Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΔΕφΑθ Α1483/2024 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΔΕφΑθ Α1483/2024 - Πλήρες κείμενο

Πρόεδρος: Κωνσταντίνας Σούρμπης, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγήτρια: Ασπασία Καλαφάτη
Δικηγόροι: Αθανασία Παπαντωνίου, Άλκηστη-Ασπασία Κόρδου (ΝΣΚ)

Αστική ευθύνη Επιτροπής Ανταγωνισμού∙ παράνομη παράλειψη οφειλομένης ενεργείας∙ επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (150.000 €)∙ υπέρβαση προβλεπόμενης προθεσμίας, εντός της οποίας η ΕπΑντ οφείλει να τοποθετηθεί επί συγκεκριμένης καταγγελίας∙ η ΕπΑντ όφειλε, εν προκειμένω, να τοποθετηθεί επί της (πρώτης) καταγγελίας του εκκαλούντος εντός εξάμηνης προθεσμίας, η οποία εκκινεί όχι από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας του, αλλά από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο, με το οποίο ο εκκαλών δήλωσε ότι εμμένει στην καταγγελία του, καθώς και ότι ζητεί να μην τεθεί αυτή στο αρχείο, αλλά να προσδιοριστεί ημερομηνία συζήτησής της στην ΕπΑντ∙ πλην όμως, η Επιτροπή, έως την παρέλευση της προθεσμίας των έξι (6) μηνών δεν είχε εκδώσει σχετική απόφαση, είτε εκφέροντας οριστική κρίση, είτε παραγγέλλοντας, με προδικαστική απόφαση, περαιτέρω έρευνα ή συμπλήρωση στοιχείων, είτε, εφόσον δεν ήταν ώριμη να αποφανθεί επί της ουσίας, εκδίδοντας, πάντως, και στην περίπτωση αυτή, εμπροθέσμως πράξη και καθορίζοντας αιτιολογημένα τα της προτεραιότητας και της πορείας της υποθέσεως ενώπιόν της.

Νομικές διατάξεις: άρθρα 105, 106 Εισ.Ν.Α.Κ., 57, 59, 298, 299 ΑΚ, 1, 2, 2α, 8, 8β, 9, 11α, 24, 25, 26 ν. 703/1977

Αριθμός απόφασης: Α1483/2024

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 4ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τους: Κωνσταντίνα Σούρμπη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Ασπασία Καλαφάτη - Εισηγήτρια, Παναγιώτη Μάντζαρη, Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα την Ευτυχία Σιδερή, δικαστική υπάλληλο,

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2023, για να δικάσει την με ημερομηνία κατάθεσης 12.3.2009 έφεση (με αριθμό πράξης κατάθεσης .../12.3.2009 στο ΔΠ Αθηνών, με αριθμό περιέλευσης στο ΔΕ Αθηνών …/20.03.2009 και με αριθμό καταχώρισης ΕΦ…/8.6.2023 στο ίδιο Δικαστήριο, κατόπιν της 370/2023 απόφασης του ΣτΕ),

της ατομικής επιχείρησης του ... και τον διακριτικό τίτλο «... ...», που εδρεύει στην Πεύκη (…), για την οποία εμφανίσθηκε ο ... μετά της δικηγόρου Αθανασίας Παπαντωνίου, την οποία διόρισε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου

κατά της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ανεξάρτητης δημόσιας αρχής, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της Δικαστικής Πληρεξουσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) Άλκηστης-Ασπασίας Κόρδου

και της 13097/2008 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το νόμο.

1. Επειδή, η κρινόμενη έφεση, νομίμως εισάγεται προς συζήτηση, μετά την αναίρεση, με την 370/2023 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, της 3201/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και την παραπομπή της υπόθεσης στο τελευταίο προς νέα νόμιμη κρίση. Για την άσκηση της εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο ποσό παραβόλου (βλ. το …/ ειδικό έντυπο παραβόλου, Σειράς Α΄). Με την παραπεμφθείσα από το ΣτΕ κατά τα ανωτέρω έφεση, ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 13097/2008 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το κεφάλαιο, που με αυτήν απορρίφθηκε το αίτημα της από 13.8.2007 αγωγής της επιχείρησης του ... (η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα και ικανότητα να είναι διάδικος, οπότε αυτή θεωρείται ότι ασκήθηκε ατομικά από τον ...) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εφεσίβλητης Επιτροπής Ανταγωνισμού να του καταβάλει, νομιμοτόκως, ποσό 1.500.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας παράνομων, κατά τους ισχυρισμούς του, παραλείψεων των οργάνων της ως άνω Επιτροπής.

2. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …» και στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι : «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) ορίζεται ότι : «Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία, καθώς και το διαφυγόν κέρδος). …». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. συνάγεται ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, ανεξάρτητα από την φύση της παρανομίας ως τυπικής ή ουσιαστικής, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς ενόψει της συγκεκριμένης αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση ζητείται με την αγωγή (βλ. ΣτΕ 370/2023, 3005/2019, 1963/2018, 1634/2017, 237/2011 κ.ά.). Η ευθύνη δε του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ., κατά τις ίδιες διατάξεις, είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από υπαιτιότητα των οργάνων τους (βλ. ΣτΕ 370/2023, 1210/2019, 3292/2017, 2776/2016, 877/2013 κ.ά.).

3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 299 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι : «Για μη περιουσιακή ζημία οφείλεται χρηματική ικανοποίηση στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος», σύμφωνα δε με το άρθρο 932 εδ. α του Α.Κ.: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης...», ενώ, περαιτέρω, στο άρθρο 57 του Α.Κ. ορίζεται ότι : «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον… Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται» και στο άρθρο 59 του ιδίου Κώδικα ότι : «Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού,…». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., συνάγεται ότι, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Α.Κ., να επιδικάσει σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (ΣτΕ 370/2023, 2604/2021, 2694/2020, 116, 390, 1210/2019, 15/2018, 3539/2015, 2202/2014, 1782/2013, 4133/2011 κ.ά.). Η αποζημίωση αυτή οφείλεται και υπέρ εκείνου του οποίου έχει προσβληθεί η προσωπικότητα, σε οποιαδήποτε από τις επί μέρους εκφάνσεις της, από παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (ή καθ’ υπέρβαση αυτών), ανεξάρτητα από την υπαιτιότητά τους, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 του Α.Κ. (ΣτΕ 3292/2017, 410/2016, 1970/2009 κ.ά.). Τέτοια αποζημίωση οφείλεται και στην περίπτωση που ο ασκών επιχείρηση υπέστη προσβολή, που αναφέρεται στην πίστη, στην υπόληψη, στο μέλλον και γενικά στα αναγνωριζόμενα στην άσκηση της επιχείρησής του έννομα αγαθά, δεν είναι δε απαραίτητο να εξειδικεύεται η βλάβη αυτή, όταν από την φύση της πράξης είναι δυνατόν να επέλθει τέτοια βλάβη (πρβλ. ΣτΕ 2511/2017, 3695/2015, 451/2013, 2402/2012, 3312/2009, 2168/2007, 1732/2005). Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 932 του Α.Κ. παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η εξουσία, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης (είδος, βαρύτητα και συνθήκες τέλεσης της προσβολής, την ηλικία του παθόντος (προσβληθέντος), την οικονομική κατάσταση αυτού κ.λπ.) –συνεκτιμώντας και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος (προσβληθέντος)– και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε στον προσβληθέντα ηθική βλάβη (ΣτΕ 1109/2022, 3292/2017, 410/2016, 347/2012 κ.ά.). H κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε ηθική βλάβη, καθώς και ο προσδιορισμός από αυτό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, δοθέντος ότι σχηματίζονται από την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (βλ. ΣτΕ 2511/2017, 3695/2015, 1826/2014, 1184, 1405, 2271/2013, 4133/2011, βλ. και ΣτΕ 4989/2012,1219/2012)

4. Επειδή, ο ν. 703/1977 «Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού» (Α΄ 278), όπως ίσχυε μετά τις τροποποιήσεις του με τον ν. 2296/1995 (Α΄ 43), όριζε, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1 «1. Απαγορεύονται πάσαι αι συμφωνίαι μεταξύ επιχειρήσεων, πάσαι αι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και οιασδήποτε μορφής ενηρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων, αι οποίαι έχουν ως αντικείμενον ή αποτέλεσμα την παρακώλυσιν, τον περιορισμόν ή την νόθευσιν του ανταγωνισμού …». Άρθρο 2 «Απαγορεύεται η υπό μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων καταχρηστική εκμετάλλευσις της δεσποζούσης θέσεως αυτών επί του συνόλου ή μέρους της αγοράς της χώρας. Η καταχρηστική αύτη εκμετάλλευσις δύναται να συνίσταται ιδία: α) …, β) …, γ) …, δ) …». Άρθρο 2α (όπως με την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2296/1995 μετατράπηκε σε αυτοτελές άρθρο 2α η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 703/1977 που είχε προστεθεί με το άρθρο 16 του ν. 2000/1991, Α΄ 206, και το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2837/2000, Α΄ 178) «Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή τους ακόμη κι ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων» Άρθρο 8 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2296/1995) «1. Συνιστάται Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή. Τα μέλη της απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διοικητική αυτοτέλεια. Εποπτεύεται από τον Υπουργό Εμπορίου. 2. …». Άρθρο 8β (όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2296/1995) «1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αρμόδια για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου. 2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) Αποφασίζει αν είναι ισχυρές, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 3, οι κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του παρόντος νόμου απαγορευόμενες συμπράξεις. β) Πιστοποιεί ότι δεν υφίσταται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1, του άρθρου 2 και του άρθρου 2α, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 11 του παρόντος νόμου. γ) …». Άρθρο 9 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 2296/1995) «1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, αν διαπιστώσει, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας είτε κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού Εμπορίου για διεξαγωγή σχετικής έρευνας, παράβαση των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 2α, μπορεί με απόφασή της : α) να απευθύνει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων συστάσεις να παύσουν την παράβαση, β) να υποχρεώσει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να παύσουν την παράβαση και να παραλείψουν αυτή στο μέλλον, γ) να απειλήσει πρόστιμο ή χρηματική ποινή ή και τα δύο στην περίπτωση συνέχισης ή επανάληψης της παράβασης, δ) να θεωρήσει ότι κατέπεσε το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή ή και τα δύο, όταν με απόφασή της βεβαιώνεται η συνέχιση ή επανάληψη, ε) να επιβάλλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην παράβαση. 2. … 4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αποκλειστικά αρμόδια να λάβει ασφαλιστικά μέτρα αυτεπάγγελτα, κατόπιν αίτησης αυτού που έχει υποβάλει καταγγελία, κατά το άρθρο 24 του παρόντος νόμου, ή κατόπιν αίτησης του Υπουργού Εμπορίου, όταν πιθανολογείται παράβαση των άρθρων 1, 2 και 2α του παρόντος νόμου και συντρέχει επείγουσα περίπτωση προς αποτροπή άμεσα επικείμενου κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα ή στο δημόσιο συμφέρον. ... Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να αποφανθεί το αργότερο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής αίτησης, αφού πρώτα ακουστούν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η απόφαση αυτή υπόκειται μόνο σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 24 του ν. 703/1977 οριζόταν στην παράγραφο 1 ότι : «εις καταγγελίαν περί παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 1, παράγραφος 1 και 2 δικαιούνται παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον», και στην παράγραφο 4 (όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 περ. β του άρθρου 6 του ν. 2296/1995) ότι : «Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να εκδώσει απόφαση μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η υπόθεση χρήζει περαιτέρω έρευνας η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να παρατείνει την ανωτέρω προθεσμία επί δίμηνο». Περαιτέρω, με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 6 του ως άνω νόμου (2296/1995) αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, τα άρθρα 25 και 26 του ν. 703/1977 ως ακολούθως : Άρθρο 25 «Συλλογή στοιχείων 1. Όταν είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που ορίζονται στον παρόντα νόμο, ο Πρόεδρος της Επιτροπής ή ο εξουσιοδοτημένος από αυτόν Διευθυντής ή υπάλληλος της Γραμματείας μπορεί να ζητά με έγγραφο πληροφορίες από επιχειρήσεις, ενώσεις επιχειρήσεων ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή δημόσιες ή άλλες αρχές. ... Αυτοί, στους οποίους απευθύνεται το έγγραφο υποχρεούνται σε άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των πληροφοριών που ζητούνται. ... 2. …». Άρθρο 26 «Διεξαγωγή ερευνών κατά περίπτωση 1. Με την επιφύλαξη ειδικών νόμων που καθιερώνουν υποχρέωση εχεμύθειας, όλες οι δημόσιες αρχές και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να παρέχουν πληροφορίες και συνδρομή στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και στους εντεταλμένους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. 2. Για τη διαπίστωση παραβάσεων του άρθρου 1 παρ. 1 και των άρθρων 2, 2α, 4-4στ οι εντεταλμένοι υπάλληλοι της Γραμματείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έχοντας εξουσίες φορολογικού ελεγκτή, μπορούν ιδίως : α) να ελέγχουν τα πάσης φύσεως βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, λαμβάνοντας αντίγραφα ή αποσπάσματά τους, β) να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και τους λοιπούς χώρους των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, γ) να ενεργούν κατ’ οίκον έρευνες αφού τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος, δ) να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανώμοτες καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 3. … 4. … 5. … 6… 7. ...». Σύμφωνα δε με την οικεία αιτιολογική έκθεση του ν. 2296/1995 η Επιτροπή Ανταγωνισμού «είναι υποχρεωμένη να εκδώσει απόφαση το αργότερο σε έξι μήνες από την υποβολή της καταγγελίας με δυνατότητα παράτασης επί δίμηνο. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην ταχύτερη διεξαγωγή των ερευνών και την έκδοση αποφάσεων, για να μην παρατηρείται το φαινόμενο υποθέσεων που χρονίζουν, με αποτέλεσμα να κλονίζεται η εμπιστοσύνη των θιγόμενων ιδιωτών στην Επιτροπή και να αναιρείται σε τελευταία ανάλυση ο ίδιος ο προστατευτικός σκοπός του νόμου». Ακολούθως, με την παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 2837/2000 η τρίτη περίοδος της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 703/1977, όπως ίσχυε, αντικαταστάθηκε ως εξής: «Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια». Περαιτέρω, με την παρ. 22 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου (2837/2000) μετά το άρθρο 11 του ν. 703/1977, όπως ίσχυε, προστέθηκε νέο άρθρο 11α, με τίτλο «Συνοπτική διαδικασία επί γνωστοποιήσεων και καταγγελιών», στο οποίο οριζόταν ότι : «Προφανώς αβάσιμες καταγγελίες παραβάσεων των άρθρων 1 παράγραφος 1 και 2, καθώς και γνωστοποιήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 3 και αναφέρονται σε επιχειρηματικές συμπεριφορές που προφανώς δεν επηρεάζουν τον ανταγωνισμό, μπορούν να τίθενται στο αρχείο χωρίς συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού με αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου και τη σύμφωνη γνώμη δύο μελών της Επιτροπής, που ορίζονται προς τούτο με τους αναπληρωτές τους από τον Πρόεδρο, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε ημερολογιακού έτους για χρονικό διάστημα ενός έτους». Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε ο ν. 3373/ 2005 (Α΄ 188/2.8.2005). Με την παρ. 9 του άρθρου 10 του νόμου αυτού προστέθηκε στο τέλος του άρθρου 8 του ν. 703/1977, μεταξύ άλλων, παράγραφος 16 ως εξής : «Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει διακεκριμένη νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της». Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 11 του ίδιου νόμου (3373/2005) αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 8β του ν. 703/1977 ως εξής : «1. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων άλλων αρχών που ορίζονται με σχετική διάταξη νόμου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αποκλειστικώς αρμόδια για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας». Ακολούθως, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 11 του ν. 3373/2005 η περίπτωση ιβ' της παρ. 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977 τροποποιήθηκε ως εξής : «Διατυπώνει γνώμη, προκειμένου να εκδοθούν οι υπουργικές αποφάσεις οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 του παρόντος νόμου», και με την παρ. 3 του άρθρου αυτού (11) μετά την περίπτωση ιγ' της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977 προστέθηκαν νέες περιπτώσεις: ιδ', ιε', ιστ' και ιζ' ως ακολούθως : «ιδ) … ιστ) Ορίζει τις προτεραιότητες της δράσης της και, με την επιφύλαξη της περίπτωσης στ' της παρ. 1 του άρθρου 8γ αποφασίζει για τη διενέργεια αυτεπάγγελτων ερευνών από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού. ιζ) …». Με την παρ. 2 του άρθρου 16 του ίδιου ν. 3373/2005 η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του ν. 703/1977, όπως ίσχυε, αντικαταστάθηκε ως εξής : «Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν, μετά από σχετική έρευνα που διεξάγεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας ή αίτησης του Υπουργού Ανάπτυξης, διαπιστώσει παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1 και των άρθρων 2, 2α και 5 ή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μπορεί με απόφασή της: α) να υποχρεώσει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν την παράβαση και να παραλείπουν αυτή στο μέλλον, β) να αποδέχεται εκ μέρους των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων την ανάληψη δεσμεύσεων, με τις οποίες θα παύει η παράβαση και να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις, γ) να επιβάλλει μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα, …, δ) να απευθύνει συστάσεις σε περίπτωση παράβασης των άρθρων 1, 2 και 2α, όπως προστίθενται με τον παρόντα νόμο 703/1977 και να απειλήσει πρόστιμο ή χρηματική ποινή ή και τα δύο, σε περίπτωση συνέχισης ή επανάληψης της παράβασης, ε) να θεωρήσει ότι κατέπεσε το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή ή και τα δύο, όταν με απόφασή της βεβαιώνεται η συνέχιση ή επανάληψη της παράβασης, στ) να επιβάλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην παράβαση». Περαιτέρω, με το άρθρο 17 του ως άνω ν. 3373/2005 αντικαταστάθηκε το άρθρο 11α του ν. 703/1977 (το οποίο είχε προστεθεί στον νόμο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 22 του ν. 2837/2000) ως εξής : «Προφανώς αβάσιμες καταγγελίες για παραβάσεις των άρθρων 1 παράγραφοι 1, 2, 2α και 5 και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίες υποβάλλονται μόνο στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και όχι και σε Αρχή Ανταγωνισμού άλλου Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και γνωστοποιήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 21 και αναφέρονται σε επιχειρηματικές συμπεριφορές, οι οποίες προφανώς δεν επηρεάζουν τον ανταγωνισμό και υποβάλλονται επίσης μόνο στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, μπορεί να τίθενται στο αρχείο, ύστερα από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, χωρίς συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού με αιτιολογημένη απόφαση τριμελούς επιτροπής. Η Επιτροπή αυτή αποτελείται από τον Πρόεδρο και δύο μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού που ορίζονται προς τούτο, με τους αναπληρωτές τους, από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε ημερολογιακού έτους, για το έτος αυτό. Στο τέλος του έτους, ο Πρόεδρος ενημερώνει την Ολομέλεια για τον αριθμό και τη φύση των υποθέσεων που τέθηκαν στο αρχείο κατά το έτος αυτό». Περαιτέρω, με το άρθρο 24 του ν. 3373/2005 αντικαταστάθηκε το άρθρο 24 του ν. 703/1977 ως εξής : «1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει παραβάσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1, του άρθρου 2α και της παρ. 10 του άρθρου 5, καθώς και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. 2 ... 4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να εκδώσει απόφαση μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας ή του αιτήματος του Υπουργού Ανάπτυξης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η υπόθεση χρήζει περαιτέρω έρευνας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή, το ανώτερο, μέχρι δύο (2) μήνες». Τέλος, στην παρ. 8 του άρθρου 33 του ν. 3373/2005 ορίζονται τα εξής : «Μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί με απόφασή της να θέσει στο Αρχείο της υποθέσεις που είχαν εισαχθεί σε αυτή πριν από τις 31.12.1998 και δεν έχουν εξετασθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να καταχωρίσει στην ιστοσελίδα της τις υποθέσεις που έθεσε στο αρχείο της εντός δέκα (10) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης, την οποία κοινοποιεί στα ενδιαφερόμενα μέρη. Στην ίδια προθεσμία δημοσιεύεται σχετική ανακοίνωση σε δύο τουλάχιστον οικονομικές εφημερίδες και μία ημερήσια πανελλήνιας κυκλοφορίας. Μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων δημοσιότητας, υποθέσεις για τις οποίες έγιναν καταγγελίες από συγκεκριμένα πρόσωπα, τα πρόσωπα αυτά έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν να μην τεθεί στο αρχείο συγκεκριμένη υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή η συγκεκριμένη υπόθεση παραμένει προς εξέταση». Σύμφωνα με την οικεία αιτιολογική έκθεση, με τις διατάξεις του ν. 3373/2005 αναβαθμίστηκε η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε επίπεδο θεσμού, λειτουργικής ανεξαρτησίας, ελεγκτικών εξουσιών και κανονιστικών παρεμβάσεων, για να μπορεί να διεκπεραιώνει κατά τρόπο αποτελεσματικό, τον κεντρικό θεσμικό της ρόλο, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και των ευαίσθητων μηχανισμών της Εθνικής Οικονομίας. Εξάλλου, η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 33 παρ. 8 του ν. 3373/2005, με την οποία παρεσχέθηκε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού η δυνατότητα να θέσει στο αρχείο υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιόν της επί μακρό χρονικό διάστημα, εντάσσεται στο κεφάλαιο των μεταβατικών διατάξεων του ν. 3373/2005. Τέλος, ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, στο άρθρο 10 παρ. 5 ορίζει ότι: «Οι προθεσμίες για τη Διοίκηση είναι ενδεικτικές, εκτός αν από τις διατάξεις που τις προβλέπουν προκύπτει ότι είναι αποκλειστικές. ...».

5. Επειδή, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των ανωτέρω ισχυουσών κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεων των νόμων 2296/1995, 2837/2000 και 3373/2005, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ως εκ της φύσης και του έργου της, έχει ευρεία ευχέρεια να καθορίζει την προτεραιότητα των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν της και να διαθέτει για καθεμία τον χρόνο που εκτιμά αναγκαίο. Την ευχέρειά της όμως αυτή, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της, οφείλει να την ασκεί με τρόπο συστηματικό και διαφανή, αξιολογώντας και συγκρίνοντας προς τούτο τις εκκρεμείς υποθέσεις βάσει πρόσφορων κριτηρίων, αναγομένων στην σοβαρότητα, την πολυπλοκότητα, τον επείγοντα χαρακτήρα τους κ.λπ. Ενόψει αυτών, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 703/1977, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 περ. β του άρθρου 6 του ν. 2296/1995 αλλά και όπως ίσχυε και μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 24 του ν. 3373/2005, κατά την οποία η Επιτροπή «υποχρεούται να εκδώσει απόφαση» μέσα σε ορισμένη προθεσμία από την υποβολή της σχετικής καταγγελίας, ναι μεν δεν καθιερώνει την προθεσμία αυτή ως αποκλειστική για την έκδοση οριστικής απόφασης επί της οικείας υπόθεσης, ούτε καθιστά μετά ταύτα την Επιτροπή κατά χρόνο αναρμόδια, σύμφωνα, άλλωστε, και με την γενική αρχή περί του ενδεικτικού, κατ’ αρχάς, χαρακτήρα των προθεσμιών που τάσσονται από τον νόμο προς την Διοίκηση· έχει όμως την έννοια η εν λόγω διάταξη, εν όψει και της χαρακτηριστικής αυστηρότητας στην διατύπωσή της (εξάμηνη προθεσμία που μπορεί να παραταθεί «σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η υπόθεση χρήζει περαιτέρω έρευνας» μέχρι δύο μήνες), ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού οφείλει σε κάθε περίπτωση να τοποθετηθεί επί της συγκεκριμένης καταγγελίας μέσα στις πιο πάνω προθεσμίες : Είτε εκφέροντας οριστική κρίση, είτε παραγγέλλοντας, με προδικαστική απόφαση, περαιτέρω έρευνα ή συμπλήρωση στοιχείων, είτε, εφόσον δεν είναι ώριμη να αποφανθεί επί της ουσίας, εκδίδοντας, πάντως, και στην περίπτωση αυτή εμπροθέσμως πράξη και καθορίζοντας αιτιολογημένα, κατά τα προεκτεθέντα, τα της προτεραιότητας και της πορείας της υπόθεσης ενώπιόν της. Στην αντίθετη περίπτωση, με την άπρακτη παρέλευση των πιο πάνω προθεσμιών, στοιχειοθετείται, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, παράλειψη οφειλομένης ενεργείας της, προσβλητή επί ακυρώσει με προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού εφετείου (ΣτΕ 370/2023, 22/2018, 2660, 2662/2015). Περαιτέρω, από την ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 703/1977 σε συνδυασμό με την μεταβατική διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 33 του ν. 3373/2005, με την οποία δίδεται δυνατότητα σε όσους είχαν υποβάλλει καταγγελία πριν από τις 31.12.1998, η οποία δεν είχε εξεταστεί έως την δημοσίευση του εν λόγω νόμου (στις 2.8.2005) και τέθηκε στο αρχείο με απόφαση της Επιτροπής, να δηλώσουν ότι ενέμεναν σε αυτήν, συνάγεται ότι η επίμαχη ειδική προθεσμία (εξάμηνη), εντός της οποίας στις περιπτώσεις αυτές των καταγγελιών φυσικών ή νομικών προσώπων για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού οφείλει να ενεργήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, πρέπει να υπολογιστεί με αφετηρία την ημερομηνία κατά την οποία ο καταγγείλας -μετά την γνωστοποίηση σε αυτόν ότι η καταγγελία του τέθηκε στο αρχείο (χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία)- δήλωσε ότι εξακολουθεί να επιθυμεί να εξεταστεί η καταγγελία του από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Τέλος, από την συνδυασμένη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων προς τις διατάξεις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., συνάγεται ότι από την υπέρβαση της προβλεπόμενης στην διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/1977 προθεσμίας, εντός της οποίας η Επιτροπή Ανταγωνισμού οφείλει να τοποθετηθεί (υπό την προεκτεθείσα έννοια) επί συγκεκριμένης καταγγελίας, θεμελιώνεται ευθύνη της Επιτροπής Ανταγωνισμού προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 2, είναι η πρόκληση ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της πιο πάνω παράνομης παράλειψης (ΣτΕ 370/2023, 22/2018), ενώ το Δικαστήριο δύναται να επιδικάσει και εύλογη αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη 3 της παρούσας.

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας και επισκευής οχημάτων (επιβατηγών και επαγγελματικών). Για τις δραστηριότητές του αυτές διέθετε κύρια εγκατάσταση στο Ηράκλειο Αττικής (οδός ... αριθμ. …), δευτερεύουσες εγκαταστάσεις επί της … στην Νέα Φιλαδέλφεια (…) και συνεργείο τεχνικών υπηρεσιών στην Μεταμόρφωση Αττικής (οδός … αριθμ. …). Η επιχείρησή του συνεργαζόταν εμπορικά από το 1989 με την εταιρεία «… ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ», που αποτελούσε τον αποκλειστικό εισαγωγέα και διανομέα των προϊόντων της αυτοκινητοβιομηχανίας ... στην Ελλάδα και της είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να συνάπτει συμβάσεις διανομής με τρίτους περαιτέρω αποκλειστικούς διανομείς των εν λόγω προϊόντων, σε επιμέρους περιοχές της Ελλάδος. Στις 4.8.1992 υπεγράφη μεταξύ της τελευταίας ανώνυμης εταιρείας και της επιχείρησης του εκκαλούντος σύμβαση διανομής, η οποία ανανεώθηκε με την από 24.12.1996 σύμβαση, κατ’ εφαρμογήν του Κοινοτικού Κανονισμού 1475/1995. Με την σύμβαση αυτή, ο εκκαλών συμπεριλήφθηκε ως διανομέας στο δίκτυο επιλεκτικής διανομής της εταιρείας «… ΕΛΛΑΣ» (προμηθεύτρια), με σκοπό την αγορά και την μεταπώληση προς τους τελικούς καταναλωτές εντός ορισμένης εδαφικής περιοχής του Νομού Αττικής των αμεταχείριστων οχημάτων μάρκας ..., καθώς και των σχετικών γνήσιων ανταλλακτικών, τα οποία παρέχονταν από ή για λογαριασμό της ... AUTO SpA. Στις 10.6.1997, η προμηθεύτρια εταιρεία όρισε ως συνδιανομέα στον νομό Αττικής την εταιρεία «... Α.Ε.», που είχε τις εγκαταστάσεις της στην … στην Μεταμόρφωση, σε μικρή απόσταση από την κύρια εγκατάσταση της επιχείρησης του εκκαλούντος. Ύστερα απ’ αυτό, ο τελευταίος υπέβαλε την …/22.8.1997 καταγγελία κατά της εταιρείας «... ΕΛΛΑΣ» στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, στην οποία ανέφερε ότι ο ορισμός της εταιρείας «... Α.Ε.» ως νέου διανομέα, ήταν αντίθετος στις διατάξεις του Κοινοτικού Κανονισμού 1475/1995 και του ν. 703/1977. Στην ίδια καταγγελία ανέφερε επίσης ότι η προμηθεύτρια εταιρεία καθόριζε για όλους τους διανομείς της την τιμή πώλησης των προϊόντων της, χωρίς να μπορεί αυτή να διαμορφώνεται ελεύθερα από κάθε διανομέα, σύμφωνα με τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, γεγονός που, κατά τον καταγγέλλοντα, παραβίαζε τον προαναφερόμενο Κανονισμό και τα άρθρα 1 και 2 του ν. 703/1977. Παράλληλα, ο εκκαλών, με την από 25.8.1997 αίτησή του ζήτησε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού την λήψη ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 703/1977, επικαλούμενος βλάβη από την πρώτη καταγγελόμενη από αυτόν παράβαση, δηλαδή τον ορισμό της εταιρείας «... Α.Ε.» ως νέου διανομέα. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την 89/24.11.1997 απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Προσφυγή που άσκησε κατ’ αυτής ο εκκαλών απορρίφθηκε με την 4431/1998 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Στις 12.9.2005 η αρμόδια Διεύθυνση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με το …/12.9.2005 έγγραφό της, επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 8 του ν. 3373/2005, ενημέρωσε τον εκκαλούντα ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά την συνεδρίασή της στις 2.9.2005 (αρ. πρακτικού 895) αποφάσισε, κατόπιν εισήγησης της υπηρεσίας, να θέσει στο αρχείο την ως άνω …/22.8.1997 καταγγελία του και τον κάλεσε να δηλώσει αν εμμένει στην εξέτασή της από την Επιτροπή. Σε απάντηση του εν λόγω εγγράφου ο εκκαλών υπέβαλε στην Επιτροπή το από 19.9.2005 έγγραφό του (αρ. πρωτ. …/20.9.2005), με το οποίο δήλωσε ότι εμμένει στην καταγγελία του και ότι ζητεί να μην τεθεί αυτή στο αρχείο, αλλά να προσδιορισθεί ημερομηνία συζήτησής της στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Συγχρόνως, ο εκκαλών υπέβαλε την από 22.9.2005 αίτηση (αρ. πρωτ. …/23.9.2005), με την οποία ζήτησε να προσδιοριστεί κατά προτίμηση ημερομηνία συζήτησης της καταγγελίας του «λόγω της παρόδου υπερβολικού χρόνου από την υποβολή της και της μη εξετάσεως αυτής ενώπιον της Επιτροπής, άνευ ουδενός νομίμου λόγου». Στις 26.5.2006 (με αρ.πρωτ. …/2006), και ενώ μέχρι τότε δεν είχε εξεταστεί από την Επιτροπή η ως άνω καταγγελία του, ο εκκαλών υπέβαλε νέα καταγγελία (συμπληρωματική, όπως την αποκάλεσε) κατά των εταιρειών α) ... ΕΛΛΑΣ, β) ... AUTO SpA και γ) ... ΕΛΛΑΣ Α.Ε. Στην τελευταία αυτή καταγγελία ο εκκαλών ανέφερε τα εξής : α) Ότι η πρώτη εταιρεία (... ΕΛΛΑΣ) του επέβαλε μονομερώς υψηλούς μη ρεαλιστικούς στόχους πωλήσεων, καθώς και προαγορές ανταλλακτικών σε χονδρική τιμή με έκπτωση επί της τιμής πώλησης, με αποτέλεσμα την δημιουργία υψηλών αποθεμάτων ανταλλακτικών, β) ότι οι δύο πρώτες εταιρείες (... ΕΛΛΑΣ και ... AUTO SpA) επέβαλαν μονομερώς προκαθορισμένες εκπτώσεις επί της τιμής λιανικής πώλησης, με αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών μεταπώλησης των προϊόντων, ενώ επέβαλαν μονομερώς και το κόστος της εργατοώρας για την επισκευή ή εγκατάσταση ανταλλακτικού ανά μοντέλο οχήματος και γ) ότι οι δύο πρώτες από τις ανωτέρω εταιρείες (... ΕΛΛΑΣ και ... AUTO SpA) του επέβαλαν την χρηματοδότηση των προς πώληση οχημάτων από την τρίτη εταιρεία (... ΕΛΛΑΣ Α.Ε.), με στοχοθέτηση σύναψης ορισμένου αριθμού καταναλωτικών δανείων, η έγκριση των οποίων εξαρτάτο άμεσα από την ασφάλιση του οχήματος σε μία από τρεις συγκεκριμένες ασφαλιστικές εταιρείες. Ακολούθως, και ενόψει του ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είχε εκδώσει μέχρι τότε οριστική απόφαση επί των ως άνω καταγγελιών, ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 13.8.2007 αγωγή, με την οποία ζήτησε -κατόπιν μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό- να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εφεσίβλητης Επιτροπής Ανταγωνισμού να του καταβάλει, νομιμοτόκως, με βάση τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. το συνολικό ποσό των 4.917.599 ευρώ, ήτοι 3.417.599 ευρώ ως αποζημίωση (διαφυγόν κέρδος) και 1.500.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας των παράνομων παραλείψεων των οργάνων της εφεσίβλητης Επιτροπής να αποφανθούν επί της «καταγγελίας» που είχε υποβάλει ενώπιόν της, για παράβαση των κανόνων περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού (ν. 703/1977). Ειδικότερα, με την εν λόγω αγωγή ο εκκαλών εξέθετε μόνον το περιεχόμενο της πρώτης καταγγελίας, την οποία είχε υποβάλει ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις 22.8.1997 (αριθ. πρωτ. …/22.8.1997), κατά της εταιρείας «... ΕΛΛΑΣ» και στην οποία ανέφερε ότι ο διορισμός από την τελευταία αυτήν εταιρεία της εταιρείας «... Α.Ε.», ως νέου επί πλέον διανομέα πλησίον στις εγκαταστάσεις του, ήταν αντίθετος στις διατάξεις του Κοινοτικού Κανονισμού 1475/1995 και του ν. 703/1977, προέβαλε δε ότι η παράλειψη της Επιτροπής Ανταγωνισμού να εξετάσει την εν λόγω καταγγελία και να αποφανθεί επ’ αυτής επί δέκα έτη, συνιστούσε παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας και παραβίαζε την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/1977, όπως ίσχυε. Τούτο διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, η Επιτροπή όφειλε εντός προθεσμίας 6 μηνών από την υποβολή της καταγγελίας του να κινήσει την διαδικασία κατά της καταγγελλομένης, άλλως εντός ευλόγου χρόνου να ολοκληρώσει την διαδικασία, καθώς και ότι η παράλειψη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερη η «... ΕΛΛΑΣ» να αναπτύσσει τις καταστροφικές για τον ανταγωνισμό και τα συμφέροντά της δραστηριότητες, καταγγέλοντας συγχρόνως, μη νομίμως, την μεταξύ τους σύμβαση, πράξη στην οποία δεν θα είχε προβεί, εάν η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είχε αδρανήσει να απαντήσει επί δεκαετία. Ενόψει αυτών, ο εκκαλών υποστήριξε ότι ενόψει των ανωτέρω συνέτρεχαν, στην προκειμένη περίπτωση, οι προϋποθέσεις ευθύνης της Επιτροπής Ανταγωνισμού προς αποζημίωσή του κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 Α.Κ. Ειδικότερα, αναφορικά με την ηθική του βλάβη, ο εκκαλών υποστήριξε ότι υπέστη βάναυση και πρωτοφανή προσβολή στον πυρήνα της προσωπικότητάς του ως επιχειρηματία, ότι αντιμετωπίσθηκε ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας και στερήθηκε του δικαιώματος της απλής απάντησης από την διοίκηση, για το εάν η υπόθεσή του εξετάζεται ή όχι. Τούτο ενόψει του ότι επί δέκα έτη υπήρξε εμπαιγμός του, παρά την ύπαρξη παραβάσεων, με κίνδυνο παραγραφής των αξιώσεών του, από την άρνηση της εφεσίβλητης Επιτροπής Ανταγωνισμού να διαπιστώσει τις παραβάσεις αυτές, ότι υπήρξε εμπορικός εξευτελισμός του και προσβολή της φήμης του από την μη ευόδωση της δίκαιης καταγγελίας του, από την πλήρη αδράνεια προ της εμπορικής του εξόντωσης και από την έλλειψη έννομης προστασίας του, όπως και ψυχική ταλαιπωρία του. Εξάλλου, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από την εφεσίβλητη Επιτροπή Ανταγωνισμού κατατέθηκε η με αρ. πρωτ. … εισήγηση επί των καταγγελιών του εκκαλούντος, αποτελούμενη από 119 σελίδες, σύμφωνα με την οποία, προτεινόταν η επιβολή προστίμου για παράβαση των άρθρων 1 του ν. 703/1977 και 81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ (συμφωνία καθορισμού τιμών πώλησης).

7. Επειδή, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την εκκαλούμενη 13097/2008 απόφαση, εκτιμώντας το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, δέχθηκε ότι με την αγωγή αυτή ο εκκαλών απέδιδε την ζημία, την οποία είχε υποστεί, στην τοποθέτηση από την προμηθεύτρια επιχείρηση επιπλέον διανομέα στην περιοχή, στην οποία δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά και στην εν συνεχεία καταγγελία της σύμβασής του με την προμηθεύτρια, καθώς και ότι ισχυριζόταν ότι τα ζημιογόνα αποτελέσματα από τις παραπάνω δύο αιτίες δεν θα επέρχονταν, αν η Επιτροπή Ανταγωνισμού είχε επιληφθεί εγκαίρως της από 22.8.1997 πρώτης καταγγελίας του, την οποία είχε υποβάλει ενώπιόν της. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχει η περαιτέρω απαραίτητη προϋπόθεση για την θεμελίωση ευθύνης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αυτή της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης παράλειψης της Επιτροπής Ανταγωνισμού να επιληφθεί της προαναφερθείσας από 22.8.1997 πρώτης καταγγελίας του εκκαλούντος και της ζημίας που ο τελευταίος επικαλείται, ενώ, αναφορικά με την αξίωσή του για ηθική του βλάβη, ουδεμία ειδικότερη κρίση, πλην της ανωτέρω, εξέφερε.

8. Επειδή, ακολούθως, ο εκκαλών άσκησε την από 12.3.2009 (κρινόμενη) έφεση κατά της ως άνω 13097/2008 απόφασης (η οποία δημοσιεύθηκε στις 15.9.2008) μόνον κατά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο απορρίφθηκε το αγωγικό του αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εφεσίβλητης Επιτροπής Ανταγωνισμού να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 1.500.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ο εκκαλών, μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι με την εκκαλούμενη εσφαλμένα ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/1977, ως προς την πρόκληση ηθικής βλάβης σε αυτόν από την παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού και εσφαλμένα επίσης, κρίθηκε ότι δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης αυτής και της επικαλούμενης από αυτόν ζημίας. Ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, προσκομίσθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων, η 437/V/19.3.2009 απόφασή της, με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο 9.558.526 ευρώ εις βάρος της «... ΕΛΛΑΣ», για παράβαση των άρθρων 1 του ν. 703/1977 και 81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ (συμφωνία καθορισμού τιμών πώλησης), κατ’ αυτής δε της αποφάσεως ο εκκαλών άσκησε προσφυγή ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου. Η έφεση απορρίφθηκε με την 3201/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Ειδικότερα, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/1977, όπως ίσχυε εν προκειμένω, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 33 παρ. 8 του ν. 3373/2005 και 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45), δέχθηκε τα εξής : «οι κανόνες περί ανταγωνισμού που προβλέπουν οι διατάξεις του ν. 703/1977 (άρθρο 1 «απαγορευμένες συμπράξεις», άρθρο 2 «καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης» κλπ.), αποβλέπουν στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, αλλά και την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων των κατ’ ιδίαν προσώπων που λειτουργούν και συναλλάσσονται εντός αυτής. Η διαδικασία δε της διάγνωσης της παράβασης των ως άνω κανόνων και της έκδοσης αποφάσεως από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία τίθεται σε κίνηση από την τελευταία και τις υπηρεσίες της ύστερα από την υποβολή σχετικής καταγγελίας από τα πρόσωπα αυτά, απαιτεί κατά κανόνα περισσότερο χρόνο από τον αναφερόμενο στην … διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/1977. Έτσι, από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι οι προθεσμίες που προβλέπει αυτή έχουν ενδεικτικό και όχι αποκλειστικό χαρακτήρα, συνιστάμενο στην έντονη υπόδειξη προς την Επιτροπή για τη σύντομη περαίωση όλων των διαδικασιών και την έκδοση οριστικής αποφάσεως το ταχύτερο δυνατόν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία της καταγγελίας μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, δεν μπορεί να υπερβεί τον εύλογο χρόνο …». Στην συνέχεια, το διοικητικό εφετείο έλαβε υπόψη ότι η εξέταση «των προαναφερόμενων καταγγελιών», η διαπίστωση της παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού και η επιβολή των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων απαίτησε εν προκειμένω σύνθετη νομική και οικονομική διερεύνηση, διενέργεια πολλαπλών ελέγχων και ερευνών από την υπηρεσία, συλλογή πλήθους εγγράφων στοιχείων και εξέταση μαρτύρων, σύνταξη εμπεριστατωμένης πολυσέλιδης εισηγήσεως, υποβολή αυτής στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, και έκδοση αιτιολογημένης απόφασης από την τελευταία, μετά από αλλεπάλληλες διασκέψεις και αξιολόγηση των συλλεγέντων στοιχείων, σε συνδυασμό προς τους ισχυρισμούς των ενδιαφερόμενων εταιρειών που παρέστησαν ενώπιον αυτής κατά την ακροαματική διαδικασία. Για να πραγματοποιηθούν δε όλα αυτά, όπως δέχθηκε το διοικητικό εφετείο, χρειάστηκε να παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο απ’ αυτό που ορίζει το άρθρο 24 παρ. 4 του ν. 703/1977, όχι όμως μεγαλύτερο των τριών ετών από την ημερομηνία υποβολής κάθε καταγγελίας, το οποίο και αποτελεί, κατά το διοικητικό εφετείο, τον εύλογο χρόνο για την έκδοση οριστικής απόφασης από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Με τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού μη νομίμως παρέλειψε να εκδώσει οριστική απόφαση επί της από 22.8.1997 υποβληθείσας ενώπιόν της πρώτης καταγγελίας του εκκαλούντος, εντός του ως άνω εύλογου, κατά το διοικητικό εφετείο, χρόνου. Περαιτέρω, έκρινε το δικαστήριο ότι αποτέλεσμα της ως άνω παράλειψης ήταν να υποστεί ο εκκαλών ηθική βλάβη, αφού έτσι μη νομίμως στερήθηκε το δικαίωμά του να εξεταστούν εγκαίρως από την Επιτροπή τα καταγγελλόμενα, τα οποία θίγουν τα έννομα συμφέροντά του, εκδίδοντας η ως άνω Επιτροπή, εντός του εν λόγω χρονικού διαστήματος, οριστική απόφαση και αποφαινόμενη περί της βασιμότητας ή μη τούτων και της επιβολής - στην πρώτη περίπτωση - των απαραίτητων διοικητικών κυρώσεων και μέτρων για την μη επανάληψη στο μέλλον των καταγγελλόμενων παραβάσεων. Ακολούθως, όμως, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η αξίωση του εκκαλούντος για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης υπέπεσε στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 1 του ν.δ/τος 496/1974. Και τούτο διότι, κατά το διοικητικό εφετείο, από το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου συμπληρώθηκε ο εύλογος χρόνος, γεννήθηκε η αξίωση του εκκαλούντος για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη και κατέστη αυτή (αξίωση) δικαστικώς επιδιώξιμη, έως την άσκηση της αγωγής του στις 13.8.2007, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Τέλος, αναφορικά με την υποβληθείσα στις 26.5.2006 δεύτερη καταγγελία του εκκαλούντος, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού με την απόφαση που εξέδωσε στις 19.3.2009 αποφάνθηκε εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος των τριών ετών και ότι συνεπώς, για την καταγγελία αυτή δεν υφίστατο μη νόμιμη παράλειψη της Επιτροπής.

9. Επειδή, η ως άνω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την 370/2023 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ αποδοχή της από 16.7.2010 αίτησης αναιρέσεως που ασκήθηκε από τον εκκαλούντα αναιρέθηκε και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο προς νέα κρίση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η προαναφερόμενη εφετειακή απόφαση μετέβαλε ανεπιτρέπτως την ιστορική βάση της αγωγής, διότι εσφαλμένα εκτίμησε ότι ο εκκαλών αναφέρθηκε όχι μόνον στο περιεχόμενο της από 22.8.1997 καταγγελίας του ενώπιον της Επιτροπής, αλλά και στο περιεχόμενο της από 26.5.2006 συμπληρωματικής καταγγελίας του, διαλαμβάνοντας και ως προς την τελευταία σχετική κρίση. Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι: α) η Επιτροπή Ανταγωνισμού οφείλει σε κάθε περίπτωση να τοποθετηθεί επί της συγκεκριμένης καταγγελίας μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 703/1977 και β) όσον αφορά τις καταγγελίες που είχαν υποβληθεί πριν από τις 31.12.1998 και δεν είχαν εξεταστεί έως την δημοσίευση του ν. 3373/2005 (στις 2.8.2005), αλλά είχαν τεθεί στο αρχείο με απόφαση της Επιτροπής, η προθεσμία αυτή πρέπει να υπολογιστεί με αφετηρία την ημερομηνία, κατά την οποία ο καταγγείλας δήλωσε ότι εξακολουθεί να επιθυμεί να εξεταστεί η καταγγελία του από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Περαιτέρω, με τα δεδομένα αυτά, το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφασή του, έκρινε ότι αφετηρία για τον υπολογισμό της ειδικής προθεσμίας του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/1977, όσον αφορά την 1243/22.8.1997 (πρώτη) καταγγελία του εκκαλούντος ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία συγκροτεί την ιστορική βάση της αγωγής του, είναι η ημερομηνία που φέρει το …/20.9.2005 έγγραφό του, με το οποίο δήλωσε ότι αυτός εμμένει στην καταγγελία του και ότι ζητεί να μην τεθεί αυτή στο αρχείο, αλλά να προσδιοριστεί ημερομηνία συζήτησής της στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, και όχι η ημερομηνία υποβολής της (22.8.1997), όπως εσφαλμένως κρίθηκε με την ως άνω 3201/2009 απόφαση.

10. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στην 5η σκέψη της παρούσας περί της εννοίας των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 703/1977, σύμφωνα και με όσα κρίθηκαν με την 370/2023 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού όφειλε, εν προκειμένω, να τοποθετηθεί επί της από 22.8.1997 (πρώτης) καταγγελίας του εκκαλούντος εντός της εξάμηνης προθεσμίας της προαναφερόμενης διάταξης, η οποία εκκινεί όχι από την ημερομηνία υποβολής της από 22.8.1997 καταγγελίας του, αλλά από την ημερομηνία που φέρει το .../20.9.2005 έγγραφο, με το οποίο ο εκκαλών δήλωσε ότι εμμένει στην καταγγελία του, καθώς και ότι ζητεί να μην τεθεί αυτή στο αρχείο, αλλά να προσδιοριστεί ημερομηνία συζήτησής της στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη Επιτροπή, έως την παρέλευση της προθεσμίας των έξι (6) μηνών (με έναρξη την 20.9.2005), ήτοι έως τις 20.3.2006, δεν είχε εκδώσει σχετική απόφαση, είτε εκφέροντας οριστική κρίση, είτε παραγγέλλοντας, με προδικαστική απόφαση, περαιτέρω έρευνα ή συμπλήρωση στοιχείων, είτε, εφ’ όσον δεν ήταν ώριμη να αποφανθεί επί της ουσίας, εκδίδοντας, πάντως, και στην περίπτωση αυτή, εμπροθέσμως πράξη και καθορίζοντας αιτιολογημένα, κατά τα προεκτεθέντα, τα της προτεραιότητας και της πορείας της υποθέσεως ενώπιόν της, το Δικαστήριο κρίνει ότι χώρησε, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, παράνομη παράλειψη οφειλομένης ενεργείας της εφεσίβλητης, κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε σιωπηρά τον σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος και, συνακόλουθα, την αξίωσή του για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από την ως άνω παράνομη παράλειψη, έσφαλε κατά το νόμο και τα πράγματα και, για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να εξαφανισθεί, κατά το μέρος αυτό.

11. Επειδή, το Δικαστήριο, δικάζοντας την από 13.8.2007 αγωγή κατά το προμνησθέν κεφάλαιο, κρίνει ότι από την ως άνω παράνομη παράλειψη της εναγομένης Επιτροπής Ανταγωνισμού, ήτοι από την μη διενέργεια όλων των απαραιτήτων εκ του νόμου ενεργειών, προκειμένου να διαπιστωθεί η βασιμότητα ή μη των καταγγελλόμενων από τον ενάγοντα με την από 22.8.1997 καταγγελία του, προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη. Η βλάβη αυτή, που, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 3, λόγω της φύσης της επέρχεται σε τέτοιες περιπτώσεις, συνίσταται τόσο στην ψυχική ταλαιπωρία και στην αβεβαιότητα που υπέστη κατά την διάρκεια της όλης διαδικασίας, όσο και στην αγωνία για την έκβαση της υπόθεσής του (πρβλ. ΣτΕ 260, 1595/2018, 1490/2017 κ.ά.) (βλ. ενδεικτικώς και την 6007/23.9.2005 αίτηση προτίμησης και τα 1900/2.4.2007, 2061/23.4.2007 έγγραφα του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τον χειρισμό της καταγγελίας του), αλλά και στην προσβολή της προσωπικότητάς του και της φήμης-κύρους του ως επιχειρηματία, όπως και στην έλλειψη αποτελεσματικής παροχής έννομης προστασίας στο πρόσωπό του, με την ιδιότητά του αυτή. Το τελευταίο τούτο συντρέχει, ιδίως, διότι στερήθηκε, παρά τον νόμο, του δικαιώματός του να εξετασθούν εγκαίρως από τα όργανα της Επιτροπής Ανταγωνισμού τα καταγγελλόμενα από αυτόν, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, θίγουν τα έννομα συμφέροντά του ως επιχειρηματία, διότι δεν εκδόθηκε εντός του απαιτούμενου από τον νόμο χρόνου, σχετική απόφαση, με την οποία να περιλαμβάνεται κρίση αρμοδίως για την βασιμότητα ή μη τούτων και για την επιβολή ή μη των απαραίτητων διοικητικών κυρώσεων και μέτρων, ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον τυχόν παραβάσεις. Εξάλλου, η βλάβη αυτή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την κατά τα προαναφερόμενα παράνομη παράλειψη, διότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η παράλειψη αυτή είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τέτοια ηθική βλάβη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων από την Επιτροπή με το από 10.11.2023 υπόμνημά της. Τούτο διότι δεν ασκεί νόμιμη επιρροή, εν προκειμένω, το γεγονός ότι η απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή (δηλαδή η προαναφερόμενη 437/V/19.3.2009 περί επιβολής προστίμου) τελικώς ακυρώθηκε από το ΔΕΑθηνών (βλ. την παραδεκτώς κατ’ άρθρο 96 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. προσκομιζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου 458/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε μετ’ αναίρεση με την 457/2018 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας). Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων και τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης και δη, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την εκπνοή της προθεσμίας απόφανσης των οργάνων της Επιτροπής επί των καταγγελλομένων με την από 22.8.1997 καταγγελία του, δηλαδή από τις 20.3.2006 έως την άσκηση της κρινόμενης αγωγής του στις 13.8.2007,-συνεκτιμωμένου και του ότι σχετική απόφαση εκδόθηκε τελικώς στις 19.3.2009-, αλλά και την προσωπική κατάσταση αυτού (επιχειρηματίας που είχε δομήσει την επιχείρησή του με βάση το ότι ήταν από το 1989 επίσημος διανομέας της «... ΕΛΛΑΣ», εις βάρος της οποίας υπέβαλε την από 22.8.1997 καταγγελία του ενώπιον της Επιτροπής, ενώ η σχετική σύμβαση, κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχε ήδη καταγγελθεί μονομερώς από την ως άνω εταιρεία από τις 4.8.1998) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της Επιτροπής να καταβάλει στον εκκαλούντα - ενάγοντα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής του (βλ. την …/12.9.2007 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας …) -και όχι από τυχόν προγενέστερη όχληση της εναγομένης, όπως αιτείται ο εκκαλών - ενάγων-, ως εύλογη αποζημίωση το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, κατά μερική αποδοχή της αγωγής, ως προς το σκέλος αυτό. Εξάλλου, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του εκκαλούντος - ενάγοντος, που προβάλλονται με το από 8.11.2023 υπόμνημα, την από 13.11.2023 αντίκρουση και το από 15.11.2023 συμπληρωματικό υπόμνημα, για τον προσδιορισμό του ύψους της ως άνω αποζημίωσης δεν λαμβάνονται υπόψη περιστατικά τα οποία διαδραματίσθηκαν μετά την άσκηση της αγωγής (βλ. την προσκομιζόμενη 7134/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που επικύρωσε την 13079/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αθωώθηκε ο ενάγων από πέντε πλημμεληματικού χαρακτήρα παραβάσεις, που εφέρετο ότι είχε τελέσει στην Αθήνα στις 11.2.2008 και στις 4.6.2008, για τις οποίες υποβλήθηκε εις βάρος του έγκληση από την «... ΕΛΛΑΣ»), ούτε περιστατικά που συνδέονται με το νόμιμο ή μη της από 4.8.1998 μονομερούς καταγγελίας της ως άνω εταιρείας (αναφορικά με την από 4.8.1992 σύμβαση διανομής) (πρβλ. ΣτΕ 2511/2017, 1826/2014, 2271/2013, 4133/2011), -ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν λαμβάνονται υπόψη, ως προσκομισθέντα μετά την συζήτηση της υπόθεσης όσα έγγραφα αφορούν την .../2009 καταγγελία, που υπέβαλε ο εκκαλών - ενάγων ενώπιον της Επιτροπής, αναφορικά με την νομιμότητα της ως άνω από 4.8.1998 μονομερούς καταγγελίας.

12. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη έφεση, με την οποία πλήττεται μόνον το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο απορρίφθηκε το αγωγικό αίτημα καταβολής ηθικής βλάβης, πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιο αυτό. Το καταβληθέν δε παράβολο πρέπει να αποδοθεί στον εκκαλούντα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δικάζοντας κατά το ίδιο κεφάλαιο την από 13.8.2007 αγωγή, δέχεται εν μέρει αυτήν και αναγνωρίζει την υποχρέωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού να καταβάλει στον εκκαλούντα - ενάγοντα το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, νομιμοτόκως από 13.9.2007 έως την πλήρη εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την έφεση, κατά το κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως που αφορά την απόρριψη του αγωγικού αιτήματος καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και

Εξαφανίζει την 13097/2008 οριστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το ως άνω κεφάλαιο.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του καταβληθέντος παραβόλου.

Δικάζοντας δε την από 13.8.2007 αγωγή κατά το ανωτέρω κεφάλαιο,

Δέχεται εν μέρει αυτήν και

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού να καταβάλει στον εκκαλούντα - ενάγοντα το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, νομιμοτόκως από 13.9.2007 και έως την πλήρη εξόφληση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2024 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά την δημόσια συνεδρίαση της 22ας Μαΐου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΟΥΡΜΠΗ

Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΑΛΑΦΑΤΗ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΥΤΥΧΙΑ ΣΙΔΕΡΗ