρητά, όπως έπραξε με άλλα επιμέρους ζητήματα στην προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 9 του ν. 4335/2015 (βλ. λ.χ. § 15, περ. α´ έως και ε´), αλλά και στο παρελθόν με τα άρθρα 41 § 5 του ν. 3863/2010 και 72 § 5 του ν. 3994/2011, δυνάμει των οποίων οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης προαφαιρούνται και ικανοποιούνται προνομιακώς στην τρίτη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, στις οποίες ορίζεται, αντίστοιχα, ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πλειστηριασμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που έχουν ήδη κηρυχθεί μέχρι την ψήφιση του παρόντος νόμου» και «Οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν μετά την έναρξη της ισχύος του. Τα άρθρα 959 § 2, 963 και 975 § 3 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και επί πλειστηριασμών, που θα διενεργηθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος». Άλλωστε, η συστοίχιση των δανειστών στις νέες ρυθμίσεις του ν. 4335/2015, μόνο εάν η επιταγή προς εκτέλεση, και συγκεκριμένα αυτή που οδηγεί τελικά στον πλειστηριασμό, επιδοθεί μετά την 1η.1.2016 δημιουργεί ίδιου βαθμού διαδικαστική ασφάλεια για το σύνολο των δανειστών, των υποκειμένων της αναγκαστικής εκτελέσεως και τα ίδια τα όργανα αυτής. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει προδήλως να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας άμεσης εκτέλεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς, όμως, να αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους και στις οποίες δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 § 2 ΚΠολΔ να βασιστεί πλέον η έναρξή της (βλ. ΕφΘεσ 982/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, σε Κεραμεύ/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, έκδοση 2021, άρθρο 975, αριθ. 12, σ. 500επ., Βαθρακοκοίλη/Πλαγάκο, Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ' αυτού, έκδοση 2020, πλαγιαρ. 558, σ. 157).

3. Με τον κυρίως προβαλλόμενο 1ο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο διώκει τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ισχυριζόμενο ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα εφάρμοσε, κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, τη διανομή του πλειστηριάσματος και την κατάταξη σ’ αυτό των αναγγελθέντων δανειστών του καθ' ου η εκτέλεση, τις διατάξεις των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, ενώ έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, καθόσον η σε βάρος του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη του εκτελεστική διαδικασία εκκίνησε πριν την 1η.1.2016, με την επίδοση σ’ αυτόν στις 7.10.2014 επιταγής προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από τη μνημονευόμενη στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης υπ’ αριθ. …/7.10.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Λ. Κ.. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μεν νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως παραπάνω υπ’ αριθ. 2 νομική σκέψη, στηριζόμενος στις παρατιθέμενες εκεί διατάξεις, εξεταζόμενος δε ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα θα πρέπει ωστόσο ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθότι από όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι αποδείχθηκε ότι η αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του καθ’ ου η εκτέλεση, που επιβλήθηκε στις 28.2.2020, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/28.2.2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα στο Πρωτοδικείο αυτό Δ. Ζ., και οδήγησε τελικά στο διενεργηθέντα στις 9.10.2020 πλειστηριασμό, στηρίχθηκε στην από 22.1.2020 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία (επιταγή) επιδόθηκε από την επισπεύδουσα πρώτη καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία στον καθ’ ου η εκτέλεση στις 27.1.2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/27.1.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Λ. Κ., ήτοι σε επιταγή που επιδόθηκε στον καθ’ ου η εκτέλεση μετά την 1η.1.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4335/2015, με συνέπεια εφαρμοστέες, ως προς την κατάταξη των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν στον πλειστηριασμό, να είναι οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 975-977 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο §§ 2, 3 και 4 του ως άνω νόμου), η δε επικαλούμενη από το ανακόπτον προηγηθείσα επιταγή, που επιδόθηκε στον καθ’ ου η εκτέλεση στις 7.10.2014, είχε αποδυναμωθεί και απολέσει την ισχύ της, λόγω της μη διενέργειας καμίας άλλης πράξης εκτέλεσης εντός έτους απ’ την επίδοσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 926 § 2 ΚΠολΔ. Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως παραπάνω υπ’ αριθ. 2 νομική σκέψη, κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη των περί διανομής του πλειστηριάσματος διατάξεων του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής, στην οποία στηρίζεται η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, ως τέτοια δε επιταγή θεωρείται αυτή που οδήγησε τελικά στον πλειστηριασμό και όχι τυχόν προηγουμένως επιδοθείσα επιταγή προς εκτέλεση, η οποία, κατά το χρόνο της κατάσχεσης, είχε ήδη αποδυναμωθεί. Σε κάθε δε περίπτωση, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η επίδοση της νεότερης επιταγής προς εκτέλεση, στις 27.1.2020, συνιστούσε προφανώς σιωπηρή παραίτηση απ’ την προηγηθείσα επιταγή προς πληρωμή, αφού μ’ αυτήν εκκινούσε εκ νέου η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για διενέργεια του πλειστηριασμού με βάση τις προβλέψεις του ήδη ισχύοντος ν. 4335/2015. Συνακόλουθα, εφόσον η αναγκαστική εκτέλεση που οδήγησε τελικά στον πλειστηριασμό στηρίχθηκε στην από 22.1.2020 επιταγή προς πληρωμή, που επιδόθηκε στον καθ’ ου η εκτέλεση στις 27.1.2020, ορθώς ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε, ως προς την κατάταξη των αναγγελθέντων στον πλειστηριασμό αυτό δανειστών και τα προνόμια των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, τις περί διανομής του πλειστηριάσματος διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, κι ως εκ τούτου ο εξεταζόμενος λόγος ανακοπής πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

4. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 ν. 4335/2015 και ισχύει: «Αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) ή από το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν οι απαιτήσεις της εκάστοτε άλλης από τις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 976 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι πρώτες ικανοποιούνται έως το ενενήντα τοις εκατό (90%) και οι δεύτερες έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 975 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται σε ποσοστό έως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχοι ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Με την ανωτέρω διάταξη, ο νομοθέτης εισήγαγε τη μέθοδο του διαχωρισμού του πλειστηριάσματος σε μερικότερα τμήματα (ποσοστά), από τα οποία κατ’ αρχάς ικανοποιείται συγκεκριμένη κατηγορία απαιτήσεων, σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο προϊσχύον δίκαιο, αλλά και με το νεότερο άρθρο 977Α ΚΠολΔ, όπου η εξάντληση του συνολικού ποσού του πλειστηριάσματος από την ικανοποίηση μίας προηγούμενης κατηγορίας απαιτήσεων αποκλείει την ικανοποίηση της επόμενης. Επιπρόσθετα, το άρθρο 977 § 3 εδ. β´ ΚΠολΔ εξαιρεί από το υπόλοιπο που απομένει μετά την ικανοποίηση των ειδικών και γενικών προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 65% και 25%, αντίστοιχα, την κατάταξη των μη προνομιούχων δανειστών, τους οποίους περιορίζει ως προς την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους μόνο σε ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος. Κατά δε την άποψη που προκρίνει ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνο οι εγχειρόγραφες, μη προνομιούχες, απαιτήσεις, ακόμη και αν υφίστανται προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν με βάση το προνόμιό τους, λόγω ανάλωσης του ποσοστού της κατηγορίας, όπου εμπίπτουν, σε άλλους προνομιούχους δανειστές με ισχυρότερο προνόμιο, πολλώ δε μάλλον όταν υφίστανται προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν δηλαδή ως προνομιακές, πλην, όμως, δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Τυχόν παραδοχή της αντίθετης άποψης και δη του ότι από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται, πέραν των εγχειρόγραφων, και εκείνοι οι δανειστές, των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν, όμως, με βάση το προνόμιο αυτό, επειδή προηγήθηκαν άλλοι προνομιούχοι δανειστές, στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας, ή ακόμη και οι προνομιούχοι δανειστές, των οποίων η απαίτηση ικανοποιήθηκε με βάση το προνόμιο αυτό μόνο μερικά, δεν κρίνεται πειστική. Ειδικότερα, με την άποψη αυτή υιοθετείται ερμηνευτικά η δυνατότητα πολλαπλής, διπλής κατάταξης του προνομιούχου δανειστή για την ίδια ακριβώς απαίτησή του, δηλαδή κύρια προνομιακά από το τμήμα του πλειστηριάσματος που αναλογεί στο επικαλούμενο προνόμιο, και επικουρικά, αν δεν ικανοποιηθεί πλήρως, ως εγχειρόγραφος δανειστής. Η αναγγελία, όμως, της χρηματικής απαίτησης δανειστή, που δεν επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση κατά του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη του, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του από αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους κατά το άρθρο 974 ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στο μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές, άλλωστε, συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Το αίτημα δε της κατάταξης της αναγγελλόμενης απαίτησης πρέπει να είναι σαφές ως προς το αν ο δανειστής που αναγγέλλεται επικαλείται ή όχι προνόμιο για την αναγγελλόμενη απαίτησή του, αφού ο ίδιος κατ’ αρχάς δεν υποχρεούται να αναγγείλει και το τυχόν προνόμιο κατάταξης αυτής, όταν κρίνει ότι τούτο δεν είναι προς το συμφέρον του, προκειμένου ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να προβεί στην κατάταξη που της αρμόζει, την ορθότητα της οποίας κατόπιν τούτου να μπορούν να αμφισβητήσουν οι λοιποί δανειστές και εν τέλει να κρίνει το αρμόδιο δικαστήριο, δοθέντος ότι η κατάταξη των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν γίνεται αφού ληφθούν υπ’ όψιν και τα τυχόν προνόμιά τους που καθιερώνονται από τους νόμους που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης, πλην, όμως, όχι αυτεπάγγελτα, αλλά μόνο εφόσον στο δικόγραφο της αναγγελίας γίνεται επίκληση προνομίου κατάταξης, με αναφορά στα περιστατικά που το θεμελιώνουν και υπάρχει αίτημα προνομιακής κατάταξης της σχετικής απαίτησης. Έτσι, σύμφωνα και με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διάθεσης, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχα, η κατάταξη της απαίτησης στο τμήμα του πλειστηριάσματος που αντιστοιχεί στο επικαλούμενο προνόμιο δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ο οποίος, ενόψει του ότι αποτελεί μόνο βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι δικαστική αρχή ή ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, δεν δύναται, παραβλέποντας το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναγγελίας και παρά την ύπαρξη του επικαλούμενου προνομίου, να κατατάξει την αναγγελλόμενη απαίτηση ως μη προνομιούχα ή και ως τέτοια επικουρικά, ακόμα και αν αυτό εν τέλει αποβαίνει προς όφελος του συγκεκριμένου δανειστή, ούτε, άλλωστε μπορεί κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της να θεωρήσει ότι η αναγγελία περιλαμβάνει καθ’ υποφορά είτε αίτημα μη προνομιακής κατάταξης της αναγγελλόμενης προνομιούχου απαίτησης, στην περίπτωση που αυτή δεν ικανοποιηθεί βάσει του επικαλούμενου προνομίου, είτε αίτημα συνδυαστικής κατάταξής της, δηλαδή προνομιακά ως προς το τμήμα της που καλύπτεται από το επικαλούμενο προνόμιο και μη προνομιακά ως προς το υπόλοιπο, και στη συνέχεια να κατατάξει την αναγγελλόμενη απαίτηση βάσει των ως άνω εκτιμώμενων αιτημάτων. Πέραν, όμως, της αδυναμίας επίκλησης στην αναγγελία της κατά τα ανωτέρω πολλαπλής κατάταξης του προνομιούχου δανειστή για την ίδια ακριβώς απαίτησή του, ήτοι τόσο προνομιακά, όσο και ως εγχειρόγραφη, η προαναφερόμενη αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή αντιβαίνει σ’ αυτό καθ’ εαυτό το περιεχόμενο των διατάξεων των πρώτου και τέταρτου εδαφίων του άρθρου 977 ΚΠολΔ, αφού, σύμφωνα μ’ αυτήν, από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος δεν θα ικανοποιηθούν μόνο οι μη προνομιούχες απαιτήσεις, όπως ορίζουν κατά λέξη οι σχετικές διατάξεις, αλλά contra legem όλες οι απαιτήσεις, προνομιούχες και μη, που δεν ικανοποιήθηκαν από το υπόλοιπο πλειστηρίασμα, θέτοντας έτσι εκποδών την εισαχθείσα με τις ως άνω διατάξεις μέθοδο του διαχωρισμού του πλειστηριάσματος σε μερικότερα τμήματα (ποσοστά), από τα οποία κατ’ αρχάς ικανοποιείται συγκεκριμένη κατηγορία απαιτήσεων. Σε κάθε περίπτωση, έρχεται σε προφανή αντίθεση και με το τρίτο εδάφιο της ίδιας ως άνω διάταξης, όπου ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Η ύπαρξη, όμως, του συγκεκριμένου τρίτου εδαφίου στο άρθρο 977 § 3 ΚΠολΔ αποτελεί σαφέστατη ένδειξη ότι ο νομοθέτης έχει προβλέψει και ρυθμίσει ειδικά τη δυνατότητα διπλής κατάταξης προνομιούχων απαιτήσεων, δηλαδή κύρια με βάση το προνόμιό τους και επικουρικά, σε περίπτωση μη ολικής προνομιακής ικανοποίησης, χωρίς αυτό, την οποία (δυνατότητα) επιτρέπει μόνο κατ’ εξαίρεση, ήτοι μετά την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, εφόσον υπάρχει υπόλοιπο από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, και όχι ως κανόνα, με την έννοια της αντιμετώπισης άνευ ετέρου των ενέγγυων πιστωτών που δεν ικανοποιούνταν προνομιακά, ως εγχειρόγραφων. Η διαίρεση, εξάλλου, του πλειστηριάσματος σε τμήματα προς το σκοπό της άπαξ κατάταξης απαιτήσεων διαφορετικού είδους σε διακριτό τμήμα του πλειστηριάσματος, κατ’ αποκλεισμό κατ’ αρχάς και δη υπό την ανωτέρω διάκριση της πολλαπλής κατάταξης της ίδιας απαίτησης σε περισσότερα τμήματα του πλειστηριάσματος, συνιστά σαφή νομοθετική επιλογή ενίσχυσης ορισμένων κατηγοριών απαιτήσεων, προφανώς σε βάρος άλλων. Εάν ήταν στην πρόθεση του νομοθέτη η θεσμοθέτηση του κανόνα της διπλής κατάταξης των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στη διανομή του προϊόντος εκποίησης πράγματος ή απαίτησης της πτωχευτικής περιουσίας, όπου το άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ο οποίος, όμως, έχει ήδη καταργηθεί από 1.3.2021 δυνάμει των άρθρων 265 § 1 και 308 ν. 4738/2020, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο 38 §§ 5 και 6 ν. 4818/2021, αντίστοιχα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ), προβλέπει τη σχετική δυνατότητα. Δεν δύναται, άλλωστε, να υποστηριχθεί πειστικά ότι οι δανειστές με προνομιούχες απαιτήσεις, που δεν ικανοποιήθηκαν με βάση το προνόμιό τους, ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους και, επομένως, πρέπει να καταταχθούν ως τέτοιοι στο σύνολο των απαιτήσεών τους ή και ως τέτοιοι ως προς το μη ικανοποιηθέν τμήμα των απαιτήσεών τους, καθόσον με την εν λόγω ερμηνευτική εκδοχή, ανεξαρτήτως της δογματικής της ορθότητας, εισάγεται με ανεπίτρεπτο τρόπο, ήτοι με contra legem ερμηνεία και όχι με ρητή νομοθετική πρόβλεψη, όπως με το ανωτέρω άρθρο του ΠτΚ, πλάσμα δικαίου που λογίζει ως μη υπαρκτό κάτι υφιστάμενο και, ειδικότερα, θεωρεί ότι το προνόμιο απαίτησης που αναγγέλθηκε με αίτημα προνομιακής κατάταξης, αλλά δεν ικανοποιήθηκε ως προνομιούχα, εξομοιώνεται με ανύπαρκτο, με την έννοια ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει να το παραβλέψει και να κατατάξει τη συγκεκριμένη απαίτηση ως μη προνομιούχα ή και ως τέτοια. Πέραν, όμως, από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ, η παραπάνω ερμηνευτική εκδοχή, την οποία δεν υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ ήταν η ενίσχυση της θέσης των μη προνομιούχων δανειστών και η ενθάρρυνση αυτών να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε, ακόμη και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να ικανοποιηθούν και αυτοί σε ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σ. 23, άρθρο 977). Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής, όμως, θα καθίστατο αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται συμμέτρως (και) στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (βλ. ΜΕφΘεσ 297/2021, ΜΠρΘεσ 5561/2019, ΜΠρΠατρ 8/2021, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Βαθρακοκοίλη/Γ. Πλαγάκο, Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού, πλαγιαρ. 1886-1892, σ. 528-529, βλ. όμως, αντίθετα ΜΠρΘεσ 9969/2020, ΜΠρΘεσ 13175/2019, ΜΠρΘεσ 1189/2019, ΜΠρΘεσ 16604/2018, ΜΠρΠατρ 99/2021, ΜΠρΠατρ 138/2020, ΜΠρΛαμ 157/2020, ΜΠρΛαμ 83/2020, ΜΠρΗρακλ 464/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, σε Κεραμεύ/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, άρθρο 977, αριθ. 4, σ. 526-527, όπου υποστηρίζεται η άποψη ότι με μη προνομιούχες απαιτήσεις εξομοιώνονται και εκείνες που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην, όμως, δεν ικανοποιήθηκαν με βάση το προνόμιο αυτό, διότι προηγήθηκαν στην κατάταξη άλλοι προνομιούχοι πιστωτές, όχι, όμως, και εκείνες που αντιμετωπίστηκαν μεν ως προνομιακές, πλην, όμως, δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, αλλά μόνο μερικά, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, βλ. και ΜΕφΘεσ 982/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία με μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, δεν εξομοιώνεται το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων που συνυπολογίστηκαν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά των 25% και 65% του πλειστηριάσματος, οι οποίες, δηλαδή, αντιμετωπίστηκαν ως προνομιακές, αλλά δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος).

5. Με τον επικουρικώς προβαλλόμενο 2ο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο διώκει τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ισχυριζόμενο ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 977 ΚΠολΔ, παρέλειψε να το κατατάξει στο 10% του εναπομείναντος προς διανομή πλειστηριάσματος, σύμμετρα με τις λοιπές καταταχθείσες σ’ αυτό καθ’ ων η ανακοπή, προς μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών προνομιακών του απαιτήσεων που δεν ικανοποιήθηκαν, δοθέντος ότι, κατά την ορθή ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης, από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνο οι μη προνομιούχοι δανειστές, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην, όμως, δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως από την προνομιακή τους κατάταξη, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Ο λόγος αυτός πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως παραπάνω υπ’ αριθ. 4 νομική σκέψη, ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον, με βάση την άποψη που προκρίνει ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο, στο ποσοστό 10% του προς διανομή πλειστηριάσματος, κατά τη σαφή γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ, κατατάσσονται μόνο οι εγχειρόγραφες, μη προνομιούχες, απαιτήσεις, ακόμη και αν υφίστανται προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν με βάση το προνόμιό τους, λόγω ανάλωσης του ποσοστού της κατηγορίας, όπου εμπίπτουν, σε άλλους προνομιούχους δανειστές με ισχυρότερο προνόμιο, πολλώ δε μάλλον όταν ικανοποιήθηκαν μερικά ως προνομιούχες, όπως εν προκειμένω συνέβη με τις αναγγελθείσες γενικώς προνομιούχες απαιτήσεις του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες, με βάση τα επικαλούμενα από αυτό στο δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής του περιστατικά, κατατάχθηκαν στο ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος προς μερική ικανοποίησή τους. Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα πολλαπλής και δη διπλής κατάταξης προνομιούχων δανειστών για την ίδια απαίτηση, δηλαδή κύρια με βάση το προνόμιό τους και επικουρικά, σε περίπτωση μη ολικής προνομιακής ικανοποίησης, χωρίς αυτό, προβλέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση στη διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ και πάντως μόνο μετά την εντελή ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, εφόσον υπάρχει υπόλοιπο από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, και όχι ως κανόνας, με την έννοια της αντιμετώπισης άνευ ετέρου των ενέγγυων πιστωτών, που δεν ικανοποιούνται προνομιακά, ως εγχειρόγραφων, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει το ανακόπτον.

6. Μετά τις σκέψεις αυτές και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ανακοπής, θα πρέπει η κρινόμενη ανακοπή ν’ απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η ανακοπή, κατά τα νόμιμα αιτήματα αυτών (άρθρα 176 ΚΠολΔ, 63 § 1α, 65, 66 και 68 § 1 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), μειωμένα, όμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 § 1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

Παρατηρήσεις

Παντελεήμονος Ρεντούλη, Δ.Ν., Δικηγόρου, Μέλους ΣΕΠ Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μεταδιδακτορικού Ερευνητή ΕΚΠΑ

1. Οι σχολιαζόμενες αποφάσεις

Αμφότερες οι σχολιαζόμενες αποφάσεις αποφάνθηκαν επί δύο ιδιαιτέρως σημαντικών δικονομικών ζητημάτων που απασχολούν τόσο τη θεωρία όσο και την πράξη στο πεδίο της κατάταξης δανειστών στη συχνή περίπτωση που το επιτευχθέν πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων. Συγκεκριμένα:

Αφενός μεν έκριναν ότι με βάση τις διατάξεις του άρθρου ένατου §§ 3 και 4 του ν. 4335/2015, οι τροποποιήσεις που επήλθαν με το νόμο αυτό στα άρθρα 975-977 ΚΠολΔ ισχύουν για πίνακες κατάταξης που συντάσσονται επί διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίες άρχισαν με επιταγή προς πληρωμή επιδοθείσα μετά την 1η.1.2016, καθώς και ότι σε περίπτωση επίδοσης περισσότερων επιταγών από τον ίδιο δανειστή, κατά του ίδιου οφειλέτη για την ίδια απαίτηση, σημασία για την εφαρμογή ή μη των ως άνω τροποποιήσεων δεν έχει η πρώτη επιδοθείσα επιταγή, αλλά εκείνη που οδήγησε εν τέλει στη διενέργεια του πλειστηριασμού και συνακόλουθα στη σύνταξη του πίνακα κατάταξης.

Αφετέρου δε έκαναν δεκτό ότι, σε περίπτωση συρροής περισσότερων προνομιούχων και μη προνομιούχων απαιτήσεων, τυχόν προνομιούχες απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν ως τέτοιες, αλλά είτε δεν ικανοποιήθηκαν καθόλου (τέτοια ήταν η περίπτωση που αντιμετώπισε η υπ’ αριθμόν 878/2022 απόφαση) είτε ικανοποιήθηκαν μερικώς (τέτοια ήταν η περίπτωση που αντιμετώπισε η υπ’ αριθμόν 891/2022 απόφαση), δεν μπορούν να καταταχθούν στο ποσοστό του πλειστηριάσματος που κατά το άρθρο 977 § 3 ΚΠολΔ δεσμεύεται για τις μη προνομιούχες απαιτήσεις.

Επ’ αυτών των δύο ζητημάτων, λεκτέα τα εξής:

2. Διαχρονικό δίκαιο των προνομίων

Η υπ’ αριθμόν 21/1994 ΟλομΑΠ έκρινε ότι από άποψη διαχρονικού δικαίου, τα προνόμια των κατατακτέων απαιτήσεων κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως, με την αιτιολογία ότι: «Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατατάξεως δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενασκήσεώς τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 § 1 ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο»[1].

Η ως άνω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αφορούσε στην τροποποίηση που είχε επιφέρει στο άρθρο 975 αριθ. 6 ΚΠολΔ το άρθρο 10 του ν. 1711/1987, ο οποίος, όμως, νόμος δεν περιείχε ειδικότερη μεταβατική διάταξη σχετικά με την έναρξη ισχύος της τροποποίησης αυτής. Στην ίδια νομολογιακή κατεύθυνση κινήθηκαν στη συνέχεια και άλλες αποφάσεις του ΑΠ, αλλά και των δικαστηρίων της ουσίας σε σχέση με το διαχρονικό δίκαιο των προνομίων, όταν ο νόμος που επέφερε τις σχετικές τροποποιήσεις δεν τις συνόδευε και από ειδικές μεταβατικές διατάξεις ως προς την έναρξη της ισχύος τους[2].

Ο ν. 4335/2015 επέφερε εκτεταμένες αλλαγές σε όλη την ύλη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μεταξύ των τροποποιηθεισών διατάξεων ήταν και αυτές των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ. Σε αντίθεση, όμως, με άλλους νόμους που επέφεραν αλλαγές στα προνόμια των κατατακτέων απαιτήσεων, χωρίς να ορίζουν κάτι ειδικότερο σε σχέση με το χρόνο έναρξης της ισχύος τους, ο ν. 4335/2015 όρισε ρητά στο άρθρο ένατο §§ 3 και 4 ότι «οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ομοίως οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος - Βιβλίο Όγδοο ΚΠολΔ) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος» και ότι «Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1η.1.2016».

Δεδομένης της ως άνω ειδικής διατάξεως του άρθρου ένατου § 3 ν. 4335/2015, που ορίζει χωρίς διάκριση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016, βασίμως υποστηρίχθηκε σε θεωρία και νομολογία η άποψη που υιοθέτησαν οι σχολιαζόμενες αποφάσεις, ότι δηλαδή οι τροποποιήσεις που επήλθαν με τον άνω νόμο στις διατάξεις του ΚΠολΔ που σχετίζονται με τα προνόμια και τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης εφαρμόζονται μόνον εάν η επιταγή προς πληρωμή που οδήγησε στην επίτευξη του διανεμητέου πλειστηριάσματος είχε επιδοθεί μετά την 1η.1.2016, ανεξάρτητα από το χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού και σύνταξης του οικείου πίνακα κατάταξης[3]. Παρά την ύπαρξη, όμως, της ως άνω ειδικής μεταβατικής διάταξης, η νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας κινούταν προς την αντίθετη άποψη, κατά την οποία για την εφαρμογή και των επελθουσών με το ν. 4335/2015 αλλαγών σημασία δεν είχε η επίδοση της επιταγής προς πληρωμή, αλλά η σύνταξη του πίνακα κατάταξης μετά την 1η.1.2016[4].

Προς άρση αυτής της διχογνωμίας τέθηκε σε ισχύ η χαρακτηριζόμενη ως ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020 (ΦΕΚ Α΄ 149/1.8.2020), η οποία διευκρίνισε ότι για την κατάταξη των δανειστών σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 λαμβάνεται υπ’ όψιν το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση. Η διάταξη αυτή τέθηκε μεν σε ισχύ την 1η.8.2020, πλην, όμως, ο χαρακτηρισμός της ως ερμηνευτικής έδωσε τη δυνατότητα εφαρμογής της αναδρομικά και σε ήδη εκκρεμείς δίκες ανακοπών κατά πινάκων κατάταξης (77 § 1 Σ). Ωστόσο, και υπό την ισχύ της διάταξης αυτής υπήρξαν αποφάσεις που έκριναν ότι η αναδρομική της εφαρμογή θα πρέπει να αποκλεισθεί, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί γνήσιας ερμηνευτικής, αλλά περί ψευδοερμηνευτικής διατάξεως και συνεπώς ισχύει από το χρόνο της δημοσίευσής της, με αποτέλεσμα στο ρυθμιστικό της πεδίο να εμπίπτουν μόνο πίνακες κατάταξης που συντάσσονται από 1.8.2020 και εντεύθεν, εφόσον η επιταγή προς πληρωμή, στην οποία στηρίζεται η εκτελεστική διαδικασία, επιδόθηκε σε χρόνο προ της 1ης.1.2016[5].

Όπως, όμως, ορθά επισημάνθηκε, η άποψη ότι η ως άνω διάταξη δεν είναι ερμηνευτική, και συνεπώς ότι δεν μπορεί να έχει αναδρομική εφαρμογή, μπορεί να οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων και δη σε άνιση μεταχείριση δανειστών που αναγγέλθηκαν σε πίνακα κατάταξης στηριχθέντα σε επιταγή επιδοθείσα μετά την 1η.1.2016, αλλά για τους μεν ο πίνακας είχε συνταχθεί πριν την 1η.8.2020 και συνεπώς γι’ αυτούς θα έπρεπε να εφαρμοσθεί το προ του ν. 4335/2015 δίκαιο, ενώ για τους δε ο πίνακας συντάσσεται μετά την 1η.8.2020 και συνεπώς γι’ αυτούς θα εφαρμοσθεί το μετά το ν. 4335/2015 δίκαιο.

Προς άρση αυτής τη ανισότητας διατυπώθηκε η άποψη ότι η αποδοχή του χαρακτήρα της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 43 του ν. 4715/2020 ως ερμηνευτικής φαίνεται να είναι μονόδρομος[6]. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και η πρόσφατη νομολογία του ΑΠ, κρίνοντας επί λέξει ότι «οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενάσκησής τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γένεσης του δικαιώματος ή της έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 § 1 ΕισΝΚΠολΔ που ορίζει, ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο […]. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου ένατου § 3 του ν. 4335/2015 “Μεταβατικές και άλλες διατάξεις” ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020 “Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κ.λπ.”, το οποίο φέρει τον τίτλο “Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις”, ορίζεται στο εδ. α΄ αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β΄ ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπ’ όψιν το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο θα εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση είχε επιδοθεί πριν την 1η.1.2016. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω σαφής βούληση του νομοθέτη αναφέρεται μόνο στο πιο πάνω συγκεκριμένο ζήτημα και δεν αναιρεί τα πιο πάνω γενικώς ισχύοντα για τα προνόμια, ενόψει της απόλυτης ειδικότητας της σχετικής ρύθμισης»[7].

Πρόσθετα ζητήματα διαχρονικού δικαίου τίθενται, όμως, και για τις τροποποιήσεις που επέφερε στα άρθρα 975, 977 και 977Α ΚΠολΔ ο ν. 4842/2021. Με βάση τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 116 § 6 περ. θ΄ και 120 εδ. β΄ του νόμου αυτού, οι τροποποιήσεις που επήλθαν στα άρθρα 975, 977 και 977Α ΚΠολΔ εφαρμόζονται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό που διενεργήθηκε μετά την 1η.1.2022. Συνεπώς, κρίσιμος για την εφαρμογή των επελθουσών με το ν. 4842/2021 τροποποιήσεων δεν είναι (και πάλι) ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατατάξεως, αλλά ο χρόνος διενέργειας του πλειστηριασμού μετά την 1η.1.2022. Έτσι, εάν ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε πριν την 1η.1.2022 και ο πίνακας κατάταξης συντάσσεται μετά την 1η.1.2022, τυγχάνει εφαρμοστέο το προϊσχύον του ν. 4842/2021 δίκαιο[8].

Συμπερασματικά, αν η επιταγή προς πληρωμή στην οποία στηρίζεται η εκτέλεση, δηλαδή αυτή που οδήγησε στον πλειστηριασμό και στο διανεμητέο πλειστηρίασμα, έχει επιδοθεί προ της 1ης.1.2016, τότε σε σχέση με την κατάταξη των δανειστών και τα προνόμιά τους τυγχάνει εφαρμοστέο το προ του ν. 4335/2015 δίκαιο. Αν η ως άνω επιταγή προς πληρωμή έχει επιδοθεί μετά την 1η.1.2016, τότε τυγχάνει εφαρμοστέο το μετά του ν. 4335/2015 δίκαιο. Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, όμως, αν ο πλειστηριασμός έχει διενεργηθεί μετά την 1η.1.2022 θα πρέπει για την κατάταξη των δανειστών να ληφθούν υπ’ όψιν και οι επελθούσες με το ν. 4842/2021 τροποποιήσεις. Σε σπάνιες, δηλαδή, περιπτώσεις μπορεί να καταλήξουμε στην πράξη στο εξής παράδοξο, να πρέπει για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης να εφαρμοσθεί το προϊσχύον του ν. 4335/2015 δίκαιο, αλλά με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4842/2021 στα άρθρα 975 και 977 ΚΠολΔ, αν μεν η επιταγή προς πληρωμή που οδήγησε στον πλειστηριασμό είχε επιδοθεί πριν την 1η.1.2016, αλλά ο πλειστηριασμός, λόγω π.χ. συνεχών ματαιώσεών του, διενεργήθηκε μετά την 1η.1.2022.

Το παράδοξο αυτό, που οφείλεται στο ότι οι μεταβατικές διατάξεις των δύο αυτών νόμων (4335/2015 και 4842/2021) θέτουν διαφορετικά χρονικά κριτήρια για την έναρξη εφαρμογής των τροποποιήσεων που επέφεραν (την ημερομηνία επίδοσης της επιταγής ο πρώτος και την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού ο δεύτερος), καταδεικνύει με τον πλέον εναργέστερο τρόπο γιατί το μόνο ασφαλές χρονικό κριτήριο, τόσο δογματικά όσο και πρακτικά, για την εφαρμογή των όποιων τροποποιήσεων επέρχονται στο δίκαιο των προνομίων και της κατάταξης δανειστών δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της ημερομηνίας σύνταξης του πίνακα κατάταξης.

3. Μη συμμετοχή προνομιούχων απαιτήσεων στο ποσοστό που κατά νόμον δεσμεύεται για τις μη προνομιούχες

Με την τροποποίηση του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ από το ν. 4842/2021, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό που διενεργήθηκε μετά την 1η.1.2022[9], διευκρινίστηκε πλέον νομοθετικά ότι σε περίπτωση συρροής προνομιούχων και μη προνομιούχων απαιτήσεων, στο ποσοστό του πλειστηριάσματος που δεσμεύεται για τους εγχειρόγραφους δανειστές δεν συμμετέχουν οι γενικοί και οι ειδικοί προνομιούχοι δανειστές, ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε καθόλου η απαίτησή τους. Συγκεκριμένα, το εδάφιο που προστέθηκε στην ως άνω διάταξη αναφέρει ότι, εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές, οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%), ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους. Με βάση την τελολογία της προσθήκης αυτής θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ίδιο ισχύει και αν το ποσοστό που δεσμεύεται για τους εγχειρόγραφους δανειστές είναι τριάντα τοις εκατό (30%) στην περίπτωση που οι μη προνομιούχες απαιτήσεις συρρέουν μόνο με γενικά προνόμια, παρά το γεγονός ότι η ως άνω προστεθείσα διάταξη αναφέρεται μόνο στο ποσοστό του δέκα τοις εκατό (10%)[10].

Η προσθήκη αυτού του εδαφίου ήταν αναγκαία, καθώς υπό το προϊσχύον του ν. 4842/2021 δίκαιο, το οποίο εφάρμοσαν και οι σχολιαζόμενες αποφάσεις, τόσο σε θεωρία όσο και σε νομολογία είχε υποστηριχθεί η άποψη ότι στην περίπτωση που έχουν αναγγελθεί προνομιούχοι δανειστές και το ποσοστό του πλειστηριάσματος που δεσμεύεται γι’ αυτούς δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, τότε η προνομιούχος απαίτησή τους μπορεί να ικανοποιηθεί συμμέτρως από το ποσοστό που δεσμεύεται για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων απαιτήσεων, δηλαδή από το τριάντα τοις εκατό (30%), αν υπάρχει συρροή μόνο γενικών προνομίων με μη προνομιούχες απαιτήσεις, και από το δέκα τοις εκατό (10%), αν υπάρχει συρροή ειδικών ή και γενικών προνομίων με μη προνομιούχες απαιτήσεις.

Κατά την άποψη αυτή, την οποία, ορθά, δεν ακολούθησαν οι σχολιαζόμενες αποφάσεις, πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με το σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης[11]. Στο ίδιο πλαίσιο είχε υποστηριχθεί ότι οι ως άνω προνομιούχες απαιτήσεις εξομοιώνονται με μη προνομιούχες και κατατάσσονται συμμέτρως στο ποσοστό του πλειστηριάσματος που έχει δεσμευθεί για αυτές, μόνον εφόσον δεν ικανοποιήθηκαν καθόλου από το ποσοστό του πλειστηριάσματος που είχε δεσμευθεί για την οικεία κατηγορία προνομιούχων απαιτήσεων. Κατά την τελευταία αυτή άποψη, την οποία, επίσης ορθά, δεν ακολούθησαν οι σχολιαζόμενες αποφάσεις, μόνο εάν η προνομιούχος απαίτηση είχε ικανοποιηθεί έστω και μερικώς ως τέτοια δεν μπορούσε να καταταχθεί και στο ποσοστό που είχε δεσμευθεί για τις μη προνομιούχες απαιτήσεις[12].

Οι ως άνω απόψεις, αφενός μεν αντιστρατεύονταν ευθέως το ίδιο το γράμμα και το σκοπό της διατάξεως του άρθρου 977 ΚΠολΔ[13], αφετέρου δε παραβίαζαν τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αφού, αν κάποιος δανειστής είχε επιλέξει να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα έπρεπε η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης αποκλειστικά και μόνο ως τέτοια.

Όπως ισχύει και υπό τη νέα διαμόρφωση της διάταξης του άρθρου 977 § 3 ΚΠολΔ, για να μπορέσει μία προνομιούχος απαίτηση να συμμετάσχει στον πίνακα κατάταξης είτε εν όλω είτε εν μέρει ως μη προνομιούχος, θα πρέπει να το έχει ορίσει αυτό ρητά στην αναγγελία του ο ίδιος ο προνομιούχος δανειστής και δεν μπορεί να το πράξει αυτό από μόνος του ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ή το δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, δεδομένου ότι το αναγγελτήριο αποτελεί το εισαγωγικό δικόγραφο[14] με το οποίο εισάγεται η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία της εκτέλεσης και ειδικότερα της κατάταξης[15].

Υπό την έννοια αυτή της φύσεως του αναγγελτηρίου ως εισαγωγικού δικογράφου στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και υπό την ισχύουσα μορφή της διάταξης η αναλογική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 219 ΚΠολΔ και συνεπώς η δυνατότητα του αναγγελλόμενου με προνόμιο δανειστή να ζητήσει επικουρικά την κατάταξή του ως εγχειρόγραφου για την περίπτωση που η απαίτησή του δεν ικανοποιηθεί ως προνομιούχος, χωρίς να καθίσταται η αναγγελία του ασαφής ή αόριστη εκ της αιτίας αυτής[16].



[1] ΟλομΑΠ 21/1994, ΕλλΔνη 1995. 574.

[2] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 153/1996, ΕλλΔνη 1997. 554, σε σχέση με τις αλλαγές που επήλθαν στο άρθρο 975 ΚΠολΔ με το άρθρο 10 ν. 1711/1987· ΑΠ 411/1999, ΕλλΔνη 1999. 1548, σε σχέση με την κατάργηση του άρθρου 61 § 2 ΚΕΔΕ από τη διάταξη του άρθρου 24 § 1 ν. 2093/1992· ΑΠ 1340/2004, Δ 2005. 435, σε σχέση με τις αλλαγές που επήλθαν στο άρθρο 975 ΚΠολΔ με το άρθρο 4 § 17 ν. 2298/1995 (ο οποίος, ωστόσο, όριζε στο άρθρο 4 § 37 ότι «Οι διατάξεις που τροποποιούνται με το παρόν άρθρο εφαρμόζονται από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού ως προς το ατέλεστο μέρος της διαδικασίας»)· ΑΠ 681/2004, ΧρΙΔ 2044. 998 και ΑΠ 1404/2007, ΝοΒ 2008. 183, σε σχέση με τις αλλαγές που επήλθαν στο άρθρο 975 ΚΠολΔ με το άρθρο 6 § 16 ν. 2479/1997· ΑΠ 1441/2017, ΝΟΜΟΣ, σε σχέση με τις αλλαγές που επήλθαν στο άρθρο 975 ΚΠολΔ με το άρθρο 16 του ν. 2972/2001· ΑΠ 1054/2020, ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1098/2021, ΝΟΜΟΣ, σε σχέση με την προσθήκη β΄ εδαφίου στο άρθρο 61 ΚΕΔΕ με το άρθρο 33 ν. 4141/2013. Βλ. και Γέσιου-Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό μέρος, τ. ΙΙα3, 2018, § 63, σ. 750-751.

[3] Απαλαγάκη Χ., Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015, 2016, σ. 60-63· Τέντες Ι. (-Ρεντούλης Π.), Αναγκαστική Εκτέλεση2, 2019, σ. 381· Απαλαγάκη/Σταματόπουλος (-Ρεντούλης Π.), Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους ν. 4842 & 4855/2021, 2022, άρθρο 974, αριθ. 5, σ. 3177· ΑΠ 1455/2021, ΝΟΜΟΣ· ΕφΔωδ 93/2019, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 9969/2020, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 13715/2019, ΝΟΜΟΣ.

[4] Βλ. ενδεικτικά ΜΠρΛαμ 117/2020, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΛαρ 319/2020, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΠατρ 14/2020, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΠατρ 151/2020, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΤρικ 249/2018, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘηβ 320/2018, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 5018/2017, Αρμ. 2017. 814. Βλ. και Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., § 63, σ. 751-752.

[5] Βλ. ΕφΘεσ 49/2022, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΙωαν 473/2020, ΝΟΜΟΣ.

[6] Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη Ε.), Ερμηνεία ΚΠολΔ2, άρθρο 975, αριθ. 12.

[7] ΑΠ 1151/2021, Αρμ 2022. 1473.

[8] Βλ. και Ρεντούλη Π., Ο ΚΠολΔ μετά τους ν. 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών/πρακτικών προεκτάσεών τους, 2022, σ. 121.

[9] Άρθ. 116 § 6 περ. θ΄ και 120 εδ. β΄ ν. 4842/2021.

[10] Βλ. και Ρεντούλη Π., ό.π., σ. 119.

[11] Βλ. ΜΠρΠατρ 138/2020, ΝΟΜΟΣ (περίπτωση εργατικής απαίτησης εξοπλισμένης με γενικό προνόμιο τρίτης τάξης)· ΜΠρΑλεξ 1/2019, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 18067/2017, ΝΟΜΟΣ (περίπτωση προσημειωσιούχου δανειστή).

[12] Βλ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη Ε., Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015, Αρμ 2016. 1· ΜΠρΘεσ 1189/2019, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΗρακλ 464/2019, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 13715/2019, ΝΟΜΟΣ.

[13] Βλ. Απαλαγάκη Χ. (-Ρεντούλη Π.), Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο6, 2019, άρθ. 977, αριθ. 11, σ. 3129-3130· ΜΠρΛαμ 157/2020, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΑθ 1012/2020, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 5661/2019, ΝΟΜΟΣ.

[14] ΟλομΑΠ 1/2010, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1349/2011, ΕφΑΔΠολΔ 2011. 1081.

[15] ΑΠ 127/2006, Δ 2006. 870, με παρατηρήσεις Μπέη Κ.· ΑΠ 472/2005, ΕΕΝ 2005. 689· ΜΠρΘεσ 5661/2019, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 12869/2004, Αρμ 2005. 1093.

[16] Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη Ε.), ό.π., άρθρο 972, αριθ. 9 Απαλαγάκη/Σταματόπουλο (-Ρεντούλη Π.), ό.π., άρθρο 977, αριθ. 12, σ. 3193· αντιθ. Βαθρακοκοίλης Α./Πλαγάκος Γ., Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού, σ. 296, οι οποίοι, όμως, δεν αντιμετωπίζουν το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της δικονομικής επικουρικότητας, αλλά στο πλαίσιο της νομικής φύσεως της αναγγελίας ως οιονεί δικαιοπραξίας και ως εκ τούτου της μη δυνατότητας να εξαρτηθεί το αποτέλεσμά της από αίρεση.