Top

Αναζήτηση


Αρμενόπουλος
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
5
Έτος
2022
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Αρμενόπουλος, 5 (2022)


ΜΠρΘεσ 2792/2022

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΘεσ 2792/2022

Δικαστής: Ευφροσύνη Πάκου
Δικηγόροι: Γ. Διδίκας/Ε. Σιδηροπούλου - Α. Φιλιοπούλου

(ν. 4800/2021, 1510-1520 ΑΚ, 592 επ., 611-613, 907-908, 950 ΚΠολΔ)

Αγωγή ανάθεσης της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου και ρύθμισης της επικοινωνίας γονέα με ανήλικο τέκνο. Εφαρμογή ρυθμίσεων ν. 4800/2021 επί εκκρεμών υποθέσεων.
Εισαγωγή με τη νέα ΑΚ 1513 του κανόνα της από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το χωρισμό των γονέων, ως νόμιμο σύστημα, όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης.
Με τον όρο «εξίσου» στη νέα ΑΚ 1513 δεν εισάγεται ρύθμιση περί υποχρεωτικής ισόχρονης άσκησης της γονικής μέριμνας. Διάκριση μεταξύ της χρονικής κατανομής της άσκησης της επιμέλειας μεταξύ των γονέων και της εναλλασσόμενης διαμονής (κατοικίας) του τέκνου.
Η αναφορά στη (νέα) ΑΚ 1520 σε δικαίωμα και υποχρέωση του γονέα δεν εισάγει αγώγιμη αξίωση για εξαναγκασμό του γονέα σε επικοινωνία.
Η αόριστη νομική έννοια του συμφέροντος του τέκνου μπορεί να εξειδικεύεται αυτεπαγγέλτως μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας και με εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Κήρυξης ως προσωρινάς εκτελεστής της καταψηφιστικής διάταξης περί απόδοσης ανηλίκου τέκνου διότι αυτό επιτάσσει το συμφέρον του και απαγγελία χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε περίπτωση μη εκτέλεσης της.
Ρύθμιση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας γονέα με τέκνου με υποχρέωση του έτερου γονέα να ανέχεται την επικοινωνία με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης.

[...] Με τον Ν. 4800/2021 (ΦΕΚ Α’ 81/21.05.2021) περί «Μεταρρυθμίσεων αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις», και δη με τα Κεφάλαια Β και Γ αυτού αντικαθίστανται ή τροποποιούνται σειρά διατάξεων του ενδέκατου Κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα για τις σχέσεις γονέων και τέκνων και ιδίως για τα θέματα της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων (άρθρα 1510-1541 του Αστικού Κώδικα), ως ίσχυαν ιδίως μετά τη μεταρρύθμιση ταυ οικογενειακού δικαίου, η οποία συντελέσθηκε με τον Ν. 1329/1983 και εναρμόνισε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος για την ισότητα των φύλων και προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της παιδικής ηλικίας. Η ισχύς του άνω νόμου, ως προς τα ανωτέρω Κεφάλαια, αρχίζει από τις 16.9.2021 (άρθρο 30), ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 18 τα Κεφάλαια Β' και Γ εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου, αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1526, 1518, 1519 Α.Κ., όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 7, 5, 6, 8 και 10 Ν. 4800/2021, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων, την ασκούν από κοινού και εξίσου και περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση, δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το πρόσωπο ή τη περιουσία του, πρόκειται δε για δικαιώματα προσωποπαγή (αναπαλλοτρίωτα), που, όμως, την άσκησή τους, είναι δυνατόν να τη στερηθεί (ολικά ή μερικά) ο γονέας με δικαστική απόφαση. Η δε επιμέλεια του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1518 παρ. 1 Α.Κ., περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, την μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και το προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος και δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, ενώ οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα, εφόσον βέβαια είναι και οι δύο φορείς της (άρθρο 1513 εδ. α’ Α.Κ.), εκτός από τις συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του ή πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα (άρθρα 1513 εδ. β’ και 1516 εδ. α’ Α.Κ.), τις οποίες ασκεί ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο κατόπιν (άτυπης) ενημέρωσης του άλλου γονέα. Συνακόλουθα, το νέο άρθρο 1513 Α.Κ. αποκλίνει από το προϊσχύον δίκαιο, εισάγοντας τον κανόνα ότι η γονική μέριμνα, μετά τον χωρισμό των γονέων, συνεχίζει να συνασκείται από τους γονείς, όπως συμβαίνει και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης ή του συμφώνου συμβίωσης των γονέων. Καθιερώνεται δηλαδή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το χωρισμό των γονέων ως νόμιμο σύστημα, όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια του γάμου, ώστε να μην είναι υποχρεωμένοι πλέον οι γονείς να καταφύγουν στο δικαστήριο προκειμένου να ρυθμίσουν την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Το σύστημα αυτό είναι υποχρεωτικό, με την έννοια ότι εφαρμόζεται αυτομάτως κι εκ του νόμου, ακόμη κι όταν δεν συμφωνεί ο ένας γονέας. Παρέχεται δε η δυνατότητα στους γονείς να ρυθμίσουν με συμφωνία τους τον τρόπο της άσκησης της γονικής μέριμνας κατά τη διάσταση και μετά το διαζύγιο. Οι συμφωνίες αυτές των γονέων στο πλαίσιο της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, που λαμβάνουν μορφή επί μέρους καθημερινών συμφωνιών, αλλά και συμφωνιών με πιο μόνιμο χαρακτήρα και διασφαλίζουν τη σημαντική για το παιδί καθημερινή ρουτίνα και σταθερότητα, έχουν έρεισμα την 1512 Α.Κ., δεν συνιστούν παρέκκλιση από την κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας αντιθέτως την προϋποθέτουν, είναι άτυπες και μπορούν να συναφθούν ακόμα και σιωπηρά (π.χ. με την τήρηση κάποια πρακτικής από τους γονείς ή από τον έναν στην οποία δεν αντιτίθεται ο άλλος) με εξαίρεση τη συμφωνία των γονέων για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του παιδιού που κατά το άρθρο 1519 παρ. 2 Α.Κ. υπόκειται σε έγγραφο τύπο, ο οποίος κατά μείζονα λόγο απαιτείται και για την αρχική συμφωνία για τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του παιδιού λόγω της σπουδαιότητας της για τις συνθήκες διαβίωσης του παιδιού και των έννομων συνεπειών που έχει για την έννομη σχέση του παιδιού.

Ωστόσο, υπό το νέο νομικό καθεστώς, αν οι γονείς συμφωνούν να παρεκκλίνουν από τον κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας (άρθρο 1513 Α.Κ.) δεν προσφεύγουν πια στο δικαστήριο, όπως χρειαζόταν υπό το προηγούμενο δίκαιο, αλλά μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα, σύμφωνα με το άρθρο 1514 παρ. 1 εδ. α Α.Κ. Με τον όρο «εξίσου» αποδίδεται η θεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισήχθη με τον Ν 1329/1983 και εναρμόνισε, στο θέμα αυτό, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, περί της ισότιμης συμβολής και των δύο γονέων στην ανατροφή του τέκνου και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς, η οποία είναι κοινωνικά ίσης αξίας και εξίσου σπουδαία. Αντιθέτως, με τον όρο «εξίσου», δεν εισάγεται ρύθμιση περί υποχρεωτικής ισόχρονης άσκησης της γονικής μέριμνας, αφού, παρεκτός του ότι αν αυτή ήταν η βούληση του νομοθέτη θα το είχε προβλέψει ρητά, στις περιπτώσεις διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, η ερμηνεία αυτή θα οδηγούσε στην υποχρεωτική ίση χρονική κατανομή της γονικής μέριμνας με επακόλουθο την εναλλασσόμενη κατοικία του ανηλίκου τέκνου η οποία ενίοτε μπορεί να αποβεί σε βάρος της ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας του. Αν υπάρχει συστηματική άρνηση συνεργασίας το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίσει με βάση την 1512 Α.Κ. αλλά με βάση την 1514 Α.Κ., η οποία δεν αφορά σε αποφάσεις για επιμέρους διαφωνίες των γονέων αλλά σε παρεκκλίσεις από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Πράγματι, η συστηματική παραβίαση της απορρέουσας από το άρθρο 1512 Α.Κ. υποχρέωσης συνεργασίας των γονέων, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία για την προαγωγή του συμφέροντος του παιδιού μετά το χωρισμό των γονέων του και για την αποτελεσματική λειτουργία της από κοινού επιμέλειας από τους γονείς επισύρει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1514 παρ. 2 Α.Κ., που προβλέπει ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Έτσι, ο ρόλος του δικαστηρίου έχει καταστεί πλέον αυστηρά επικουρικός με την έννοια ότι επιλαμβάνεται κατ’ αρχήν μόνο στα πλαίσια της 1512 Α.Κ. για επίλυση της διαφωνίας επί συγκεκριμένου ζητήματος στα πλαίσια της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μόνο αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας συστηματικής και επαναλαμβανόμενης διαφωνίας των γονέων, και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, και αφού οι γονείς έχουν προσφύγει στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, αποφασίζει το δικαστήριο κατά το άρθρο 1514 παρ. 2 Α.Κ. Οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει η κοινή μέριμνα μπορεί να είναι είτε ανυπαίτιοι για τον έναν ή και τους δύο γονείς (πχ. διαφορετικές απόψεις σε θέματα ανατροφής, διαπαιδαγώγησης, θρησκευτικής παιδείας, μεγάλη απόσταση του τόπου διαμονής των δύο γονέων, έντονη επαγγελματική απασχόληση του ενός γονέα, μακροχρόνια απουσία του ενός γονέα για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους) είτε υπαίτιοι (λ.χ. χρησιμοποίηση της άσκησης της επιμέλειας ως πρόσχημα για την εκδήλωση αισθημάτων εκδίκησης του άλλου γονέα, για την απόσπαση αθέμιτης οικονομικής ωφέλειας σε βάρος του άλλου γονέα, ψευδείς καταγγελίες εγκλημάτων κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας του τέκνου κ.λ.π.). Στις περιπτώσεις αυτές καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, πλην των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, και εν τέλει και επί αποτυχίας αυτής αποφασίζει το δικαστήριο. Το Δικαστήριο δε κατά το άρθρο 1514 παρ. 3 Α.Κ., μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Αυτό λοιπόν θα αποφασίσει, όποιο μέτρο θεωρήσει κατάλληλο για το παιδί, για το συγκεκριμένο παιδί και για τη συγκεκριμένη περίπτωση, με γνώμονα βέβαια το συμφέρον του παιδιού. Αν διαπιστώνεται ότι οι σχέσεις των γονέων έχουν πλήρως αποδομηθεί και ότι οι γονείς δεν πρόκειται να συνεργασθούν στο μέλλον προς το συμφέρον του παιδιού τους, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας ή την αποκλειστική ανάθεσή της στον έναν γονέα, υπό την προϋπόθεση ότι με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα η αποφυγή συνεχών και γενικευμένων έριδων και συγκρούσεων μεταξύ των γονέων, ή κατά περίπτωση η καλύτερη φροντίδα του παιδιού προς το συμφέρον του, η προαγωγή του οποίου πρέπει να είναι το αξιολογικό κριτήριο για τη δικαστική ρύθμιση της γονικής μέριμνας. Έτσι σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή διαζυγίου (άρθρο 1513 Α.Κ.) το Δικαστήριο, εφόσον η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας δεν είναι δυνατή ή προς το συμφέρον του τέκνου, μπορεί να την αναθέσει σε ένα γονέα, ή να την αναθέσει σε τρίτο ή τέλος να την κατανείμει μεταξύ των γονέων, πάντοτε, όμως, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου, χωρίς να δεσμεύεται από συμφωνίες των γονέων που δε βρίσκονται σε αρμονία με το συμφέρον του, ακόμα και όταν γίνονται στα πλαίσια της συμβιβαστικής επίλυσης κατά το άρθρο 611 Κ.Πολ.Δ., τις οποίες όμως πρέπει να λάβει υπόψη του. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 3 Α.Κ. το Δικαστήριο, που αποφασίζει επί διαφωνίας των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας, έχει ως δυνατότητα, ανάλογα με την περίπτωση, να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας. Η κατανομή αυτή μπορεί να γίνει με λειτουργικό κριτήριο και να αφορά ορισμένες μόνο από τις εξουσίες της γονικής μέριμνας (λειτουργική κατανομή). Τρόπος (λειτουργικής) κατανομής συνιστά η ανάθεση ορισμένων λειτουργιών της (π.χ. επιμέλεια) στον ένα γονέα και των υπολοίπων (διοίκηση, περιουσία, εκπροσώπηση) στον άλλο ή στην από κοινού άσκηση. Στο πλαίσιο της λειτουργικής κατανομής το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει μεταξύ των γονέων μόνο ορισμένες πτυχές της επιμέλειας του προσώπου του παιδιού (λ.χ. σχολική επίβλεψη, θέματα υγείας, εκπαίδευσης, δραστηριοτήτων). Κατά τα λοιπά για την επιμέλεια και τις λοιπές εξουσίες της γονικής μέριμνας ισχύει ο κανόνας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας κατ' άρθρο 1513 εδ. α Α.Κ. και το Δικαστήριο δε χρειάζεται να αποφασίσει σχετικά. Ένας άλλος τρόπος κατανομής της γονικής μέριμνας, που συνιστά και αυτός κατά βάση παρέκκλιση από τον κανόνα της από κοινού άσκησης της επιμέλειας, όπως όλες οι περιπτώσεις που ορίζονται στην 1514 παρ. 2 Α.Κ., είναι η χρονική κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, ή εναλλασσόμενη άσκηση όλων των εκφάνσεων της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας ειδικότερα. Ο τρόπος αυτός κατανομής της άσκησης της επιμέλειας εξασφαλίζει την από κοινού συμμετοχή των γονέων στην άσκησή της και την ισόρροπη ανάπτυξη του παιδιού, που γίνεται δέκτης των διαφορετικών αντιλήψεων και τρόπων σκέψης των γονέων του, ενδέχεται όμως να δημιουργήσει και συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ τους στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό. Η χρονική κατανομή της άσκησης της γονικής μέριμνας πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή, καθώς έχει τα ίδια μειονεκτήματα με την εναλλασσόμενη διαμονή του παιδιού και μπορεί επιπλέον να εκθέσει το παιδί σε γονεϊκές επιλογές εκ διαμέτρου διαφορετικές ενώ υπάρχει ο ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος ο ένας γονέας να επιχειρεί να αναιρέσει τις επιλογές του άλλου, με αυτονόητα κακή επίπτωση στο παιδί. Για να λειτουργήσει, δηλαδή, αποτελεσματικά η χρονικά κατανεμημένη γονική μέριμνα ή επιμέλεια μεταξύ των δύο γονέων απαιτείται η στοιχειώδης δυνατότητα συνεννόησης, κατανόησης και εμπιστοσύνης μεταξύ τους και η λύση των διαφορών τους με καταφυγή πρωτίστως στη διαμεσολάβηση και ως έσχατο μέσο στα δικαστήρια. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της χρονικής κατανομής της άσκησης της επιμέλειας μεταξύ των γονέων και της εναλλασσόμενης διαμονής (κατοικίας) του τέκνου. Η πρώτη συνιστά μορφή κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας κατά την οποία οι γονείς ασκούν εναλλάξ τη γονική μέριμνα με περιοδικότητα και συνεπάγεται ότι το παιδί έχει εναλλασσόμενη κατοικία στον τόπο της κατοικίας του γονέα του, ο οποίος στο πλαίσιο αυτό ασκεί μόνος του κάθε φορά τις πράξεις επιμέλειας του παιδιού για όλα τα θέματα, με εξαίρεση εκείνα που αφορούν στον πυρήνα, κατ' άρθρο 1519 παρ. 1 ΑΚ. Αντιθέτως, η εναλλασσόμενη διαμονή μπορεί να διαταχθεί από το Δικαστήριο αυτοτελώς, χωρίς την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, οπότε οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του παιδιού (συνεπιμέλεια) σύμφωνα με τον κανόνα της 1513 εδ α' Α.Κ., με εξαίρεση μόνο εκείνες τις πράξεις επιμέλειας κατ' άρθρο 1513 εδ. β' Α.Κ., που μπορεί να επιχειρεί κάθε φορά μόνος του ο γονέας με τον οποίο διαμένει εκ περιτροπής το παιδί. Έτσι με τον κανόνα της διάταξης 1513 Α.Κ. αποσυνδέεται ο τόπος διαμονής του παιδιού από την άσκηση της επιμέλειας. Συνεπώς, το παιδί μπορεί να διαμένει με τον έναν γονέα και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού, με εξαίρεση τις πράξεις της επιμέλειας του άρθρου 1513 εδ. β' Α.Κ., και επίσης το παιδί να διαμένει εναλλακτικά και με τους δύο γονείς και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού ή ακόμα και από τον έναν γονέα. Το Δικαστήριο στο πλαίσιο της δυνατότητας που έχει, κατ’ άρθρο 1513 παρ. 3 Α.Κ., να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της γονικής μέριμνας στα κατ’ ιδίαν θέματα, μπορεί εφόσον με τον τρόπο αυτό προάγεται το συμφέρον του συγκεκριμένου τέκνου, να αποφασίσει ως τόπο διαμονής του παιδιού εναλλασσόμενα τον τόπο κατοικίας καθενός από τους γονείς του (εναλλασσόμενη κατοικία). Εάν τούτο δεν προάγει το συμφέρον του παιδιού (λ.χ. επειδή οι γονείς ζουν σε διαφορετική πόλη ή σε μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο, το παιδί δεν είναι εξοικειωμένο με τον έναν γονέα, ο ένας γονέας ζει μακριά από το κέντρο των σχολικών, εξωσχολικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων του) συμπληρωματικό πυλώνα της από κοινού άσκησης της επιμέλειας του παιδιού από τους γονείς του αποτελεί η ενίσχυση του δικαιώματος της επικοινωνίας με το παιδί του γονέα με τον οποίο δε διαμένει, ώστε να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ενίσχυση των δεσμών του παιδιού και με τους δύο γονείς του και την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο στην ανατροφή και φροντίδα του (για όλα τα ανωτέρω, σε ΜΠρΘεσ/νίκης 915/2022, Νόμος, με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).

Με την κρινόμενη υπό στοιχ. Α’ αγωγή, όπως το δικόγραφο αυτής παραδεκτά διορθώθηκε με τις από [...] προτάσεις (άρθρο 224 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ.), ο ενάγων εκθέτει ότι [...]. Ισχυριζόμενος, περαιτέρω ότι δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της αγωγής λόγους, ζητεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να ανατεθεί οριστικά στον ίδιο αποκλειστικά η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, διότι αυτό επιβάλλεται από το αληθινό συμφέρον αυτού, με την απειλή χρηματικής ποινής πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και προσωπική κράτηση δύο (2) μηνών για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης απόφασης και με ταυτόχρονη καταδίκη της εναγομένης στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή αρμόδια καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 17 αρ. 2 και 22 Κ.Πολ.Δ.), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, κατά την οποία δικάζονται οι λοιπές οικογενειακές διαφορές (άρθρα 591, 592 παρ. 3 περ. β’, 593 έως 602, 610 έως 613 Κ.Πολ.Δ.). Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1513, 1514, 1518 Α.Κ., 613, 950 παρ. 1, 176 Κ.Πολ.Δ. Το δε παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής στο σύνολό της, είναι μη νόμιμο ως προς τη διάταξη που αφορά στην ανάθεση της άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου στον ενάγοντα. Τούτο διότι η προσωρινή εκτελεστότητα αναφέρεται στις καταψηφιστικές διατάξεις και όχι στις διαπλαστικές, η δε απόφαση με την οποία ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου σε έναν από τους δύο γονείς διαπλάσσει μια νέα κατάσταση και άρα η σχετική διάταξη έχει διαπλαστικό χαρακτήρα (ΕφΑθ 628/2003, ΜΠρΠατρ 203/2020, Νόμος). Το ίδιο ως άνω παρεπόμενο αίτημα έχει πεδίο εφαρμογής μόνο ως προς την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 613 και 950 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. διάταξη περί απόδοσης ή παράδοσης τέκνου, η οποία έχει καταψηφιστικό χαρακτήρα και περιλαμβάνεται πλέον αυτεπαγγέλτως σε κάθε απόφαση με την οποία ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου ανηλίκου τέκνου στον έναν γονέα. Ακόμη: α) για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής τηρήθηκε η διαδικασία, που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1,2, 6 και 7 Ν. 4640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις - Περαιτέρω εναρμόνιση προς Οδηγία 2008/52 κ.λ.π. διατάξεις», δοθέντος ότι ο ενάγων προσκομίζει με νόμιμη επίκληση με τις από 13.10.2021 προτάσεις: αα) το κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 προηγούμενο της άσκησης της αγωγής, από 1.4.2020 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση και ββ) το κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 Ν. 4640/2019, από 23/10/2020 πρακτικό περάτωσης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, υπογεγραμμένο από τον διαμεσολαβητή [...] και όλους τους συμμετέχοντες, β) κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση, έλαβε χώρα η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 611 Κ.Πολ.Δ. προσπάθεια συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς από το Δικαστήριο, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων, πλην όμως δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός και γ) στις [...] έλαβε χώρα, η προβλεπόμενη στο άρθρο 612 Κ.Πολ.Δ. επικοινωνία της Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη υπό στοιχ. Α’ αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Περαιτέρω, με το άρθρο 1520 Α.Κ., όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 4800/2021, προβλέπεται ότι ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Με την ως άνω ρύθμιση δηλώνεται πανηγυρικά ότι η επικοινωνία συνιστά δικαίωμα και παράλληλα και υποχρέωση του δικαιούχου γονέα. Η ως άνω αναφορά του νόμου σε υποχρέωση ερμηνεύεται ως αναγνώριση του λειτουργικού χαρακτήρα του δικαιώματος της επικοινωνίας με έχει συμβολικό και κατευθυντήριο ρόλο για τους γονείς και δεν εισάγει αγώγιμη αξίωση για εξαναγκασμό του γονέα σε επικοινωνία. Για την εφαρμογή του άρθρου 1520 Α.Κ. σημασία έχει μόνο το γεγονός ότι ο γονέας μένει χωριστά από το τέκνο ανεξάρτητα από το αν ασκεί από κοινού με τον άλλο γονέα την επιμέλεια. Επίσης, προβλέπεται ως ειδική υποχρέωση του γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο η διευκόλυνση και η προώθηση της επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα, η οποία νοείται ως η εμφύσηση στο παιδί καλών αισθημάτων για τον άλλο γονέα και η καλή συνεργασία προκειμένου να καθοριστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας. Επισημαίνεται ότι η επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή του γονέα με το τέκνο, όσο και τη διαμονή του τέκνου στην οικία του. Καθίσταται έτσι σαφές ότι η επικοινωνία δεν περιλαμβάνει μόνο τη διαμονή του παιδιού στην οικία του γονέα, αλλά και άλλες μορφές επαφής, με φυσική παρουσία (λ.χ. ο γονέας δειπνεί με το παιδί ή το συνοδεύει σε δραστηριότητες) ή όχι (λ.χ. βιντεοκλήση, απλή τηλεφωνική επικοινωνία). Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του νέου άρθρου 1520 Α.Κ. «Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1 /3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου.» Με την ως άνω ρύθμιση επιχειρείται η οριοθέτηση ενός ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με το γονέα που δεν διαμένει, το οποίο συμβάλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και της ψυχικής υγείας του ανήλικου. Επικρίθηκε, όμως, πολλαπλώς για τη νομοτεχνική της αστοχία αναφορικά με τη θέσπιση τεκμηρίου, για την σκοπιμότητα του οριζόντιου ποσοτικού προσδιορισμού του χρόνου της επικοινωνίας καθώς και για την κεκαλυμμένη θέσπιση συνεπιμέλειας με εναλλασσόμενη διαμονή. Σαφώς ο πραγματικός χρόνος επικοινωνίας δεν είναι δυνατό να «τεκμαίρεται», γιατί δεν συνιστά ένα δυσαπόδεικτο πραγματικό γεγονός, το οποίο συνάγεται από τη συνδρομή κάποιου άλλου γεγονότος. Αυτό που είναι εν προκειμένω πρέπει να προσδιοριστεί από το δικαστήριο είναι ο προσήκων χρόνος επικοινωνίας, που ικανοποιεί το δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία και το συμφέρον του ανήλικου. Υποστηρίζεται ότι η διάταξη εισάγει μια μορφή ρύθμισης του βάρους απόδειξης του συμφέροντος του παιδιού, κατ' αναλογία με τη νομοθετική ρύθμιση για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άρθρου 1400 Α.Κ. Έτσι, ο εύλογος χρόνος επικοινωνίας τεκμαίρεται μαχητά, από μόνη τη γονεϊκή ιδιότητα ενός προσώπου, ότι πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον «στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου» του παιδιού. Το τεκμήριο είναι μαχητό, με συνέπεια ο άλλος γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο να δύναται να αποδείξει ότι αυτός ο χρόνος επικοινωνίας δεν είναι ο προσήκων για το συμφέρον του παιδιού και πρέπει να μειωθεί λόγω των ειδικών συνθηκών διαβίωσης, όπως τις σχολικές υποχρεώσεις, την ηλικία, την κατάσταση της υγείας του. Ομοίως ο γονέας που αιτείται μικρότερο χρόνο επικοινωνίας από το 1/3 που προβλέπει το άρθρο 1520 Α.Κ. έχει το βάρος απόδειξης ότι τούτο είναι δικαιολογημένο με βάσει τις συνθήκες διαβίωσης και το συμφέρον του τέκνου (λ.χ. ηλικία, ειδικές ανάγκες, σχολικές υποχρεώσεις), όχι όμως και του δικαιούχου γονέα (λ.χ. επαγγελματικές ενασχολήσεις, φόρτος εργασίας, νέα οικογένεια, παιδί από άλλη σχέση) ο οποίος πρέπει κατ' αρχήν να του αφιερώνει το 1/3 του συνολικού του χρόνου, άλλως στοιχειοθετείται κατ' αρχήν περίπτωση κακής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας και του δικαιώματος της γονικής μέριμνας, λόγω του λειτουργικού τους χαρακτήρα. Πλην, όμως η αυστηρή τυπική λειτουργία του νόμιμου μαχητού τεκμηρίου, που θα επέβαλλε το βάρος απόδειξης για το εύρος και το περιεχόμενο της επικοινωνίας αποκλειστικά στους διαδίκους γονείς δεν συνάδει με τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου και τη σταθερή προσήλωση του προς συμφέρον του παιδιού, ιδίως όταν η ρύθμιση των εν λόγω ζητημάτων γίνεται ετερόνομα από το δικαστήριο και όχι αυτόνομα από τους γονείς. Υποστηρίζεται, λοιπόν, σχετικώς ότι οι λόγοι που αφορούν το συμφέρον του τέκνου και επιβάλλουν την επιβολή μεγαλύτερου ή μικρότερου χρόνου επικοινωνίας, θα μπορούν να εξειδικεύονται μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας και να λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι πρόκειται στην ουσία για εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου, η οποία ως τέτοια μπορεί και πρέπει να εξειδικευτεί μέσω των αποδείξεων και με εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Προς υποστήριξη της ως άνω θέσης συνηγορεί όχι μόνον ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του συστήματος του οικογενειακού δικαίου, αλλά και η γραμματική διατύπωση του άρθρου 1520 Α.Κ.: «ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας». Η διατύπωση αυτή του νέου άρθρου αντιπαραβάλλεται διαζευκτικώς προς το αίτημα του γονέα, άρα περιλαμβάνει και τη δυνατότητα του δικαστηρίου να ρυθμίσει ex officio την επικοινωνία διαφορετικά, όταν επιβάλλεται από το συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Άλλωστε και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4800/2021 αναφέρεται ότι η καθιέρωση του ανωτέρω τεκμηρίου στοχεύει στη δημιουργία μιας υπαρκτής βάση διαλόγου μεταξύ των γονέων» και δεν διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη για θέσπιση ενός αυστηρού νομικού τεκμηρίου προς αντιστροφή του βάρους απόδειξης υπέρ του δικαιούχου γονέα. Η ως άνω θέση προκρίνεται ως ορθότερη διότι το συμφέρον του τέκνου κατά το άρθρο 1511 Α.Κ. αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα σταθερό γνώμονα για την εφαρμογή του άρθρου 1520 Α.Κ., εκτός της εξουσίας διάθεσης των διαδίκων γονέων, όταν το δικαστήριο καλείται να ρυθμίσει ετερόνομα την επικοινωνία σε περίπτωση που οι γονείς διαφωνούν ως προς το εύρος και τους όρους της ή σε περίπτωση που η συμφωνία των γονέων δεν είναι νόμιμη. Άλλωστε η επιβαλλόμενη συνεκτίμηση της προσωπικής γνώμης του ίδιου του ανήλικου (άρθρο 1520 παρ. 1 εδ. 4 Α.Κ.) σε συνδυασμό με την αξιολογική στάθμιση και αξιολόγηση των συμφερόντων των γονέων και του τέκνου μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική ad hoc διευθέτηση του χρόνου και τρόπου επικοινωνίας από αυτή που προτείνουν στο Δικαστήριο οι διάδικοι γονείς ή τεκμαίρεται ex ante και in abstracto ως ωφέλιμη από το άρθρο 1520 παρ. 1 εδ.γ' ΑΚ. Το συμφέρον του τέκνου, ως κριτήριο για τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, αποτελεί αόριστη νομική έννοια, που εξειδικεύεται από το δικαστήριο ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, συνεκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν με βάση αξιολογικά κριτήρια, αντλούμενα από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Σύμφωνα δε με το νέο αναθεωρημένο πλαίσιο για τις σχέσεις γονέων-τέκνων που θεσπίστηκε με τον Ν. 4800/2021 για την εξειδίκευση του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα του τέκνου, καθώς και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεων του με καθέναν από αυτούς, το δικαστήριο ζητάει και συνεκτιμά τη γνώμη του τέκνου ανάλογα με την ωριμότητά του (άρθρο 1511 παρ. 4 Α.Κ.) και λαμβάνει υπόψη τους δεσμούς του τέκνου με καθεναν από τους γονείς και τους αδερφούς του, τυχόν συμφωνίες των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας (άρθρο 1514 παρ. 3 Α.Κ.), την ικανότητα και πρόθεση καθενός γονέα να σέβεται τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά του γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, τη συμμόρφωση του κάθε γονέα με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, με δικαστικές αποφάσεις, με εισαγγελικές διατάξεις και με προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα (άρθρο 1511 παρ. 2 εδ. β’ Α.Κ.). Περαιτέρω, ο υπολογισμός του ενός τρίτου (1/3) του χρόνου του συνολικού χρόνου του παιδιού πρέπει κατά κανόνα να ερμηνευτεί ως το ένα τρίτο (1/3) της εκάστοτε χρονικής περιόδου που διανύει το παιδί στη ζωή του (σχολική χρονιά, θερινές ή εορταστικές διακοπές κ.ο.κ.) χωρίς να ενδιαφέρει ο στενός εννοιοκρατικός και μαθηματικός υπολογισμός του 1/3 εκ του συνόλου των ημερών ενός έτους. Στη συνέχεια της παρ. 1 εξειδικεύεται η έννοια της επικοινωνίας: αυτή περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή του γονέα με το τέκνο, όσο και τη διαμονή του τέκνου στην οικία του. Καθίσταται έτσι σαφές, ότι η επικοινωνία δεν περιλαμβάνει μόνο τη διαμονή του παιδιού στην οικία του γονέα, αλλά και άλλες μορφές επαφής, με φυσική παρουσία (λ.χ. ο γονέας δειπνεί με το παιδί ή το συνοδεύει σε δραστηριότητες) ή όχι (λ.χ. βιντεοκλήση, απλή τηλεφωνική επικοινωνία). Ωστόσο, η επικοινωνία χωρίς φυσική παρουσία δεν προσμετράται για τον υπολογισμό του 1/3, όπως ρητά προβλέπεται στο 3ο εδάφιο της παρ. 1. Στο σημείο αυτό θα πρέπει άλλωστε να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν το άρθρο 1520 παρ. 1 εδ. α’ Α.Κ. κάνει λόγο για κατά το δυνατό ευρύτερη επικοινωνία στην οποία περιλαμβάνεται και η διαμονή στην οικία του δικαιούχου (κάτι που αφορά τον τόπο της επικοινωνίας), οι λέξεις όμως «κατά το δυνατό» υποδηλώνουν αυτό που είναι και αυτονόητο: ότι η διαμονή στην οικία του δικαιούχου συνήθως είναι επιθυμητή από αυτόν, δεν είναι όμως πάντα απεριόριστα δυνατή. Η επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα βέβαια δεν πρέπει να διαταράσσει την «καθημερινότητα» του παιδιού (1520 παρ. 1 εδ. γ' ΑΚ). Αυτό σημαίνει ότι ο γονέας που επιδιώκει διευρυμένη επικοινωνία έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να υλοποιήσει το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του παιδιού, που έχει συμφωνηθεί από τους δύο γονείς ή οριστεί από το δικαστήριο. Πλην, όμως, η μέριμνα να μη διαταραχθεί η σχολική τους φοίτηση και καθημερινότητα δεν θα πρέπει να οδηγεί στη λύση τα παιδιά να διαμένουν όλες τις εργάσιμες ημέρες με τον έχοντα την επιμέλεια γονέα και όλα τα Σαββατοκύριακα και διακοπές με τον άλλο γονέα, με αποτέλεσμα μεγάλες στρεβλώσεις στην ανάπτυξη της σχέσης τους με καθένα από τους δύο. Τούτο δε διότι θα βιώνουν μία απολύτως διχοτομική κατάσταση, όπου ο περιορισμένος χρόνος τους με τον έχοντα την επιμέλεια γονέα (λόγω σχολείου, μελέτης, εξωσχολικών δραστηριοτήτων, και ταυτόχρονα εργασίας και οικιακών δραστηριοτήτων του γονέα) θα χαρακτηρίζεται από υποχρεώσεις και όρια ενώ ο ποιοτικός χρόνος που θα περνούν με τον άλλο γονέα θα έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την ευχαρίστηση. Τέλος, σύμφωνα με το 1520 εδ. δ’ Α.Κ. αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας, με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων». Επισημαίνεται ότι η αναφορά της Α.Κ. 1520 εδ. δ’ στον περιορισμό της επικοινωνίας μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους ακαταλληλότητας του γονέα και με ειδική διαδικασία διαπίστωσης της τελευταίας δεν αναφέρεται στον περιορισμό της επικοινωνίας σε χρόνο μικρότερο του 1/3, γιατί αυτός ο περιορισμός ρυθμίζεται από το άρθρο 1520 παρ. 1 εδ. γ' και παρ. 3 εδ. β’ Α.Κ. ) (για όλα τα ανωτέρω, σε ΜονΠρωτΘεσ/νίκης 317/2022, Νόμος, με περαιτέρω παραπ. σε νομολογία και θεωρία).

Με την κρινόμενη υπό στοιχ. Β’ αγωγή, η ενάγουσα ζητεί να ανατεθεί οριστικά στην ίδια αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας τους ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, [...], καθώς δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, ενώ τούτο, εξάλλου, επιβάλλεται από το αληθινό συμφέρον του τέκνου, άλλως να ανατεθεί από κοινού στην ίδια και στον εναγόμενο εν διαστάσει σύζυγό της με χρονικό κατανομή της άσκησης της επιμέλειας μεταξύ των γονέων. Επικουρικά, ζητεί να ρυθμιστεί το δικαίωμα της προσωπικής της επικοινωνίας με τον ανήλικο, κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή όρους (χρόνου, τόπου και τρόπου), που ανταποκρίνονται στο συμφέρον του, όπως οι όροι αυτοί παραδεκτά διορθώθηκαν με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της ενάγουσας στο ακροατήριο, καταχωρισθείσα στα οικεία πρακτικά και με τις από [...] προτάσεις (άρθρο 224 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ.), με την απειλή χρηματικής ποινής εξακοσίων (600) ευρώ και προσωπική κράτηση τριών (3) μηνών για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης απόφασης και με ταυτόχρονη καταδίκη της εναγομένης στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή αρμόδια καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 17 αρ. 2 και 22 Κ.Πολ.Δ.), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, κατά την οποία δικάζονται οι λοιπές οικογενειακές διαφορές (άρθρα 591,592 παρ. 3 περ. β’ 593 έως 602, 610 έως 613 Κ.Πολ.Δ.). Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1513, 1514, 1518, 1520 Α.Κ., 947 παρ. 1,950 παρ. 2, 176 Κ.Πολ.Δ. Ακόμη: α) για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής τηρήθηκε η διαδικασία, που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 2, 6 και 7 Ν. 4640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις - Περαιτέρω εναρμόνιση προς Οδηγία 2008/52 κ.λ.π. διατάξεις», δοθέντος ότι η ενάγουσα προσκομίζει με νόμιμη επίκληση με τις από 13/10/2021 προτάσεις: αα) το κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 προηγούμενο της άσκησης της αγωγής, από 7/10/2020 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση και ββ) το κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 Ν. 4640/2019, από 23.10.2020 πρακτικό περάτωσης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, υπογεγραμμένο από τον διαμεσολαβητή [...] και όλους τους συμμετέχοντες, β) κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση, έλαβε χώρα η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 611 Κ.Πολ.Δ. προσπάθεια συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς από το Δικαστήριο, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων, πλην όμως δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός και γ) στις [...] έλαβε χώρα, η προβλεπόμενη στο άρθρο 612 Κ.Πολ.Δ. επικοινωνία της Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη υπό στοιχ. Β’ αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. [...] από όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα, που οι διάδικοι με νόμιμη επίκληση προσκομίζουν, έστω και μη ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: α) τα δικόγραφα και οι δικαστικές αποφάσεις από προηγηθείσες μεταξύ των ίδιων διαδίκων δίκες, που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΜΕφΠατρ 155/2021, ΜΕφΑιγ 92/2019, ΜΕφΘεσ/νίκης 2948/2017, Νόμος), β) η με αρ. .../14.9.2020 ένορκη βεβαίωση της Π.Ρ. ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ν.Ζ. και η με αρ. .../21.1.2020 ένορκη βεβαίωση του Α.Β. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που ελήφθησαν με πρωτοβουλία του εδώ ενάγοντος, με αφορμή προγενέστερη δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων και όχι για να χρησιμεύσουν στην παρούσα δίκη, έστω και αν ελήφθησαν χωρίς κλήτευση της αντιδίκου του, που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1186/2021, Νόμος), γ) η με αρ. .../11.9.2020 ένορκη βεβαίωση των Μ.Κ. και Α.Π. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που ελήφθη με πρωτοβουλία της εδώ ενάγουσας, με αφορμή προγενέστερη δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων και όχι για να χρησιμεύσουν στην παρούσα δίκη, έστω και αν ελήφθησαν χωρίς κλήτευση του αντιδίκου της, που λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 891/2000, Νόμος), δ) οι προσκομιζόμενες εγκλήσεις, που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον δεν υποβλήθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στην παρούσα δίκη (ΜΕφΑιγ 92/2019, Νόμος), ε) οι προσκομιζόμενες με νόμιμη επίκληση από τους διαδίκους ιατρικές εκθέσεις, όπως αυτές αναλυτικά αναφέρονται παρακάτω, οι οποίες ως εξώδικες γνωμοδοτήσεις εκτιμώνται ελεύθερα κατ’ άρθρο 390 Κ.Πολ.Δ. καθώς και από όσα συνομολογούνται εκ μέρους των διαδίκων, που λαμβάνονται υπόψη σε συνδυασμό με τις άλλες αποδείξεις και εκτιμώνται ελεύθερα (597 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:...Τα συμπεράσματα της παιδοψυχιάτρου [...] επιβεβαιώθηκαν πλήρως και κατά τη διάρκεια της κατ’ άρθρο 612 Κ.Πολ.Δ. επικοινωνίας της Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων. Κατά τη διάρκεια αυτής, δόθηκε στο Δικαστήριο η δυνατότητα σχηματισμού άμεσης αντίληψης σχετικά με την προσωπικότητα και τη συναισθηματική κατάσταση του τέκνου, τις συνθήκες ζωής του και τις προσωπικές του επιθυμίες και ανάγκες. Το τελευταίο, εύστροφο και ομιλητικό παιδί, όταν εξοικειώθηκε και ένιωσε ασφάλεια, διατύπωσε με αυθορμητισμό τις απόψεις του, εκφράζοντας αβίαστα τα συναισθήματά του με ειλικρίνεια και ωριμότητα ανάλογη της ηλικίας του. Στο πλαίσιο αυτό, εκφράστηκε με ενάργεια η αγάπη του για αμφότερους τους γονείς του, ο ισχυρός συναισθηματικός δεσμός του με τον πατέρα του, η σταδιακά ομαλή προσαρμογή του στις νέες συνθήκες ζωής του και η ικανοποίησή του για την καθημερινότητά του στο σχολείο και στο σπίτι. Ταυτόχρονα, ο ανήλικος εξέφρασε το παράπονό του για την έλλειψη κατανόησης και συνεννόησης με τη μητέρα του, για την συχνά εκδηλούμενη από μεριά της υπέρμετρη αυστηρότητα και την έλλειψη σεβασμού προς τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, για την απουσία ηρεμίας στις μεταξύ τους σχέσεις. Κατά την ίδια επικοινωνία ήταν σαφής η κόπωση του ανηλίκου από τη δικαστική διαμάχη των γονέων του αλλά και η δυσαρέσκειά του για τη πολύμηνη διαδικασία της ψυχιατρικής του αξιολόγησης (με συχνή εναλλαγή στα πρόσωπα των ειδικών ψυχικής υγείας), με εξαίρεση τις επαφές του με την παιδοψυχίατρο... Ενόψει των προαναφερομένων, λαμβάνοντας υπόψη: α) την ηλικία του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, β) τη σαφή και σταθερά εκφρασθείσα προσωπική γνώμη του ανηλίκου, η οποία, κατά την επικοινωνία του άρθρου 612 Κ.Πολ.Δ. διαπιστώθηκε ελεύθερη και ανεπηρέαστη από επιδράσεις και υποβολές τρίτων, [...] το Δικαστήριο κρίνει ότι στην ένδικη περίπτωση η από κοινού άσκηση της επιμέλειας δεν είναι εφικτή και ότι πρέπει η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου να ανατεθεί οριστικά στον ενάγοντα πατέρα του, ο οποίος έχει τα ανάλογα προσόντα να ανταποκριθεί στο λειτουργικό αυτό καθήκον. Η παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 1513 εδ. α’ Α.Κ. (με τον οποίο καθιερώνεται ως νόμιμο σύστημα η κοινή γονική μέριμνα, στις περιπτώσεις διάστασης ή διαζυγίου) επιβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση από το συμφέρον του ανηλίκου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη αυτού σε μια ανεξάρτητη, υπεύθυνη και ισορροπημένη προσωπικότητα. Το συμφέρον του ανηλίκου είναι κομβικής σημασίας, αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της επιμέλειας αλλά και τον πυρήνα για τον προσδιορισμό της άσκησής της... Επισημαίνεται ότι εν προκειμένω ορίζεται μικρότερος χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με τη μητέρα από τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 1520 παρ. 1 εδ. δ’ Α.Κ., ήτοι το 1/3 του συνολικού χρόνου του ανηλίκου, διότι τούτο κρίνεται σύμφωνο με το συμφέρον του ανηλίκου, ο οποίος δεν θα ωφεληθεί από μία διευρυμένη μεν αλλά εξαναγκαστική επικοινωνία. Εξάλλου, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου δεν απαιτείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για την ψυχιατρική εξέταση των διαδίκων και του ανηλίκου καθώς η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 1520 παρ. 1 εδ. δ’ και ε’ Α.Κ. αφορά μόνο περίπτωση αποκλεισμού ή περιορισμού επικοινωνίας με το γονέα λόγω ακαταλληλότητας του τελευταίου και όχι κάθε παρέκκλιση από το τεκμήριο του 1/3 που ορίζει το άρθρο 1520 παρ. 1 εδ.γ Α.Κ. Η προαναφερθείσα ρύθμιση του παρόντος Δικαστηρίου για τον τρόπο και τη διάρκεια της επικοινωνίας του ανηλίκου με τη μητέρα του, δίνει μια κατευθυντήρια γραμμή προς την καλύτερη επίτευξή της, η υλοποίησή της όμως εξαρτάται από τις προσπάθειες και τις αμοιβαίες υποχωρήσεις των γονέων (ΕφΘεσ/νίκης 1623/2020, Νόμος), χωρίς να παραγνωρίζεται η βούληση του ίδιου του τέκνου, ενώ εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, εφόσον υπάρξει μεταβολή των συνθηκών, υπάρχει δυνατότητα μεταρρύθμισης της παρούσας απόφασης σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου (άρθρο 1536 Α.Κ.). Πρέπει, ακόμα, να τονιστεί ότι τόσο η υπαίτια παράλειψη της παραπάνω υποχρέωσης από την πλευρά του πατέρα να σέβεται και να προωθεί την επικοινωνία της μητέρας με το τέκνο (λ.χ. με τον προγραμματισμό εξωσχολικών και άλλων δραστηριοτήτων του παιδιού κατά τον χρόνο της επικοινωνίας, την επινόηση προσκομμάτων, την καλλιέργεια αρνητικών συναισθημάτων για τη μητέρα κλπ.) όσο και η υπαίτια παράλειψη της αυτοπρόσωπης επικοινωνίας από τη μητέρα συνιστούν κακή άσκηση της γονικής μέριμνα (1532 παρ. 2 περ γ’ και δ’ Α.Κ.). Επισημαίνεται, τέλος, προς άρση τυχόν αμφισβητήσεων από τους διαδίκους γονείς, ότι: α) οι αναφερόμενες στο άρθρο 1516 παρ. 1 Α.Κ. πράξεις [συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου που αφορούν στην καθημερινότητα του παιδιού (λ.χ. επιλογές διατροφής, ένδυσης και ψυχαγωγίας, ωράριο μελέτης και ύπνου, επίσκεψη σε φίλο, μεταφορά του σε εξωσχολική δραστηριότητα κλπ.), τρέχουσα διαχείριση περιουσίας του (λ.χ. επιδιόρθωση πραγμάτων που ανήκουν στο παιδί κλπ.), πράξεις με επείγοντα χαρακτήρα (λ.χ. θέματα υγείας όπως χορήγηση αντιπυρετικού, μεταφορά στο νοσοκομείο σε περίπτωση τραυματισμού κλπ.), λήψη δήλωσης βούλησης απευθυντέα προς το τέκνο] διενεργούνται από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, έστω και προσωρινά κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας, άρα κατά τον χρόνο επικοινωνίας με την μητέρα διενεργούνται από την τελευταία, β) οι πράξεις του άρθρου 1519 παρ. 1 Α.Κ. [επιλογή θρησκεύματος, ζητήματα υγείας εκτός από τα επείγοντα και εντελώς τρέχοντα (λ.χ. χειρουργικές επεμβάσεις, εμβολιασμός), ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του (λ.χ. επιλογή μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού σχολείου, επιλογή σχολείου, ξένης γλώσσας, αριθμού η προτεραιότητας εκμάθησης ξένων γλωσσών κλπ.), μεταβολή του τόπου διαμονής του που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας] συναποφασίζονται και διενεργούνται από κοινού από αμφότερους τους γονείς, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η επιμέλεια ανατίθεται με την παρούσα απόφαση οριστικά στον πατέρα αποκλειστικά και γ) οι πράξεις ενδιάμεσης κατηγορίας, λ.χ. η επιλογή του επαγγελματία ή του συγγενικού προσώπου που θα επιβλέπει το παιδί κατά την απουσία του γονέα, η επιλογή των εξωσχολικών δραστηριοτήτων (π.χ. αθλητικών και καλλιτεχνικών, όχι όμως εκπαιδευτικών που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του), η επιλογή προσώπου δασκάλου ή εκπαιδευτή, αποφασίζονται από τον ασκούντα την επιμέλεια πατέρα, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης της μητέρας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει: α) η υπό στοιχ. Α’ αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και β) η υπό στοιχ. Β’ αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς το επικουρικό της αίτημα και: Α) α) να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων οριστικά στον ενάγοντα πατέρα του αποκλειστικά, β) να διαταχθεί αυτεπαγγέλτως η εναγομένη να αποδώσει το ανήλικο τέκνο στον ενάγοντα, γ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, διότι συντρέχουν εξαιρετικοί για αυτό λόγοι και δη διότι τούτο επιτάσσει το συμφέρον του τέκνου (907, 908 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και δ) να απαγγελθεί σε βάρος της εναγομένης και υπέρ του ενάγοντος χρηματική ποινή ποσού διακοσίων (200) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός σε περίπτωση μη εκτέλεσης της ανωτέρω διάταξης (άρθρο 950 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και Β) α) να ρυθμιστεί το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας της ενάγουσας με το ανήλικο τέκνο της κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους στο διατακτικό όρους, υποχρεουμένου του εναγομένου αντίστοιχα να ανέχεται την επικοινωνία αυτή και β) να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου και υπέρ της ενάγουσας χρηματική ποινή ποσού διακοσίων (200) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας (άρθρο 950 παρ. 2, 947 Κ.Πολ.Δ.). Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερες τις αγωγές πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, κατ’ άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ., λόγω της συζυγικής τους ιδιότητας, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι η με αρ. 1061/2021 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων, έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη (ΕφΑθ 257/2019, Νόμος).

[Βλ. παρακάτω κοινές παρατηρήσεις υπό την ΜονΠρΘεσ 5400/2022]