Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΜΕφΑθ 4144/2022 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΕφΑθ 4144/2022 - Πλήρες κείμενο

Σύνθεση: Εύα Πετρίδου, Εφέτης
Δικηγόροι: Χαρίκλεια Μαρουλή, Μαρία - Ειρήνη Γιαvvούζη

Επίσχεση εργασίας· το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά συνέπεια, η άσκησή του πρέπει να γίνεται μέσα στα όρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε το δικαίωμα αυτό· ως καταχρηστικώς ασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι' αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί στον εργοδότη δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά εργοδότη που είναι αξιόπιστος και αξιόχρεος ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη· η κατά τα άνω καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας καθιστά την επίσχεση παράνομη, με συνέπεια να μην παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή να μην καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη, ο οποίος δεν οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό που ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης τις αποδοχές υπερημερίας· όταν ο μισθωτός απέχει από την εργασία του μετά από νόμιμη δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα με μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργασίας από το μισθωτό με οικειοθελή αποχώρησή του από την εργασία του, ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση από την καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, επικαλούμενος έλλειψη των προϋποθέσεων του νόμου για την επίσχεση ή καταχρηστικότητα της άσκησής της.

Νομικές διατάξεις: άρθρα 173, 200, 288, 325, 329, 353, 656 ΑΚ, 5, 7 ν. 2112/1920, 6 ν. 3198/1955

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 4ο ΕΡΓΑΤΙΚΑ

Αριθμός Απόφασης 4144/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εύα Πετρίδου, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ελισάβετ Τσιτσικάου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2.112021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ... ... του ..., κατοίκου Άνοιξης Αττικής (... αριθ. ...) και 2) ... ... του ..., κατοίκου Αθηνών (... αριθ. ..., Πολύγωνο), οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Χαρίκλειας Μαρουλή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «...» (...), που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (... αριθ. ...) και νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας - Ειρήνης Γιαννούζη.

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 4.92019 αγωγή τους κατά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό .../.../25.9.2019.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθ. 155/2021 οριστική απόφασή του (ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών), απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 18.6.2021 έφεσή τους που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό .../.../24.6.2021 και αντίγραφό της κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθμό .../.../6.7.2021, προσδιορίστηκε δε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά υπέβαλαν δηλώσεις κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΉΣΕΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ' αριθ. 155/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών (άρθρ. 614 παρ. 3 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της υπ' αριθ. κατάθεσης .../.../25.9.2019 αγωγής των εναγόντων, ήδη εκκαλούντων κατά του εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως με κατάθεση αυτής (υπ' αριθ. .../.../24.6.2021) στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση (άρθρ. 495 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως στις 24.6.2021, μέσα στη νόμιμη (άρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) προθεσμία των τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης που έλαβε χώρα προς την πρώτη και τον δεύτερο των εκκαλούντων από μέρους του εφεσίβλητου, στις 3.6.2021 και στις 26.5.2021 αντίστοιχα (βλ., αντίστοιχα, τις υπ' αριθ. .../3.6.2021 και .../26.5.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ... ...). Εξάλλου, για το παραδεκτό της κρινόμενης έφεσης δεν υπάρχει υποχρέωση κατάθεσης παράβολου, εξαιτίας του είδους της διαφοράς (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια πιο πάνω διαδικασία.

II.A. Σύμφωνα με το άρθρο 325 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της σύμβασης εργασίας σε συνδυασμό με τα άρθρα 329, 353 και 656 ΑΚ, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ' αυτόν παροχή εργασίας (κατεξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση του εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής απέχοντας από την εργασία του, εωσότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση, για όσο χρόνο διαρκεί η υπερημερία του, δηλαδή για όσο χρόνο δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Επομένως, το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση της απαίτησης αυτού που το ασκεί (εργαζομένου) αλλά μόνο προς εξασφάλιση της απαίτησής του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή (εργοδότη) προς εκπλήρωση της οφειλόμενης από αυτόν αντιπαροχής (ΑΠ 354/2019, ΑΠ 836/2019, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 1342/2014). Εξάλλου, το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά συνέπεια, η άσκησή του πρέπει να γίνεται μέσα στα όρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε το δικαίωμα αυτό. Ως καταχρηστικώς ασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι' αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί στον εργοδότη δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά εργοδότη που είναι αξιόπιστος και αξιόχρεος ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη. Η κατά τα άνω καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας καθιστά την επίσχεση παράνομη, με συνέπεια να μην παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή να μην καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη, ο οποίος δεν οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό που ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης τις αποδοχές υπερημερίας (ΑΠ 1108/2020, ΑΠ 947/2019, ΑΠ 766/2018, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 324/2017).

ΙΙ.Β. Από το συνδυασμό των άρθρων 5 παρ. 3 Ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 Ν. 4558/1930 και 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται, ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το Ν. 3514/1928 στράτευσή του αλλά σε άλλη αιτία, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και την διάρκεια αυτής καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή από μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι' αυτόν επιπτώσεις. Μόνη ωστόσο η αυθαίρετη απουσία του μισθωτού από την εργασία του, η οποία συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά του και παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει αυτός τη σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ άλλου τινός ως καταγγελία από τον εργαζόμενο αλλά για να ισχύσει ως τέτοια θα πρέπει αυτή να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούληση του εργαζομένου για τη λύση της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1342/2014, ΑΠ 1344/2014, ΑΠ 2238/2013, ΑΠ 1303/2005). Όταν, εξάλλου, ο μισθωτός απέχει από την εργασία του μετά από νόμιμη δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα με μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργασίας από το μισθωτό με οικειοθελή αποχώρησή του από την εργασία του, ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, επικαλούμενος έλλειψη των προϋποθέσεων του νόμου για την επίσχεση ή καταχρηστικότητα της άσκησής της (ΑΠ 1108/2020, ΑΠ 324/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1502/2010). Η άρση της επίσχεσης γίνεται αυτοδίκαια, με εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη, η οποία πρέπει να είναι πραγματική, ή με συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου, ενώ αν ο εργοδότης αποκρούει την προσφορά της εργασίας του μισθωτού χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της συμβάσης εργασίας του (δηλαδή με έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης), τότε καθίσταται υπερήμερος (ΑΠ 1203/1998), εκτός αν η δήλωση του μισθωτού περί συνέχισης της επίσχεσης είναι προσχηματική και υποκρύπτει βούλησή του να αποχωρήσει από την εργασία του (ΑΠ 1108/2020).

ΙΙ.Γ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 εδ. α’ Ν. 2112/1920 «Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης δι’ ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας, ούτε ανήκει στην εξουσία που απορρέει από το διευθυντικό του δικαίωμα να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του ή γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ). Για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής αλλά απαιτείται επιπλέον να είναι και βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σε αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 παρ. 1 και 656 παρ. 1 ΑΚ, προκύπτει ότι, στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες: α) Να θεωρήσει τη βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία της εργασιακής σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να αποχωρήσει από την εργασία, αξιώνοντας τη νόμιμη αποζημίωση, άλλως επειδή στην περίπτωση αυτή η καταγγελία γίνεται απροειδοποίητα και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης και είναι άκυρη, με συνέπεια την επέλευση όλων των εξαιτίας αυτής συνεπειών για τον εργοδότη, να ασκήσει τα δικαιώματά του από την ακυρότητα της καταγγελίας. β) Να εμμείνει στην τήρηση των όρων της εργασιακής σύμβασής του, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν τη μεταβολή όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται ο ίδιος υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους πριν τη μεταβολή όρους. γ) Να αποδεχθεί την μεταβολή, ρητά ή και σιωπηρά, με πράξεις δηλαδή που συμπερασματικά δείχνουν τη βούλησή του για αποδοχή, όπως όταν αδιαμαρτύρητα και ανεπιφύλακτα για μακρύ χρονικό διάστημα συμμορφώνεται προς τους νέους όρους, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη και έτσι ο μισθωτός δεν μπορεί ούτε να θεωρήσει τη μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης ως καταγγελία από τον εργοδότη και να αξιώσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης ούτε να αξιώσει την τήρηση της εργασιακής σύμβασης όπως αυτή είχε προηγουμένως (ΑΠ 1942/2008, ΑΠ 1839/2008, ΑΠ 1306/2005, Στυλ. Βλαστός Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2001, σελ. 476επ. παρ. 444). Εάν δε η βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, κάτω από τις περιστάσεις που επιχειρείται, συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου δικαιούται αυτός, κατά τα άρθρα 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, να απαιτήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 420/2015). Εξάλλου, το δικαίωμα να θεωρήσει τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας και να ασκήσει το δικαίωμά του να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση, θα το είχε ενδεχομένως ο μισθωτός και χωρίς την ως άνω ρητή πρόβλεψη του άρθρου 7 εδ. α' Ν. 2112/1920, αφού η εμμονή του εργοδότη στους νέους όρους θα μπορούσε να εξομοιωθεί με σιωπηρή καταγγελία. Όμως, με το τεκμήριο που θεσπίζεται με την ως άνω διάταξη, ο μισθωτός μπορεί να διεκδικήσει την αποζημίωση απόλυσης, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει τη σιωπηρή καταγγελία (I. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 919 - 920). Εξάλλου, υπό την ισχύ της διάταξης του άρθρου 7 Ν. 2112/1920 με την παραπάνω μορφή του, γινόταν δεκτό ότι μόνη η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών δεν συνιστά και βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, παρά μόνο αν γίνεται κακόβουλα από τον εργοδότη, για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός να αποχωρήσει από την εργασία του χωρίς να καταγγείλει ο εργοδότης την εργασιακή του σύμβαση και έτσι υποχρεωθεί να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, οπότε παρέχεται στον μισθωτό το δικαίωμα να θεωρήσει τη βλαπτική αυτή μεταβολή ως καταγγελία της σύμβασής του από τον εργοδότη του και, αν πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, να αξιώσει από τον εργοδότη του την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 354/2019, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 381/2012, ΑΠ 1049/2007). Ήδη, πάντως με το άρθρο 56 του Ν. 4487/2017 (ΦΕΚ Α' 116/09.08.2017), προστέθηκε τρίτο εδάφιο στο άρθρο 7 του Ν. 2112/1920 - όπως ίσχυε μετά την προσθήκη δεύτερου εδαφίου με το άρθρο 5 του Ν. 4558/1930 - το οποίο προβλέπει πλέον ρητά ότι: «Επίσης θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης», ενώ στη συνέχεια το ίδιο αυτό εδάφιο τροποποιήθηκε με το άρθρο 58 του Ν. 4635/2019 (ΦΕΚ Α' 167/30.10.2019), συγκεκριμενοποιώντας τον όρο «αξιόλογη» καθυστέρηση ο νομοθέτης ως ακολούθως: «Επίσης θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η πέραν των δύο (2) μηνών καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης».

ΙΙ.Δ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, κάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της οφειλόμενης αποζημίωσης από απόλυσή του είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, αφότου η αξίωση κατέστη απαιτητή (ΑΠ 177/2013). Αφετηρία για την έναρξη της εξάμηνης προθεσμίας αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή και σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας, η ημέρα αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία. Έτσι στην περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης αόριστου χρόνου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 241 εδ. α’ ΑΚ, η οποία ισχύει και για την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, η προθεσμία αυτή (εξάμηνη) αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που έλαβε χώρα το γεγονός της καταγγελίας και λήγει, σύμφωνα με το άρθρο 243 ΑΚ, με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε (ΑΠ 1938/2007). Η παραπάνω προθεσμία είναι αποσβεστική και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 219, 280 και 261 ΑΚ, αφενός μεν, σε αντίθεση με την παραγραφή, λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 1247/2008), αφετέρου δε διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 44/2006). Όταν δε παρέλθει άπρακτη η εν λόγω προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του ως άνω δικαιώματος (ΑΠ 572/2018).

Ill.Α. Με την από 4.9.2019 και υπ' αριθ. κατάθεσης .../.../25.9.2019 αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ... ... του ... και ... ... του ... εκθέτουν, ότι συνδέονται με το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο ΝΠΙΔ με την επωνυμία «...» με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολούμενοι επί 20 και πλέον έτη στο Κέντρο Εκπαίδευσης και Εργασίας Αναπήρων (Κ.Ε.Ε.Α.) που διατηρεί το εναγόμενο στην Άνοιξη Αττικής, η πρώτη από αυτούς ως καθαρίστρια και ο δεύτερος ως τεχνικός- εκπαιδευτής μεταξοτυπίας αμειβόμενοι με συμφωνημένο μηνιαίο μισθό, που έχει διαμορφωθεί στο ποσό των 1.008,50 ευρώ και 1.391 ευρώ (μικτά), αντίστοιχα. Ότι το εναγόμενο συστηματικά, ήδη πριν το έτος 2015, καθυστερούσε να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, γεγονός για το οποίο προσέφυγαν επανειλημμένα στο αρμόδιο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας αλλά και στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ότι στις 4.9.2015 προχώρησαν, μαζί με άλλους συναδέλφους τους, σε επίσχεση της εργασίας τους, ώστε να μπορέσουν να λάβουν από το εναγόμενο ΝΠΙΔ τις καθυστερούμενες τότε επί πολλούς μήνες δεδουλευμένες αποδοχές τους, ασκώντας παράλληλα και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή επιδίκαση των απαιτήσεών τους, επί της οποίας εκδόθηκε στη συνέχεια η υπ' αριθ. 157/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, που τους επιδίκασε προσωρινά το ήμισυ των οφειλόμενων, κατά το χρόνο άσκησης της αίτησής τους, αποδοχών, χωρίς όμως το εναγόμενο να προβεί, σε εκτέλεση της απόφασης αυτής σε οποιαδήποτε καταβολή προς αυτούς. Ότι από 20.10.2015, μετά από διαβεβαιώσεις του εναγομένου πως θα ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις του απέναντι τους, διέκοψαν την επίσχεση, ξεκινώντας να παρέχουν ξανά την εργασία τους στο εναγόμενο, το οποίο όμως τους κατέβαλε κανονικά μόνο τις αποδοχές τους για το υπόλοιπο του μηνός Οκτωβρίου 2015 και για το μήνα Νοέμβριο 2015. Ότι επειδή το εναγόμενο συνέχιζε να μην καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές που τους όφειλε, με συνέπεια τον Απρίλιο του 2016 να τους οφείλει δεδουλευμένες αποδοχές σχεδόν ενός έτους (πλην του χρονικού διαστήματος 20.10.2015 - 30.11.2015), προχώρησαν και πάλι σε επίσχεση εργασίας στις 11.4.2016 και άσκησαν παράλληλα την από 9.5.2016 αγωγή, ζητώντας τις οφειλόμενες έως τότε δεδουλευμένες αποδοχές τους, ύψους 7.141,90 ευρώ για την πρώτη από αυτούς και 11.000,37 ευρώ για τον δεύτερο καθώς και μισθούς υπερημερίας για το χρόνο επίσχεσης από 4.9.2015 έως 19.10.2015 και από 11.4.2016 έως 30.4.2016, ποσού 2.259,04 ευρώ και 3.115,84 ευρώ αντίστοιχα. Ότι επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 2022/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιδικάστηκε στην πρώτη από αυτούς το συνολικό ποσό των 9.400,94 ευρώ και στον δεύτερο το συνολικό ποσό των 14.116,21 ευρώ, κηρύχθηκε δε η απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 5.000 ευρώ, για καθένα από αυτούς, το οποίο έλαβαν στα τέλη του 2017, σε μερική εξόφληση των δεδουλευμένων, οφειλόμενων κατά την έναρξη της επίσχεσης, αποδοχών τους, ενώ η υπόθεση εκκρεμεί σε δεύτερο βαθμό, μετά την άσκηση έφεσης από το εναγόμενο. Ότι λόγω της επίμονης άρνησης του εναγομένου να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, στις 23.4.2019 του γνωστοποίησαν, με δήλωσή τους που του κοινοποιήθηκε κατά την πιο πάνω ημερομηνία, ότι θεωρούν την άρνησή του αυτή ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους από μέρους του, η οποία συνιστά καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης από την πλευρά του, με όλες τις έννομες συνέπειες που εξ αυτού του λόγου απορρέουν σε βάρος του, καλώντας το να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και τις οφειλόμενες έως τότε αποδοχές τους, δηλαδή τις δεδουλευμένες αποδοχές για τις οποίες είχαν ασκήσει την από 95.2016 αγωγή τους και τους μισθούς υπερημερίας λόγω της επίσχεσης εργασίας, χωρίς να υπάρξει ανταπόκριση από την πλευρά του. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει, πέραν όσων είχαν ζητήσει με την προηγούμενη αγωγή τους: α) στην πρώτη από αυτούς i) το ποσό των 36.225,32 ευρώ ως αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1.5.2016 έως 23.4.2019, ii) το ποσό των 15.295,80 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης και iii) το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της εξακολουθητικής και επίμονης άρνησης του εναγομένου να της καταβάλει τις αποδοχές της και συνολικά το ποσό των 56.521,12 ευρώ και β) στον δεύτερο από αυτούς, i) το ποσό των 49.964,72 ευρώ ως αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1.5.2016 έως 23.4.2019 ii) το ποσό των 32.456 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης και iii) το ποσό των 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της εξακολουθητικής και επίμονης άρνησης του εναγομένου να του καταβάλει τις αποδοχές του και συνολικά το ποσό των 87.420,72 ευρώ, αμφότερα δε τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο επιδικίας από τότε που καθένα από τα κονδύλια που τα απαρτίζουν κατέστη απαιτητό, δηλαδή για τις αποδοχές υπερημερίας από το τέλος του μήνα στον οποίο αντιστοιχεί κάθε επιμέρους μηνιαίο ποσό αυτών και για την αποζημίωση απόλυσης και τη χρηματική ικανοποίηση, από την καταγγελία της σύμβασής τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ενώ επικουρικά ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει τα ίδια πιο πάνω ποσά με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες και επικουρικότερα, με βάση αυτές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επίσης, οι ενάγοντες ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη τους. Στη συνέχεια, κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες παραδεκτά, με προφορική δήλωση που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις τους, περιόρισαν από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό κατά ένα μέρος το αγωγικό αίτημα, διατηρώντας ως καταψηφιστικό, για την πρώτη ενάγουσα, το αίτημα επιδίκασης μισθών υπερημερίας για ποσό 10.000 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί στους μισθούς των μηνών Μαΐου 2016 - Ιανουάριου 2017 και σε μέρος του μισθού του μηνός Φεβρουάριου 2017, για ποσό 923,50 ευρώ) καθώς και το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης απόλυσης για ποσό 10.000 ευρώ, ομοίως δε για τον δεύτερο ενάγοντα, το αίτημα επιδίκασης μισθών υπερημερίας για ποσό 10.000 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί στους μισθούς των μηνών Μαΐου 2016 - Νοεμβρίου 2016 και σε μέρος του μισθού του μηνός Δεκεμβρίου 2016, για ποσό 263 ευρώ) και το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης απόλυσης για ποσό 10.000 ευρώ.

ΙΙΙ.Β. Επί της ένδικης αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 155/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία το Δικαστήριο εκείνο, αφού απέρριψε την αγωγή κατά την πρώτη και τη δεύτερη επικουρική της βάση ως μη νόμιμη, κρίνοντας στη συνέχεια αυτήν νόμιμη κατά την κύρια βάση της (άρθρ. 648, 653, 655, 656 εδ. α', 325, 353 ΑΚ, 7 εδ. α' Ν. 2112/1920 και 57, 59, 341,346 ΑΚ, 70, 176, 907, 908 ΚΠολΔ) - εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων επί του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για το προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής χρονικό διάστημα - προχώρησε στην ουσιαστική έρευνά της και κάνοντας δεκτή κατ' ουσίαν την ένσταση που πρόβαλε το εναγόμενο περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης από μέρους των εναγόντων κατ' άρθρο 281 ΑΚ, απέρριψε το αίτημα επιδίκασης μισθών υπερημερίας. Ομοίως δε στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως προς το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης απόλυσης, κρίνοντας ότι το εναγόμενο δεν επέδειξε συμπεριφορά που συνιστούσε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας των εναγόντων ούτε σε κάθε περίπτωση σιωπηρή καταγγελία της εργασιακής σύμβασης από μέρους του, απορρίπτοντας κατόπιν αυτών ως ουσιαστικά αβάσιμο και το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, ενώ καταδίκασε τους ενάγοντες στη δικαστική δαπάνη του εναγομένου, την οποία όρισε στο ποσό των 1.130 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα και στο ποσό των 1.748 ευρώ για τον δεύτερο ενάγοντα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες με την κρινόμενη έφεση, προβάλλοντας εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά στην απόρριψη του αιτήματος για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας λόγω επίσχεσης αλλά και των αιτημάτων για την επιδίκαση αποζημίωσης απόλυσης και χρηματικής ικανοποίησης, καθώς επίσης ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού που πρόβαλαν πρωτοδίκως περί ύπαρξης δεδικασμένου, που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί της προηγούμενης αγωγής τους σε βάρος του εναγομένου, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή τους. Σημειώνεται, ότι οι ενάγοντες με την έφεσή τους δεν πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση ως προς την κρίση της αναφορικά με την απόρριψη ως μη νόμιμης της αγωγής τους κατά τις επικουρικές της βάσεις και επομένως κατά τούτο η υπόθεση δεν μπορεί να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρ. 522 ΚΠολΔ, ΑΠ 597/2016, ΑΠ 861/2014 ΝοΒ 2014,2142).

IV. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν με τις παρούσες κατ' έφεση προτάσεις τους-μεταξύ των οποίων και οι καταθέσεις των μαρτύρων που δόθηκαν στο πλαίσιο της μεταξύ των διαδίκων δίκης επί της προηγούμενης, από 9.5.2016 αγωγής, οι οποίες περιλαμβάνονται στα πρακτικά της δίκης εκείνης και λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1312/2019) - ενώ, σημειώνεται ότι, τα πρακτικά της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των διαδίκων που επικαλούνται οι εκκαλούντες με τις προτάσεις τους, υπό τον αριθ. σχετικού 19, δεν περιλαμβάνονται στα έγγραφα που προσκομίζουν - αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

I.V.1. Το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο ΝΠΙΔ με την επωνυμία «…» ιδρύθηκε το 1960 ως φιλανθρωπικό σωματείο με σκοπό τη στήριξη ατόμων με νοητική υστέρηση, ιδίως σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η επαγγελματική κατάρτιση και η κοινωνική επανένταξη. Τακτικά μέλη του σωματείου εγγράφονται οι γονείς ή οι κηδεμόνες ατόμων με νοητική υστέρηση που εξυπηρετούνται στις δομές που διατηρεί το σωματείο, καθώς επίσης άτομα που επιθυμούν να προσφέρουν αφιλοκερδώς υπηρεσίες για την επίτευξη των σκοπών του σωματείου, καταβάλλοντας συνδρομή ίση με αυτή των τακτικών μελών. Το σωματείο διοικείται από επταμελές συμβούλιο, το οποίο εκλέγεται από τη γενική συνέλευση κάθε τρία χρόνια, μεταξύ των τακτικών μελών του, εκπροσωπείται δε από τον Πρόεδρό του, που επί σειρά ετών είναι ο … … του …, ιατρός, γιος του αρχικού, κατά την ίδρυση του σωματείου, Προέδρου του. Το 1995 το εναγόμενο σωματείο λειτουργούσε ήδη τρεις δομές στην Αττική και συγκεκριμένα στο Χαλάνδρι, το Γαλάτσι και την Άνοιξη Αττικής, όπου άτομα με νοητικές αναπηρίες είχαν τη δυνατότητα ανάπτυξης εργασιακών δεξιοτήτων και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, παρέχοντας το εναγόμενο υπηρεσίες κατάρτισης και απασχόλησης στα άτομα αυτά, σε προστατευμένα εργαστήρια με ποικίλο περιεχόμενο, όπως κηπουρική, χειροτεχνία, ξυλοκατασκευές κ.α.. Από το Μάρτιο του 2012, το εναγόμενο έλαβε με απόφαση του Υφυπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μεταξύ άλλων ΝΠΙΔ, ειδική πιστοποίηση ως φορέας παροχής υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας α’ και β' βαθμού, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η οποία ανανεώθηκε τον Ιούλιο του 2016. Ίδρυσε δε και λειτουργεί από την 1η.10.2012, στις εγκαταστάσεις του σωματείου στο Χαλάνδρι, Στέγη Υποστηριζόμενης Διαβίωσης με τη συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν ένταξης του έργου αυτού στις 20.2.2012 για μία διετία (και με δυνατότητα ενός έτους παράτασης), σε επιχειρησιακό πρόγραμμα που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Α. της εξαετίας 2007 - 2013, σχετικά με την πρόληψη και αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού ευπαθών ομάδων του πληθυσμού. Πρόκειται για ένα οικοτροφείο δυναμικότητας έξι ατόμων που παρέχει στα εξυπηρετούμενα άτομα μεθοδευμένες και στοχευμένες παρεμβάσεις, με σκοπό αυτά να βελτιώσουν τη λειτουργικότητα τους, την ψυχοσυναισθηματική τους ωρίμανση και την κοινωνική ένταξή τους. Στη συγκεκριμένη δομή του το εναγόμενο απασχολεί μόνιμο προσωπικό, με πλήρη απασχόληση αλλά και άτομα με συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ή συμβάσεις έργου, σε διάφορες ειδικότητες, ανάλογα με τις ανάγκες της δομής (όπως ψυχολόγους, νοσηλευτές, φροντιστές, συνοδούς, καθαριστές κ.α.). Για τις Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης, όπως το πιο πάνω οικοτροφείο, παρασχέθηκε ήδη, πέραν της ένταξής σε ευρωπαϊκά προγράμματα - οδό που ακολούθησε το εναγόμενο αρχικά ώστε να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία του, λαμβάνοντας για τα πρώτα δύο έτη χρηματοδότηση ύψους 396.290,40 ευρώ - η δυνατότητα να λαμβάνει ο φορέας παροχής κοινωνικής φροντίδας, με τη σύναψη σύμβασης με τον ΕΟΠΠΥ ή άλλο ασφαλιστικό ταμείο, ειδικό νοσήλιο - τροφείο, σύμφωνα με την Κ.ΥΑ Δ29α/Φ.ΘΕΣΜ./ΓΠ26275/1048 (ΦΕΚ 172/Β'/30.1.2014). Επιπλέον το εναγόμενο, στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης των δομών του, για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της παροχής των υπηρεσιών του αλλά και για να διασφαλίσει καλύτερη χρηματοδότηση για τη λειτουργία των δομών του, ιδίως από κοινοτικά προγράμματα, αδειοδοτήθηκε από την Περιφέρεια Αττικής τον Μάρτιο του 2016, μετά από αιτήσεις που υπέβαλε τον Οκτώβριο του 2015, για τη λειτουργία δύο Κέντρων Διημέρευσης-Ημερήσιας Φροντίδας (ΚΔΗΦ) για άτομα με ειδικές ανάγκες (νοητική υστέρηση), δυναμικότητας 56 ατόμων στους χώρους που χρησιμοποιούσε στην Άνοιξη Αττικής και δυναμικότητας 20 ατόμων στο κτίριο του σωματείου στο Χαλάνδρι Αττικής, μεταβάλλοντας έκτοτε σταδιακά εντός του 2016 τη μορφή με την οποία λειτουργούσε προηγουμένως, με τα εργαστήρια απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και ανάπτυξης εργασιακών δεξιοτήτων. Τα Κέντρα αυτά είναι δομές αποκατάστασης - αποθεραπείας που παρέχουν υπηρεσίες ημερήσιας φροντίδας και παραμονής ανάλογα με τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία που εξυπηρετούν (άρθρ. 15 Π.Δ. 395/1993 ΦΕΚ Α' 166), οι δε παρεχόμενες σε αυτά υπηρεσίες καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα του ωφελούμενου με την καταβολή του αντίστοιχου νοσηλίου - τροφείου, το ύψος του οποίου, με βάση το Π.Δ. 383/2002 (ΦΕΚ Α' 332), όπως τροποποιήθηκε κι ισχύει με το Π.Δ. 187/2005 (ΦΕΚ Α' 231), καθορίζεται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια παραμονής των ωφελούμενων στα Κέντρα αυτά και ανέρχεται για παραμονή - ημερήσια φροντίδα 8 ωρών, σε 40 ευρώ, ενώ πολλοί φορείς, όπως και το εναγόμενο, παρέχουν και τη δυνατότητα ένταξης σε χρηματοδοτούμενα από το Ε.Σ.Π.Α. προγράμματα Διημέρευσης - Ημερήσιας Φροντίδας (οπότε τα άτομα που μετέχουν σε τέτοια προγράμματα δεν δικαιούνται παράλληλα και το νοσήλιο - τροφείο του ΕΟΠΥΥ). Το εναγόμενο, κατόπιν της από 6.7.2016 πρόσκλησης της Περιφέρειας Αττικής και μετά από σχέδιο που εκπόνησε και αιτήσεις που υπέβαλε τον Σεπτέμβριο του 2016, ενέταξε τον Απρίλιο του 2017 τις δύο αυτές δομές του στο περιφερειακό επιχειρησιακό πρόγραμμα Ε.Σ.Π.Α. «ΑΤΤΙΚΗ», για την εξαετία 2014-2020, στον άξονα προτεραιότητας 09 «προώθηση της κοινωνικής ένταξης και καταπολέμηση της φτώχειας και διακρίσεων-διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής», χρηματοδοτώντας έτσι την καθεμία από αυτές τις δομές του για καθημερινή λειτουργία (εκτός Σαββάτου-Κυριακής) έως οκτώ ώρες την ημέρα για κάθε ωφελούμενο άτομο (και συνολικά 30 άτομα για το ΚΔΗΦ Άνοιξης και 20 για το ΚΔΗΦ Χαλανδρίου), με 800 ευρώ το μήνα για κάθε ωφελούμενο άτομο. Τα Κέντρα Διημέρευσης- Ημερήσιας Φροντίδας, των οποίων η λειτουργία, ως έργο που εκπονήθηκε από το εναγόμενο στα μέσα του 2016 και εντάχθηκε στο προαναφερθέν πρόγραμμα του Ε.Σ.Π.Α. τον Μάρτιο του 2017, ξεκίνησαν να λειτουργούν την 1η.6.2017, με προσωπικό τριάντα ατόμων περίπου, από τα οποία τρεις συνοδούς και τρία άτομα βοηθητικό προσωπικό, ενώ οι υπόλοιπες ανάγκες των δομών σε προσωπικό καλύπτονταν πλέον από διοικητικούς υπαλλήλους, ψυχίατρο, ψυχολόγο, κοινωνική λειτουργό, νοσηλευτές, ειδικούς θεραπευτές ή παιδαγωγούς καθώς και υπευθύνους οικονομικής υπηρεσίας και νομικής υποστήριξης. Επίσης το εναγόμενο σωματείο ίδρυσε εντός του 2016 και λειτουργεί έκτοτε στις εγκαταστάσεις του στο Χαλάνδρι, ένα Κέντρο Πρόληψης και Συμβουλευτικής για την παροχή υπηρεσιών βοηθητικών για βρέφη και μικρά παιδιά με αναπτυξιακές καθυστερήσεις ή αναπηρίες, εκτελώντας και εκεί χρηματοδοτούμενα από την Περιφέρεια Αττικής ειδικά προγράμματα, με στόχο την πρόληψη και αποκατάσταση προβλημάτων στο πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης. Οι οικονομικοί πόροι για τη λειτουργία του εναγομένου προέρχονται από την Περιφέρεια Αττικής, από την οποία εισπράττει τακτική ετήσια επιχορήγηση, από τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία καταβάλουν νοσήλια για τους ωφελούμενους στις δομές του εναγομένου, από έκτακτες επιχορηγήσεις, από εθνικά και ευρωπαϊκά αναπτυξιακά-επενδυτικά προγράμματα, από τις συνδρομές των μελών του, από χορηγίες και από δωρεές, ενώ τα έξοδά του αφορούν στο μεγαλύτερο μέρος στις αποδοχές του προσωπικού και στο κόστος ενοικίασης μεταφορικών μέσων αλλά και στις κοινόχρηστες δαπάνες για τη λειτουργία των κτιρίων που χρησιμοποιεί, σε έξοδα συντήρησης - επισκευών τους, έξοδα εκδηλώσεων και δαπάνες αγοράς υλικών και εξοπλισμού κατάρτισης, γραφικής ύλης και υλικών καθαριότητας. Κατά τα έτη 2013 και 2014 τα έσοδα του εναγομένου ανήλθαν ετησίως σε 1.010.000 ευρώ (ήτοι 336.000 κ' 336.500 οι τακτικές επιχορηγήσεις, 259.000 κ' 217.000 οι λοιπές επιχορηγήσεις, 270.000 κ' 260.000 τα νοσήλια και 145.000 κ' 196.000 ευρώ οι συνδρομές, δωρεές και χορηγίες), ενώ κατά τα επόμενα έτη 2015 - 2016 τα έσοδα του εναγομένου μειώθηκαν και ανήλθαν ετησίως σε 701.000 και 808.400 ευρώ αντίστοιχα (233.500 κ' 110.000 οι τακτικές επιχορηγήσεις, 152.000 κ' 150.000 οι κοινοτικές επιχορηγήσεις, 0 κ' 18.600 οι έκτακτες επιχορηγήσεις, 170.100 κ' 422.500 τα νοσήλια και 145.400 κ' 107.300 οι δωρεές, χορηγίες, συνδρομές), οι δε αποδοχές του προσωπικού, που τότε αριθμούσε 25 άτομα (ενώ τώρα έχουν αυξηθεί σε 30), ανέρχονταν σχεδόν σε 30.000 ευρώ μηνιαίως (και ήδη σε 45.000 ευρώ).

IV.2. Το εναγόμενο προσέλαβε στις 15.2.1995 την πρώτη ενάγουσα, ... ..., σύζ. ... ..., μητέρα τριών ανήλικων τότε παιδιών, 36 ετών (γεν. στις 3.7.1959), για να απασχοληθεί ως καθαρίστρια στο Κέντρο Προστατευμένης Εργασίας και Παραγωγής, που διατηρούσε τότε στην Άνοιξη Αττικής, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου έως 31.12.1995, με πλήρες ωράριο εργασίας, από Δευτέρα έως Παρασκευή και μηνιαίο μισθό τον προβλεπόμενο από την εκάστοτε Γενική Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους εργατοτεχνίτες. Η σύμβαση αυτή παρατάθηκε κατά τη λήξη της με νέα έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους για έναν ακόμη χρόνο, έως 31.12.1996, με τους ίδιους όρους, προβλέποντας ότι οι αυξήσεις των αποδοχών της εργαζόμενης θα ακολουθούν αυτές που χορηγούνται στον ιδιωτικό τομέα με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που αναφέρονται στην αρχική σύμβαση. Η πρώτη ενάγουσα εξακολούθησε να εργάζεται και μετά την 1.1.1997 στο εναγόμενο σωματείο, απασχολούμενη ως καθαρίστρια στην ίδια δομή με τους ίδιους όρους, μετατραπείσα η σύμβασή της σε αορίστου χρόνου, ενώ με νεότερη μεταξύ τους έγγραφη συμφωνία στις 7.1.2003 συμφωνήθηκε ότι από 1.1.2003 οι μηνιαίες αποδοχές της πρώτης ενάγουσας «θα υπολογίζονται σύμφωνα με το νόμο 2470/97 (ενιαίο μισθολόγιο) και συγκεκριμένα όπως από αυτόν προβλέπονται σύμφωνα με το μισθολογικό κλιμάκιο, χρονοεπίδομα, επίδομα εξομάλυνσης, οικογενειακό επίδομα και κίνητρο απόδοσης για την κατηγορία ΥΕ (Δημοτικού), που εντάσσεται ο υπάλληλος από 7.1.2003, στο ΜΚ 32, ως βοηθητικό προσωπικό (καθαρίστρια). ... ... Η μισθολογική εξέλιξη, οι ετήσιες αυξήσεις και ο τρόπος χορήγησης των αποδοχών θα ακολουθούν ομοίως τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου. Εξυπακούεται ότι στο σύνολο των αποδοχών αυτών συμπεριλαμβάνονται όλες οι τακτικές αποδοχές και τα επιδόματα που προβλέπονται από τη νομοθεσία για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα». Ο δεύτερος των εναγόντων, ... ... του ..., ομοίως και αυτός απόφοιτος Δημοτικού, προσλήφθηκε από το εναγόμενο στις 20.1.1988, σε ηλικία 27 ετών (γεν. στις 30.3.1961), προκειμένου να απασχοληθεί ως συνοδός των ατόμων με ειδικές ανάγκες που φοιτούν στις διάφορες δομές του εναγομένου στην Αττική, για τη μετακίνησή τους από τα σπίτια τους στις δομές αυτές και αντίστροφα και παράλληλα και ως βοηθός προγράμματος κατά τις υπόλοιπες ώρες, πραγματοποιώντας εργασία προσαρμοσμένη στις ποικίλες ανάγκες των παρεχόμενων υπηρεσιών του σωματείου προς τους εξυπηρετούμενους στα εργαστήρια που διατηρούσε τότε το εναγόμενο, καθώς και στις δυνατότητες των εξυπηρετούμενων, σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη του, ιδίως σε εργασίες ξυλουργικές κηπουρικές, υφαντικές, χειροτεχνίας, ραπτικής - κοπτικής και βιοτεχνικές - βιομηχανικές. Οι ώρες της εργασίας του συμφωνήθηκε ότι θα καθορίζονται κάθε φορά από το εναγόμενο μέσα στα όρια της σχετικής νομοθεσίας και της μεταξύ τους σύμβασης καθώς και της ειδικότητας ή κατηγορίας που ανήκει, θα ακολουθεί δε το μισθολόγιο των αντίστοιχων με την ειδικότητα και κατηγορία του δημοσίων υπαλλήλων, τόσο για τις αποδοχές, όσο και για τη μισθολογική του εξέλιξη, ενώ αντίστοιχη θα είναι και η βαθμολογική εξέλιξή του, με το μισθολογικό εισαγωγικό κλιμάκιο να καθορίζεται από τη κατηγορία του υπαλλήλου και την τυχόν αναγνωρισμένη προϋπηρεσία του. Η σύμβαση συμφωνήθηκε αρχικά ως ορισμένου χρόνου, για τους πρώτους δύο μήνες και ότι αν δεν καταγγελλόταν από τον εργοδότη για τυχόν ακαταλληλότητα του εργαζομένου, θα μετατρεπόταν αυτόματα σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από την αρχή της, με όλες τις έννομες συνέπειες, όπως και συνέβη τελικά, συνεχίζοντας την απασχόλησή του ο δεύτερος ενάγων στο εναγόμενο με τους ίδιους όρους. Με βάση τις παραπάνω συμβάσεις και ειδικότερες συμφωνίες μεταξύ τους οι δύο ενάγοντες παρείχαν στο εναγόμενο τη συμφωνηθείσα εργασία τους, από την προαναφερθείσα για τον καθένα ημερομηνία πρόσληψής του, αμειβόμενος ο καθένας με το συμφωνημένο μηνιαίο μισθό του (συμβατικό), με βάση το ισχύον στον χρόνο της συμφωνίας μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, ανερχόμενος την 1.1.2015 στο ποσό των 1.008,50 ευρώ (μικτά) και 812 ευρώ καθαρά για την πρώτη ενάγουσα και στο ποσό των 1.391 ευρώ (μικτά) και 1.084 ευρώ καθαρά για τον δεύτερο ενάγοντα.

IV.3. Ωστόσο, από το έτος 2012 υπήρξε από μέρους του εναγομένου μία διαρκής καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του προσωπικού που τότε απασχολούσε στις δομές του, οι οποίες αποδοχές δεν καταβάλλονταν εμπρόθεσμα αλλά οι εργαζόμενοι εξοφλούνταν τμηματικά με καταβολές που γίνονταν έναντι και σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Η δομή που λειτουργούσε τότε το εναγόμενο στην Άνοιξη Αττικής, ως Κέντρο Εκπαίδευσης και Εργασίας Αναπήρων, απασχολούσε περίπου δέκα άτομα μόνιμο προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ήταν προσωπικό κυρίως απασχολούμενο στα διάφορα εργαστήρια που διατηρούσε εκεί για την ανάπτυξη εργασιακών δεξιοτήτων και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας των ατόμων με νοητική υστέρηση, όπως κηπουρικής, υφαντικής, ξυλουργικής, μεταξοτυπίας κλπ, αλλά και βοηθοί καθαρότητας. Μεταξύ δε των απασχολούμενων στο συγκεκριμένο Κέντρο συγκαταλέγονταν και οι εδώ ενάγοντες, η πρώτη ως καθαρίστρια και ο δεύτερος ως βοηθός προγράμματος μεταξοτυπίας. Η διαρκής μη εμπρόθεσμη καταβολή των αποδοχών του προσωπικού από το εναγόμενο συσσώρευε πολλών μηνών ανεξόφλητες δεδουλευμένες αποδοχές, χωρίς να διαφαίνεται, από τις συναντήσεις που είχαν οι εργαζόμενοι με τη διοίκηση του σωματείου, κάποια λύση στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έχοντας περιάγει η κατάσταση αυτή τους εργαζόμενους σε ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική θέση, αφού η εργασία τους ήταν η μοναδική πηγή βιοπορισμού των ίδιων και των οικογενειών τους, η δε διοίκηση του σωματείου δήλωνε συνεχώς ότι έχει οικονομική αδυναμία να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι των εργαζομένων, λόγω μείωσης των πόρων του από τις κρατικές επιχορηγήσεις και από τα νοσήλια του ΕΟΠΥΥ καθώς και της καθυστέρησης με την οποία καταβάλλονταν, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που είχε ενσκήψει στην Ελλάδα από το έτος 2009 και μετά, πιέζοντας τους εργαζόμενους να δεχθούν μειώσεις στον συμβατικό μηνιαίο μισθό τους, ανάλογες με τις περικοπές που είχαν επιβληθεί νομοθετικά στους εργαζόμενους στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Μη διαβλέποντας άλλη λύση για να μπορέσουν να λάβουν τις αποδοχές που τους οφείλονταν, οι ενάγοντες προχώρησαν στις 24.4.2013 σε επίσχεση εργασίας μαζί με ακόμη δύο εργαζόμενες στη δομή που διατηρούσε το εναγόμενο στο Γαλάτσι, ζητώντας να τους καταβληθούν οι οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους, από το Νοέμβριο του 2012 και μετά για τον δεύτερο ενάγοντα και από τον Ιανουάριο του 2013 και μετά για την πρώτη, επέστρεψαν ωστόσο στην εργασία τους μετά από μερικούς μήνες, με την προσδοκία ότι η κατάσταση θα εξομαλυνθεί. Ωστόσο κάτι τέτοιο τελικά δεν συνέβη, οδηγώντας στις αρχές Οκτωβρίου του 2014 σε νέο κύκλο επισχέσεων από το προσωπικό, αρχικά από δύο εργαζόμενες στο Κέντρο στην Άνοιξη, ενώ στη συνέχεια, αρχές Δεκεμβρίου του 2014 ακολούθησαν την ίδια οδό ακόμη τρεις εργαζόμενοι στο ίδιο Κέντρο. Όσον αφορά στους ενάγοντες, αυτοί προσέφυγαν τον Ιούνιο του 2015 στην Επιθεώρηση Εργασίας, μαζί και με άλλους συναδέλφους τους, στις 5.6.2015 ο δεύτερος ενάγων και στις 9.6.2015 η πρώτη ενάγουσα, διαμαρτυρόμενοι για τη συνεχιζόμενη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους, που είχε φτάσει πάλι τους τρεις μήνες. Αρχές Σεπτεμβρίου του 2015 και επειδή δεν είχαν λάβει οι ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό σε εξόφληση των οφειλομένων αποδοχών τους, οι οποίες συνέχιζαν να συσσωρεύονται, έχοντας φτάσει τους έξι μήνες, ανερχόμενες σε 5.065,35 ευρώ (μικτά) για την πρώτη και σε 7.389,95 ευρώ (μικτά) για τον δεύτερο, προχώρησαν σε νέα επίσχεση της εργασίας τους, από 4.9.2015, μαζί με πέντε ακόμη εργαζόμενους. Παράλληλα, στις αρχές Οκτωβρίου 2015, με την από 9.10.2015 και υπ' αριθ. κατάθεσης .../13.10.22015 αίτησή τους προς το Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου, ζήτησαν να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για την προσωρινή επιδίκαση των απαιτήσεών τους, μαζί με τους πέντε συναδέλφους τους από το ίδιο Κέντρο. Μετά την ενέργεια αυτή των εργαζομένων, το εναγόμενο κατέβαλε στους ενάγοντες ένα μικρό μέρος των οφειλομένων, ποσού 922,17 ευρώ (μικτά) στην πρώτη στις 13.10.2015 και ποσού 1.055 ευρώ (μικτά) στον δεύτερο στις 14.10.2015, διακόπτοντας κατόπιν αυτού οι ενάγοντες την επίσχεση στις 20.10.2015. Πλην όμως το εναγόμενο τους άμειψε για την παροχή της εργασίας τους μόνο κατά το υπόλοιπο δεκαήμερο του Οκτωβρίου και για το μήνα Νοέμβριο 2015, ενώ ακολούθως καμία άλλη καταβολή δεν έγινε προς αυτούς από το εναγόμενο, είτε για τις δεδουλευμένες αποδοχές που τους οφείλονταν για τους προηγούμενους μήνες, είτε για εκείνες των επόμενων μηνών που εργάζονταν κανονικά μετά τη διακοπή της επίσχεσης, έως και τον Μάρτιο του 2016, παρά μόνο 500 ευρώ στον καθένα τον Φεβρουάριο του 2016, επιτείνοντας έτσι το σοβαρό βιοποριστικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν. Ύστερα από αυτήν την εξέλιξη οι ενάγοντες αποφάσισαν στις αρχές Απριλίου του 2016, μαζί με ακόμη τρεις συναδέλφους τους, να προχωρήσουν για τρίτη φορά κατά τα τελευταία έτη σε επίσχεση, από τις 11.4.2016, κοινοποιώντας στο εναγόμενο στις 8.4.2016 την από 4.4.2016 σχετική εξώδικη δήλωσή τους και ζητώντας η πρώτη ενάγουσα τις αποδοχές που της οφείλονταν τότε για το διάστημα από Ιούνιο του 2015 έως και Μάρτιο 2016, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος από 4.9.2015 έως 20.10.2015 που βρισκόταν πάλι σε επίσχεση, πλην του διαστήματος από 21.10.2015 έως 30.11.2015 για το οποίο είχε αμειφθεί και αντίστοιχα ο δεύτερος ενάγων τις αποδοχές που τότε του οφείλονταν για το διάστημα από Μάιο του 2015 έως και Μάρτιο 2016, δηλαδή και για το χρονικό διάστημα από 4.9.2015 έως 20.10.2015 που βρισκόταν πάλι σε επίσχεση, πλην του διαστήματος από 21.10.2015 έως 30.11.2015 για το οποίο είχε και αυτός αμειφθεί. Το εναγόμενο, μετά τη νέα επίσχεση εργασίας, όπως και την προηγούμενη φορά, προχώρησε σε καταβολή ενός μικρού ποσού προς τους ενάγοντες έναντι των οφειλομένων, ύψους 300 ευρώ στις 26.4.2016 και έκτοτε δεν κατέβαλε σε αυτούς κανένα άλλο ποσό. Επέδωσε δε την από 9.5.2016 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία του, καταλογίζοντάς τους καταχρηστικότητα στην άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης - το ίδιο είχε πράξει και στο παρελθόν, κατά την προηγούμενη επίσχεση τον Σεπτέμβριο του 2015 - καλώντας τους να προσέλθουν για εργασία μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την επίδοση του εξωδίκου, διότι αλλιώς ως δήλωνε, θα ήταν υποχρεωμένο να ασκήσει κάθε νόμιμο δικαίωμά του. Οι ενάγοντες ανταπάντησαν, μαζί και με τους συναδέλφους τους με νέο εξώδικο, στις 195.2016, διαμαρτυρόμενοι για τη στάση του εναγομένου να συνεχίζει να μην καταβάλει τις αποδοχές τους, με συνέπεια να συσσωρεύονται διαρκώς μεγάλου ύψους οφειλές, πολλών μηνών, προς τον καθένα, οδηγώντας τους ίδιους και τις οικογένειές τους σε δεινή οικονομική θέση, δήλωναν δε ότι συνεχίζουν την επίσχεση εργασίας, θεωρώντας την άσκηση του δικαιώματός τους αυτού καθ' όλα νόμιμη. Λίγες ημέρες μετά ακολούθησε νέο εξώδικο από το εναγόμενο, στις 3.6.2016 - απευθυνόμενο συνολικά στους οκτώ εργαζομένους που βρίσκονταν σε επίσχεση εργασίας - με το οποίο ισχυριζόταν ότι είναι καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης από μέρους τους. Επικαλούνταν δε προς τούτο, όπως είχε κάνει και τις προηγούμενες φορές, ότι προχώρησαν στην ενέργειά τους αυτή, γνωρίζοντας, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι δεν έχει οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές, εξαρτώμενο από την είσπραξη κρατικών επιχορηγήσεων, που όμως καθυστερούν λόγω της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, καλώντας τους και πάλι να επανέλθουν εντός τριών εργασίμων ημερών στην εργασία τους. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που ανταλλάσσονταν αυτά τα εξώδικα, οι ενάγοντες καταβάλλοντας προσπάθειες για την επίλυση της διαφοράς, προσέφυγαν για ακόμη μία φορά, στις 20.5.2016, στην Επιθεώρηση Εργασίας, ενώ στις 11.5.2016 άσκησαν και αγωγή σε βάρος του εναγομένου, την από 9.5.2016, από κοινού με άλλους πέντε εργαζόμενους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσαν τις αποδοχές για τις οποίες είχαν προβεί στην επίσχεση εργασίας από 11.4.2016, μαζί με μισθούς υπερημερίας για το διάστημα της προηγούμενης επίσχεσης, από 4.9.2015 έως 20.10.2015 αλλά και εκείνο της νέας επίσχεσης έως 30.4.2016, ποσού 9.400,94 ευρώ (μικτά) για την πρώτη ενάγουσα και ποσού 14.116,21 ευρώ (μικτά) για τον δεύτερο ενάγοντα. Κατά τη συζήτηση της εργατικής διαφοράς που, κατόπιν αναβολών στις 20.5.2016 και 9.6.2016, πραγματοποιήθηκε στις 29.6.2016, ο νόμιμος εκπρόσωπος του εναγόμενου σωματείου αναγνώρισε την ύπαρξη οφειλομένων προς τους προσφεύγοντες, πλην όμως δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πότε θα μπορέσει να γίνει η αποπληρωμή τους. Το ίδιο επανέλαβε αυτός και σε νέα συζήτηση που έγινε στις 15.7.2016, μετά την παροχή προθεσμίας από την αρμόδια Επιθεωρήτρια Εργασίας προς εξόφληση των οφειλομένων. Τέλη Ιουλίου του 2016 οι ενάγοντες επανήλθαν με νέες αιτήσεις τους προς την Επιθεώρηση Εργασίας, οι οποίες διαβιβάστηκαν στο Γραφείο του Ειδικού Γραμματέα Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, όπου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη για τη συμφιλίωση των δύο πλευρών στις 16.9.2016. Σε αυτήν ο νόμιμος εκπρόσωπος του εναγομένου προσήλθε με την ίδια στάση απέναντι στο ζήτημα που είχε προκύψει, ότι δηλαδή αναγνωρίζει μεν την ύπαρξη οφειλομένων προς τους προσφεύγοντες, δεν είναι όμως σε θέση να γνωρίζει πότε μπορεί να αρχίσει καταβολή τους. Οι ενάγοντες απέδωσαν πλέον στον εργοδότη τους δόλια πρόθεση να τους οδηγήσει σε παραίτηση, διότι συστηματικά πια τους αποκλείει από την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών τους που τους οφείλονται ήδη από ένα και πλέον έτος πριν, προβαίνοντας, εκδικητικά έναντι αυτών, από όποιες επιδοτήσεις εισπράττει, σε τμηματικές καταβολές κατά τρόπο άνισο μεταξύ των ίδιων και των άλλων εργαζομένων που δεν βρίσκονται σε επίσχεση, ακριβώς επειδή οι ίδιοι άσκησαν το δικαίωμα αυτό. Η διαφορά οδηγήθηκε σε αναβολή, όταν δε οι δύο πλευρές συναντήθηκαν εκ νέου, για τελευταία φορά, στις 20.10.2016, παρισταμένου και του Ειδικού Γραμματέα του Σ.ΕΠ.Ε., προτάθηκε από τον τελευταίο, στο πλαίσιο εξεύρεσης λύσης, να καταγραφεί δέσμευση του εναγομένου ότι εντός των επόμενων δύο μηνών, μέχρι τα τέλη του έτους, εφόσον εισπράξει την ετήσια κρατική επιχορήγηση, θα ξεκινήσει το εναγόμενο να αποπληρώνει συμμέτρως τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές προς όλους τους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως εάν βρίσκονται σε καθεστώς επίσχεσης ή όχι. Ωστόσο, δεν κατέστη δυνατό να επέλθει συμφωνία επί της πρότασης αυτής, επειδή τέθηκε ο όρος από το νόμιμο εκπρόσωπο του σωματείου, για την αποδοχή της πρότασης από τη πλευρά του, να επανέλθουν προηγουμένως όλοι οι προσφεύγοντες στην εργασία τους, διότι θεωρεί πως μη νόμιμα αυτοί ασκούν το δικαίωμα επίσχεσης, αρνούμενος ουσιαστικά ότι τούς οφείλεται μισθός (υπερημερίας) για τους τελευταίους μήνες που βρίσκονταν σε επίσχεση. Παράλληλα με όσα, σύμφωνα με τα παραπάνω, διαδραματίζονταν μεταξύ των διαδίκων μετά τη νέα επίσχεση, με την ανταλλαγή των εξωδίκων και τη διαδικασία που εξελισσόταν ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, το εναγόμενο, έχοντας εκδοθεί στις 13.42016 επί της από 9.10.2015 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που είχαν ασκήσει μεταξύ άλλων και οι ενάγοντες, η υπ' αριθ. 157/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, επιδικάζοντας προσωρινά το ήμισυ (1/2) των απαιτήσεών τους ποσού 2.071,59 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα και ποσού 3.167,447 ευρώ για τον δεύτερο ενάγοντα και συνολικά και για τους επτά τότε αιτούντες 32.900 ευρώ, δεν επέλεξε να έρθει σε οποιαδήποτε συνεννόηση με τους εργαζόμενους μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης για την έστω σταδιακή αποπληρωμή των ποσών που επιδικάστηκαν, καίτοι επανειλημμένα είχε αναγνωρίσει ότι οφείλονται. Προχώρησε αντιθέτως, μετά την επίδοση της απόφασης από τους εργαζόμενους, με επιταγή προς πληρωμή, στις 7.7.2016 και την επιβολή, λίγες ημέρες μετά, αναγκαστικής κατάσχεσης στα χέρια της Περιφέρειας Αττικής ως τρίτης, επί κάθε χρηματικής απαίτησης που το εναγόμενο είχε έναντι αυτής από οποιαδήποτε αιτία (λόγω επιχορήγησης ή άλλη) μέχρι το ύψος του ως άνω ποσού, σε σειρά δικαστικών ενεργειών, προκειμένου να καταφέρει να ανακόψει τη σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση από τους εργαζόμενους. Έτσι, μετά την απόρριψη στις 20.7.2016 του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής που είχε υποβάλει, επί αίτησής του για αναστολή της επισπευδόμενης εκτέλεσης, κατόπιν της άσκησης ανακοπής από μέρους του κατ' αυτής κατέθεσε στις 26.7.2016 νέα ανακοπή, κατ' άρθρο 702 ΚΠολΔ, για την ακύρωση κάθε πράξης εκτέλεσης, η οποία επιδόθηκε 1η.9.2016 (ενόψει της κατά τον Αύγουστο αναστολής των προθεσμιών) και συζητήθηκε 13.9.2016. Εκδόθηκε δε επί της δεύτερης αυτής ανακοπής, στις 30.9.2016, η υπ' αριθ. 303/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, με την οποία ακυρώθηκε τελικά η επιβληθείσα κατάσχεση στα χέρια της Περιφέρειας Αττικής, επειδή δεν προσδιοριζόταν στο κατασχετήριο το ακριβές ποσό της όλης οφειλής - κρατικής επιχορήγησης. Έτσι, όταν τελικά εκδόθηκε η απόφαση από την Περιφέρεια Αττικής για τον προσδιορισμό του ύψους της επιχορήγησης για το έτος 2016, που συμπεριέλαβε και το εναγόμενο, εισπράττοντας το τελευταίο το ποσό των 103.030 ευρώ στις 15.11.2016, δεν κατέστη δυνατό για τους ενάγοντες να εισπράξουν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό προς εξόφληση των απαιτήσεών τους, που ανάγονταν, όπως εκτέθηκε, σε ένα και πλέον έτος πριν. Έτσι, οι ενάγοντες, μετά την καταβολή των 300 ευρώ προς αυτούς από το εναγόμενο στις 26.4.2016 αμέσως μετά την επίσχεση, δεν έλαβαν οποιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσό τουλάχιστον έως τα τέλη του έτους 2016 (αλλά και στη συνέχεια έως τα τέλη 2017), είτε από το ίδιο το εναγόμενο απευθείας είτε μέσω της δικαστικής οδού είτε μέσω της διαδικασίας στην Επιθεώρηση Εργασίας, έστω προς μερική εξόφληση των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών για τις οποίες είχαν προβεί από 11.4.2016 σε επίσχεση, παρά την είσπραξη μάλιστα από το εναγόμενο της κρατικής επιχορήγησης του έτους 2016 από την Περιφέρεια Αττικής στις 15.11.2016. Όλες δε οι προσκλήσεις που έκανε το εναγόμενο προς τους ενάγοντες για να επανέλθουν στην εργασία τους, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, είτε με τα εξώδικα που τους απέστειλε αρχικά είτε στις συναντήσεις που έγιναν στη συνέχεια μεταξύ τους στην Επιθεώρηση Εργασίας, έλαβαν χώρα χωρίς να υπάρχει από την πλευρά του εναγομένου οποιοδήποτε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την αποπληρωμή των οφειλομένων αλλά και χωρίς να δέχεται να καταβάλει στους ενάγοντες τις αποδοχές τους για όσο χρόνο βρίσκονταν σε επίσχεση, θεωρώντας αυτήν μη νόμιμη και καταχρηστική, ενώ δεν αναλάμβανε και καμία δέσμευση ότι θα καταβάλει τις τρέχουσες αποδοχές τους, εφόσον συμφωνήσουν αυτοί να άρουν την επίσχεση και να επιστρέψουν στην εργασία τους. Έκτοτε δε, μετά και την τελευταία συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 20.10.2016, καμία άλλη πρόσκληση δεν έγινε από το εναγόμενο προς τους ενάγοντες, παρότι μάλιστα είχε προβεί εκείνη τη χρονική περίοδο στον σχεδιασμό του έργου για την ένταξη της λειτουργίας των Κέντρων Διημέρευσης- Ημερήσιας Φροντίδας (ΚΔΗΦ), για τα οποία είχε αδειοδοτηθεί το Μάρτιο, στην Άνοιξη και το Χαλάνδρι Αττικής, στο προαναφερθέν πρόγραμμα του ΕΣΠΑ, έχοντας υποβάλλει ήδη και τις σχετικές αιτήσεις στην Περιφέρεια Αττικής, στις 22.9.2016, στων οποίων (ΚΔΗΦ) το απασχολούμενο προσωπικό είχαν προβλεφθεί θέσεις εργασίας για καθαριστές, όπως η πρώτη ενάγουσα, ως βοηθητικό προσωπικό, αλλά και για συνοδούς των εξυπηρετούμενων ατόμων, ήτοι σε ειδικότητα για την οποία είχε προσλάβει αρχικά τον δεύτερο ενάγοντα (αν και τελικά τον απασχολούσε κυρίως ως βοηθό σε πρόγραμμα μεταξοτυπίας).

IV.4. Η από 9.5.2016 αγωγή που άσκησαν, μαζί και με άλλους συναδέλφους τους, οι ενάγοντες αμέσως μετά την επίσχεση της εργασίας τους από 11.4.2016 και αφορούσε τις δεδουλευμένες αποδοχές τους για τους μήνες Ιούνιο του 2015 έως και Μάρτιο 2016 και Μάιο του 2015 έως και Μάρτιο 2016 αντίστοιχα (πλην εκείνων από 21.10.2015 έως 30.11.2015 που είχαν καταβληθεί) καθώς και σε μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης για τα διαστήματα 4.9.2015 - 20.10.2015 και 11.4.2016 - 30.4.2016, συζητήθηκε, μετά από αναβολή κατά την αρχική δικάσιμο της 8.7.2016, στις 3.4.2017. Εκδόθηκε δε επί της αγωγής η υπ' αριθ. 2022/21.11.2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της, επιδικάζοντας στους ενάγοντες τα αιτούμενα ποσά και συγκεκριμένα στην πρώτη εδώ ενάγουσα το ποσό των 9.400,94 ευρώ και στον δεύτερο εδώ ενάγοντα το ποσό των 14.116,21 ευρώ, θέτοντας ως βάση ότι ο συμφωνημένος μικτός μηνιαίος μισθός της πρώτης ενάγουσας ανερχόταν κατά το επίδικο τότε χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένου του επίδικου τότε διαστήματος της υπερημερίας του εναγομένου μετά την επίσχεση εργασίας της 11.4.2016, σε 1.008,50 ευρώ και του δεύτερου σε 1391 ευρώ, ενώ απέρριψε (σιγή) κατ' ουσίαν την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, την οποία είχε προβάλει το εναγόμενο σωματείο, επικαλούμενο άτι η καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών των εργαζομένων του δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του αλλά σε εξαιρετικά δυσμενείς για το ίδιο περιστάσεις, συνιστάμενες στη μεγάλη μείωση των οικονομικών πόρων του λόγω της οικονομικής κρίσης, γεγονός που γνώριζαν οι ενάγοντες και παρά ταύτα προχώρησαν στην επίσχεση, δημιουργώντας πρόβλημα στη λειτουργία του σωματείου και τη στήριξη των φιλοξενούμενων στις δομές του, που είναι άτομα με ειδικές ανάγκες. Η πρωτόδικη αυτή απόφαση επικυρώθηκε, κατόπιν άσκησης της από 23.5.2018 έφεσης του εναγομένου, από το Εφετείο Αθηνών, που απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση και τους ασκηθέντες πρόσθετους λόγους αυτής, με την υπ' αριθ. 830/2020 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε στις 4.2.2020. Με αυτή την τελεσίδικη κρίση, δημιουργείται δεδικασμένο (άρθρ. 321επ. ΚΠολΔ), που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, το οποίο καλύπτει τη νομιμότητα της επίσχεσης στην οποία προχώρησαν οι ενάγοντες στις 11.4.2016, ότι δηλαδή συνέτρεξαν τότε οι προϋποθέσεις του νόμου για την άσκηση του δικαιώματος αυτού από εκείνους (ΑΠ 543/2019), καθώς και την υπερημερία του εναγομένου (λόγω της επίσχεσης) για το επίδικο τότε χρονικό διάστημα, έως 30.4.2016, ως μη ούσα η άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων και η συνέχιση αυτής κατά το χρονικό εκείνο διάστημα, έως 30.4.2016 καταχρηστική, όπως επίσης την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει (λόγω της επίσχεσης) μισθούς υπερημερίας στους ενάγοντες για το ίδιο χρονικό διάστημα, καλύπτοντας το δεδικασμένο και το ύψος του μηνιαίου μισθού των εναγόντων, ενόψει ότι δεν μεταβλήθηκε το νομικό καθεστώς που διέπει την εργασιακή τους σύμβαση (ΑΠ 391/2011), τουλάχιστον κατά το υπόλοιπο, έως το τέλος του έτους 2016, χρονικό διάστημα. Επισημαίνεται, πάντως σε κάθε περίπτωση, ότι οι νομοθετικές μεταβολές εκείνης της χρονικής περιόδου, με τις οποίες επιβλήθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης, που έπληξε το Κράτος, μειώσεις και περικοπές στις αποδοχές του προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με το νέο τότε ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, δεν τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω, ενόψει ότι στο πεδίο εφαρμογής αυτών περιλαμβάνεται το προσωπικό εκείνων μόνο των ΝΠΙΔ τα οποία επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από κρατικούς πόρους κατά τουλάχιστον 50% του ετήσιου προϋπολογισμού τους, στα οποία, όπως αποδεικνύεται σύμφωνα με τα προαναφερόμενα (βλ. παραπάνω υπό IV.2), δεν συγκαταλέγεται το εναγόμενο (αφού τα έσοδά του από άλλες πηγές, προερχόμενα ιδίως από τα νοσήλια που εισπράττει από τα ασφαλιστικά ταμεία και τις επιδοτήσεις που λαμβάνει μέσω προγραμμάτων κοινωνικής μέριμνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και από χορηγίες, συνδρομές και δωρεές ιδιωτών, ξεπερνούν το παραπάνω ποσοστό), ώστε οι περικοπές και μειώσεις αυτές να μπορούν να επιβληθούν και στους ενάγοντες (οι οποίοι αμείβονται με συμφωνημένο μισθό, κατά παραπομπή στις προβλέψεις τότε του προηγούμενου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων), χωρίς δική τους συμφωνία για τον ανακαθορισμό του συμβατικού τους μισθού.

IV.5. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι και μετά τις 30.4.2016, το εναγόμενο συνέχισε να μην καταβάλει στους ενάγοντες τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους για τις οποίες άσκησαν αυτοί το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας τους στις 11.4.2016, ώστε να άρει την επίσχεση. Ούτε επιτεύχθηκε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για την άρση της. Αντιθέτως, με τη συμπεριφορά που επέδειξε το εναγόμενο από το Μάιο του 2016 και μετά και έως και τον Οκτώβριο του 2016, όπως αυτή περιγράφηκε πιο πάνω, εκδήλωσε σιωπηρά τη βούλησή του για λύση των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων. Τούτο προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι, παρά τις εντατικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν με τη διαμεσολάβηση της Επιθεώρησης Εργασίας, μέχρι και κατά την τελευταία συνάντηση των δύο πλευρών ενώπιον των αρμοδίων οργάνων αυτής στις 20.10.2016, το εναγόμενο σταθερά και με επιμονή αρνούνταν να δεσμευτεί σε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής προς τους ενάγοντες των δεδουλευμένων αποδοχών τους, παρότι μάλιστα επέκειτο τότε η είσπραξη από μέρους του της ετήσιας κρατικής επιχορήγησης από την Περιφέρεια Αττικής, που έλαβε χώρα τελικά ένα μήνα αργότερα, χωρίς να καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό στους ενάγοντες, προς μερική έστω εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών τους, που τους οφείλονταν ήδη από ένα και πλέον έτος πριν, όπως είχε επανειλημμένα και το ίδιο το εναγόμενο αναγνωρίσει. Σαφής εκδήλωση της οριστικής πλέον βούλησης του εναγομένου για τη λύση των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων, με τη συνεχόμενη από μέρους του καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών που τους οφείλονταν, ώστε να εξαναγκαστούν αυτοί σε αποχώρηση και έτσι να μην καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης από το εναγόμενο, αποτελεί η συνάντηση στις 20.10.2016 των δύο πλευρών ενώπιον του Ειδικού Γραμματέα του Σ.ΕΠ.Ε., όπου υπήρξε συγκεκριμένη πρόταση από τον τελευταίο προς το εναγόμενο να αναλάβει τη δέσμευση πως εντός των επόμενων δύο μηνών και υπό τον όρο ότι θα εισπραχθεί από μέρους του η κρατική επιχορήγηση, θα ξεκινήσει η σύμμετρη αποπληρωμή των δεδουλευμένων που όφειλε τότε στους εργαζομένους του, ανεξαρτήτως εάν βρίσκονται σε επίσχεση ή όχι. Πρόταση που αρνήθηκε ουσιαστικά το εναγόμενο, αφού απαίτησε να επανέλθουν προηγουμένως οι ενάγοντες στην εργασία τους και δη αποκηρύττοντας το δικαίωμά τους να λάβουν το μισθό τους για όσο χρόνο βρίσκονταν σε επίσχεση, σε σύμπλευση με την άποψη του εργοδότη τους ότι επρόκειτο για επίσχεση που εξαρχής άσκησαν αυτοί καταχρηστικά. Μετά δε την τελευταία αυτή συνάντηση των δύο πλευρών καμία άλλη πρωτοβουλία δεν αναλήφθηκε προκειμένου να αρθεί η νομίμως ασκηθείσα επίσχεση των εναγόντων και η επάνοδός τους στην εργασία τους και καμία άλλη επαφή ή συνεννόηση μεταξύ τους δεν υπήρξε, παρά μόνο η εξέλιξη της δικαστικής αντιδικίας τους επί της από 9.5.2016 αγωγής που είχε ασκηθεί. Η πρόθεση του εναγομένου να εξαναγκάσει τους ενάγοντες να αποχωρήσουν από την εργασία τους, που συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους από μέρους του αλλά σε κάθε περίπτωση και σιωπηρή από μέρους του καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης, αναγνωρίστηκε και επισημάνθηκε από τους ενάγοντες κατά την αμέσως προηγούμενη της 20.10.2016 συνάντηση των δύο πλευρών, στο Γραφείο του Ειδικού Γραμματέα του Σ.ΕΠ.Ε. στις 16.9.2016, όπως προκύπτει από το πρακτικό που συντάχθηκε σχετικά. Αποτελεί, επομένως η 20η.10.2016 την ημερομηνία (σιωπηρής) καταγγελίας της σύμβασης των εναγόντων, παρέχοντας σε αυτούς το δικαίωμα, είτε να αξιώσουν από το εναγόμενο τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης είτε, επικαλούμενοι την ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας, λόγω μη τήρησης των νόμιμων προϋποθέσεων, να αξιώσουν έκτοτε μισθούς υπερημερίας εξ αυτού του λόγου πλέον (βλ. παραπάνω υπό II.Γ). Εξάλλου, προσχηματικές κρίνονται οι προσκλήσεις του εναγομένου προς τους ενάγοντες που είχαν προηγηθεί, για να επανέλθουν στην εργασία τους, ενόσω αυτές, ως εκτέθηκε, δεν συνοδεύονταν από συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την αποπληρωμή των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών, ούτε με δέσμευση ότι θα πληρώνονται κανονικά με την επάνοδο τους, αντιθέτως μάλιστα συνοδεύονταν, όπως ειπώθηκε, με τη σαφή δήλωση του εναγομένου ότι δεν αναγνωρίζει δικαίωμα των εναγόντων να λάβουν το μισθό τους για το διάστημα που βρίσκονταν σε επίσχεση εργασίας. Η κρίση αυτή, ότι δηλαδή η καθυστέρηση καταβολής προς τους ενάγοντες των δεδουλευμένων τους τόσο πολλών μηνών συνεχιζόταν με επιμονή από το εναγόμενο στα τέλη Οκτωβρίου του 2016, υπό τις ειδικότερες συνθήκες που εκτέθηκαν, με σκοπό τον εξαναγκασμό τους σε αποχώρηση από την εργασία τους, για να απαλλαγεί το εναγόμενο της υποχρέωσης να καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, ενισχύεται και από το γεγονός ότι αυτή η επίμονη και σταθερή άρνηση του εναγομένου συνέπεσε χρονικά και με τις αλλαγές που, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, είχαν αποφασιστεί και δρομολογηθεί εκείνη τη χρονική περίοδο από το εναγόμενο, σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας των δομών του και των παρεχόμενων υπηρεσιών του, εγκαταλείποντας τα εργαστήρια ανάπτυξης εργασιακών δεξιοτήτων και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας τα οποία διατηρούσε προηγουμένως και στα οποία απασχολούσε το μεγαλύτερο μέρος του ανειδίκευτου προσωπικού που βρισκόταν τότε σε επίσχεση εργασίας, όπως και τον δεύτερο ενάγοντα, αντικαθιστώντας τα Κέντρα Εκπαίδευσης και Εργασίας Αναπήρων με Κέντρα Διημέρευσης - Ημερήσιας Φροντίδας, στα οποία διαφοροποιούνταν σε μεγάλο βαθμό οι ανάγκες σε προσωπικό και ειδικότητες εργασίας, υποχρεώνοντας το εναγόμενο να προβεί σε αναμόρφωση της σύνθεσης του προσωπικού του, με την απασχόληση πλέον περισσότερων υπαλλήλων με ειδικές επιστημονικές γνώσεις. Επρόκειτο, άλλωστε, για εργαζόμενους προχωρημένης ηλικίας, 57 και 55 ετών αντίστοιχα τότε, που δεν διέθεταν τυπικά προσόντα, ενώ είχε δημιουργηθεί και αντιπαλότητα μεταξύ αυτών και της διοίκησης του σωματείου, λόγω της στάσης που είχαν τηρήσει στο ζήτημα των διεκδίκησης των δεδουλευμένων τους, επιλέγοντας τη λύση της επίσχεσης εργασίας, σε αντίθεση με άλλους εργαζομένους. Οπότε κρίνεται ότι και για το λόγο αυτό δεν συγκαταλέγονταν οι δύο ενάγοντες στο προσωπικό που επιθυμούσε να διατηρήσει το εναγόμενο σωματείο για τη λειτουργία των νέων, σύγχρονων δομών του, η οποία ξεκινούσε το αμέσως επόμενο διάστημα, γι' αυτό και δεν τους απηύθυνε ποτέ σχετική πρόσκληση, ούτε τους περιέλαβε στον σχετικό προγραμματισμό του. Το γεγονός, εξάλλου, πως οι ενάγοντες συνέχισαν να απέχουν από την εργασία τους και μετά τις εξώδικες προσκλήσεις που τους απηύθυνε το εναγόμενο στις 18.5.2016 και στις 3.6.2016, για να επιστρέψουν στην εργασία τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία τους, διότι καταρχάς είχε προηγηθεί νόμιμη δήλωσή τους ότι ασκούν το δικαίωμά τους σε επίσχεση εργασίας - που δεν ήρθη με κάποιο νόμιμο τρόπο - χωρίς να έχει έννομη επιρροή η επίκληση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός τους από την πλευρά του εναγομένου (βλ. παραπάνω υπό ΙΙ.Β). Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως προσχηματική η δήλωσή τους περί συνέχισης της επίσχεσης από μέρους τους μετά τις 30.4.2016, υποκρύπτοντας βούλησή τους για οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία τους, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι βρίσκονταν σε δεινή οικονομική θέση, έχοντας λάβει από το εναγόμενο κατά τους τότε τελευταίους έξι μήνες παροχής της εργασίας τους, ήτοι από Δεκέμβριο του 2015, έναντι των οφειλόμενων ληξιπρόθεσμων αποδοχών τους για το διάστημα αυτό, μόλις το ποσό των 800 ευρώ, πέραν όσων τους οφείλονταν ήδη για την παροχή της εργασίας τους από πολλούς μήνες πριν, καθώς και ότι επρόκειτο για εργαζόμενους για τους οποίους, λόγω προχωρημένης ηλικίας και έλλειψης τυπικών προσόντων, δεν ήταν ευχερές να βρουν εργασία σε άλλον εργοδότη. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται, άλλωστε, από το γεγονός ότι οι ενάγοντες είχαν στις 17.12.2013 υποβάλλει στον ασφαλιστικό τους φορέα αίτηση συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, η μεν πρώτη ενάγουσα με δικαίωμα πλήρους σύνταξης, ο δε δεύτερος μειωμένης λόγω ορίου ηλικίας, με ημερομηνία θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης στις 3.7.2015 η πρώτη και στις 30.6.2015 ο δεύτερος και δικαιούμενο ποσό σύνταξης 434,84 ευρώ και 1.298,46 ευρώ αντίστοιχα, καθόσον κρίνεται, ότι τούτο έγινε προκειμένου οι ενάγοντες, αφενός να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τις ευνοϊκές για τους ίδιους μεταβατικές διατάξεις του νόμου, ενόψει της επικείμενης τότε αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για όλους τους ασφαλισμένους της χώρας, η οποία αποφασίστηκε από την Πολιτεία να γίνει σταδιακά αλλά εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου για όσους επιθυμούν να συνταξιοδοτηθούν με βάση τις παλαιές ρυθμίσεις και αφετέρου να μπορέσουν να μειώσουν κατά το δυνατόν τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες που είχε γι' αυτούς και τις οικογένειές τους η συνεχιζόμενη μη εμπρόθεσμη καταβολή των αποδοχών τους από τον εργοδότη τους. Επίσης σημειώνεται ότι, όπως αποδεικνύεται, οι ενάγοντες γνωστοποίησαν στον ασφαλιστικό τους φορέα το γεγονός ότι συνεχίζουν να εργάζονται στο εναγόμενο - καθόσον μάλιστα ο χρόνος απασχόλησης των μισθωτών μετά τη συνταξιοδότηση είναι συντάξιμος - είχε δε αυτό ως συνέπεια για τον δεύτερο ενάγοντα (όχι και για την πρώτη, λόγω του χαμηλού ύψους του ποσού της δικαιούμενης σύνταξής της) να ανασταλεί η καταβολή της σύνταξής του έως τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του και κατόπιν να λαμβάνει αυτήν μειωμένη κατά το ποσό των 62,96 ευρώ (ήτοι κατά ποσοστό 70% του ακαθάριστου ποσού της σύνταξής του που υπερβαίνει τα 30 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη). Επισημαίνεται δε ακόμη, ότι η συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης του μισθωτού δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της εργασιακής του σύμβασης, ούτε τον υποχρεώνει να αποχωρήσει ο ίδιος από αυτήν (ΑΠ 599/2008 ΔΕΝ 64,1512).

IV.6. Η συνέχιση άσκησης από τους ενάγοντες του δικαιώματος της επίσχεσης από 30.4.2016 και μετά, έως και τις 20.10.2016, οπότε, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, επήλθε μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, λόγω της αξιόλογης, ποσοτικά και ποιοτικά, καθυστέρησης στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους από το εναγόμενο, με πρόθεση να εξαναγκαστούν οι ενάγοντες σε παραίτηση και σε κάθε περίπτωση καταγγέλθηκε σιωπηρά από το εναγόμενο η εργασιακή σύμβασή τους με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, δεν υπήρξε καταχρηστική κατ' άρθρο 281 ΑΚ, λαμβανομένων ιδίως υπόψη ότι: α) Το γεγονός ότι πράγματι οι κρατικές επιχορηγήσεις που λάμβανε το εναγόμενο από την Περιφέρεια Αττικής μειώθηκαν κατά τα έτη 2015 και 2016, σε ένα ποσοστό της τάξης του 20% έως 30% (βλ. παραπάνω υπό IV.1), ενώ σημειώνονταν και σημαντικές καθυστερήσεις στην καταβολή νοσηλίων που οφείλονταν στο εναγόμενο από τον ΕΟΠΥΥ, δεν καθιστά καταχρηστική τη συνέχιση της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης των εναγόντων μετά τις 30.4.2016, διότι όφειλε το εναγόμενο ως εργοδότης, ενόψει και ότι αυτή η κατάσταση δεν ήταν μια πρόσκαιρη οικονομική δυσχέρεια, να διαχειριστεί τους πόρους που εξακολουθούσε να διαθέτει αλλά και τα αποθέματα που με βεβαιότητα σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής είχε δημιουργήσει κατά τα προηγούμενα έτη, οπότε και εισέπραττε σαφώς μεγαλύτερες επιχορηγήσεις έχοντας παρόμοιες δαπάνες, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να καλύψει, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τις μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων, με τακτικές καταβολές ή έστω να προγραμματίσει την καταγγελία των συμβάσεών τους, με την καταβολή των νόμιμων απαιτήσεών τους, δεδομένου, ότι χωρίς την εργασία και τη συνεισφορά τη δική τους και των άλλων εργαζομένων στα τότε Κέντρα Εκπαίδευσης και Εργασίας Αναπήρων δεν θα μπορούσε να επιτελέσει το κοινωνικό έργο που ανέλαβε, με τη φροντίδα των εξυπηρετούμενων εκεί ατόμων, συνεκτιμώντας και το γεγονός ότι οι ενάγοντες, όπως και οι άλλοι εργαζόμενοι στα εργαστήριά του, ήταν άτομα χαμηλών κυρίως οικονομικών εισοδημάτων, έχοντας απόλυτη ανάγκη του μηνιαίου μισθού τους για να επιβιώσουν και να συντηρήσουν τις οικογένειες τους αλλά και για να είναι σε θέση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους προς τα εξυπηρετούμενα άτομα με ειδικές ανάγκες. β) Ότι οι ενάγοντες, πριν προχωρήσουν στη συνέχιση της επίσχεσης, είχαν δύο ακόμη φορές προβεί κατά τα προηγούμενα έτη σε επισχέσεις μικρότερων χρονικών διαστημάτων, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα για τους ίδιους, αφού συνεχίστηκε η καθυστέρηση στην καταβολή των αποδοχών τους, η οποία ήταν χρονικά και ποσοτικά αξιόλογη, ξεπερνώντας σχεδόν το ένα έτος, έχοντας συσσωρευθεί μεγάλα ποσά οφειλών προς αυτούς, εξαντλώντας οικονομικά τους ίδιους και τις οικογένειές τους, ενώ στο εναγόμενο ήταν γνωστή η οικονομική τους κατάσταση, καθόσον η εργασία τους ήταν η μοναδική πηγή βιοπορισμού τους. γ) Ότι παράλληλα με τη συνέχιση της επίσχεσης, οι ενάγοντες εξακολούθησαν να αναζητούν συμβιβαστικές λύσεις για τη διευθέτηση της διαφοράς που είχε προκύψει μέσω του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, με σταδιακή αποπληρωμή των οφειλομένων, ώστε να μπορέσουν να επανέλθουν στην εργασία τους, εξαντλώντας κάθε άλλο νόμιμο μέσο που διέθεταν για να μπορέσουν να λάβουν τις δεδουλευμένες αποδοχές τους. δ) Ότι αντιθέτως είναι η απαίτηση του εναγομένου να εξακολουθούν οι ενάγοντες να παρέχουν σε αυτό την εργασία τους χωρίς ουσιαστικά να αμείβονται γι' αυτήν, καλύπτοντας έτσι τις ανάγκες του σε εργατικό προσωπικό, ώστε να μπορεί να συνεχίζει τη λειτουργία του, εκείνη που υπερβαίνει τα από το άρθρο 281 ΑΚ τασσόμενα όρια. Κατά συνέπεια, η συνέχιση της επίσχεσης από μέρους των εναγόντων κατά το προαναφερόμενο διάστημα (1.5.2016-20.10.2016) δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική, μη υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη καθώς και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Απορριπτέος δε ως ουσιαστικά αβάσιμος κρίνεται λοιπόν, κατά τα προαναφερόμενα, ο ισχυρισμός του εναγομένου, τον οποίο επαναφέρει με τις παρούσες προτάσεις του προς αντίκρουση της έφεσης των αντιδίκων του, επικαλούμενο ότι το δικαίωμα επίσχεσης των εναγόντων συνεχίστηκε κατά το χρονικό αυτό διάστημα να ασκείται καταχρηστικά από εκείνους και επομένως δεν περιήλθε το ίδιο σε υπερημερία, διότι η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων οφειλόταν στην ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, λόγω μείωσης των κρατικών επιχορηγήσεων και καθυστέρησης καταβολής των νοσηλίων που του οφείλονταν από τα ασφαλιστικά ταμεία, γεγονός που γνώριζαν οι ενάγοντες και παρά ταύτα συνέχισαν την επίσχεση, εμμένοντας στην επίσχεση παρότι προσκλήθηκαν, όπως ισχυρίζεται το ίδιο, τον Ιούνιο του 2016 να ενταχθούν στο προσωπικό που θα απασχολούσε στα Κέντρα Διημέρευσης - Ημερήσιας Φροντίδας, εξασφαλίζοντας την καταβολή των αποδοχών τους μέσω των προγραμμάτων του Ε.Σ.Π.Α., στα οποία είχε αιτηθεί ήδη το εναγόμενο να ενταχθεί, αρνούμενοι την πρόσκληση αυτή.

IV.7. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το εναγόμενο είναι υπόχρεο σε καταβολή μισθών υπερημερίας προς τους ενάγοντες για το συγκεκριμένο μέρος του όλου επίδικου χρονικού διαστήματος, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1.5.2016 έως και 20.10.2016, το ύψος των οποίων ανέρχεται για την πρώτη ενάγουσα στο ποσό των [(1.008,50 ευρώ X 5 μήνες) 5.042,50 ευρώ + (1.008,50 X 2/3 μήνα) 672,34 ευρώ =] 5.714,84 ευρώ και για τον δεύτερο ενάγοντα στο ποσό των [(1.391 ευρώ X 5 μήνες) 6.955 ευρώ + (1.391 X 2/3 μήνα) 927,34 ευρώ =] 7.882,34 ευρώ. Εφόσον δε το εναγόμενο κατήγγειλε ακολούθως, στις 20.10.2016, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα, σιωπηρά τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου που διατηρούσε ως εργοδότης με τους ενάγοντες, οι τελευταίοι απέκτησαν το δικαίωμα να αξιώσουν από το εναγόμενο τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσής τους, εάν το επιθυμούσαν, ήδη όμως κατά την πιο πάνω ημερομηνία και όχι για πρώτη φορά στις 23.4.2019, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται με την ένδικη αγωγή τους, όταν, μετά την πάροδο τριών και πλέον ετών από την έναρξη της επίσχεσης από μέρους τους στις 11.4.2016, απέστειλαν στο εναγόμενο εξώδικη δήλωση με την οποία του γνωστοποιούσαν ότι η συνεχιζόμενη άρνησή του να καταβάλει τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους και αποτελεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους. Τούτο, ωστόσο, έχει ως περαιτέρω έννομη συνέπεια, ότι η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955, για τη διεκδίκηση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης άρχισε ήδη στις 21.10.2016 (άρθρ. 241 παρ. 1 ΑΚ) και έληξε στις 21.4.2017 (άρθρ. 243 παρ. 2 ΑΚ), οπότε το δικαίωμα των εναγόντων να αξιώσουν την αποζημίωσή τους είχε κατά το χρόνο που άσκησαν την ένδικη αγωγή τους - με κατάθεσή της στις 25.9.2019 και επίδοσή της στις 7.10.2019 (βλ. σχετικά την υπ' αριθ. .../7.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ... ...) - αποσβεστεί (βλ. παραπάνω υπό ΙΙ.Δ.) και συνεπώς η ένδικη αγωγή τους είναι κατά το αίτημά της αυτό απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, η συμπεριφορά του εναγομένου, όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω, με την επίμονη άρνησή του, από το Μάιο του 2016 και μετά και επί πέντε και πλέον μήνες να καταβάλει έστω και τμηματικά τις οφειλόμενες, από πριν από ένα έτος και περισσότερο, δεδουλευμένες αποδοχές στους ενάγοντες, για τους οποίους η παροχή της εργασίας τους ήταν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους, με συνέπεια να περιέλθουν αυτοί και οι οικογένειές τους σε ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική θέση, έχοντας μάλιστα τελικά την πρόθεση το εναγόμενο, για τους ειδικότερους λόγους που προεκτέθηκαν, να εξαναγκαστούν αυτοί σε παραίτηση, πέραν ότι υπήρξε αντίθετη στα χρηστά ήθη, πρόσβαλε την προσωπικότητα των εναγόντων, με συνέπεια αυτοί να δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από αυτήν την προσβολή, ανερχόμενης στο ποσό των 500 ευρώ για τον καθένα, το οποίο κρίνεται εύλογο, αφού ληφθεί ιδίως υπόψη το είδος και η έκταση της προσβολής αυτής, οι ειδικότερες συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή έλαβε χώρα κατά τα εκτιθέμενα πιο πάνω, καθώς και η υπαιτιότητα του εναγομένου.

V. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ' ουσία, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος και να υποχρεωθεί το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο να καταβάλει στους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες το ποσό των 5.714,84 ευρώ στην πρώτη από αυτούς και το ποσό των 7.882,34 ευρώ στο δεύτερο από αυτούς, ως μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1.5.2016 έως 20.10.2016, με το νόμιμο τόκο επιδικίας για κάθε επιμέρους μηνιαίο ποσό που απαρτίζει τα ποσά αυτά από το τέλος του μήνα στον οποίο αυτό αντιστοιχεί, καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα το ποσό των 500 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των δυαδικών, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθ. 155/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών-εργατικών διαφορών).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο (εφεσίβλητο) να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα (εκκαλούσα) το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (5.714,84) και στον δεύτερο ενάγοντα (εκκαλούντα) το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακόσιων ογδόντα δύο ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (7.882,34), με το νόμιμο τόκο επιδικίας για κάθε επιμέρους μηνιαίο ποσό που απαρτίζει τα ποσά αυτά από το τέλος του μήνα στον οποίο αυτό αντιστοιχεί.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι το εναγόμενο (εφεσίβλητο) είναι υποχρεωμένο να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 3 Αυγούστου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ