7 Δεκ 2021
Το Ακυρωτικό Τμήμα του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά κλήθηκε να κρίνει επί αιτήσεως ακυρώσεως στρεφομένης κατά πράξεων που σχετίζονταν με τους όρους κατάταξης στην Σχολή Δοκίμων Σημαιοφόρων Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ) με το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων και, ειδικότερα σε σχέση με τα προσόντα εισαγωγής και τα κωλύματα κατάταξης των υποψηφίων (γυναικών και ανδρών). Από τις πέντε προσβαλλόμενες πράξεις μόνο η τελευταία, ήτοι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κατάταξης των Δοκίμων Σημαιοφόρων ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ και της συνοδού Διαταγής Πρόσκλησης Κατάταξης Εισακτέων προσβάλλεται παραδεκτώς, κατά το μέρος που παρέλειψε να κατατάξει την αιτούσα στη Σχολή Δοκίμων Σημαιοφόρων Λ.Σ. - ΕΛ.ΑΚΤ.. Με βάση την υφιστάμενη εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία, συνάγεται ότι από την τιθέμενη απαίτηση κοινού ελαχίστου αναστήματος 1,70 μ., για άνδρες και γυναίκες, για την πρόσβαση στις Σχολές Δοκίμων Σημαιοφόρων Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. και Δοκίμων Λιμενοφυλάκων με το σύστημα των εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων σε πανελλαδικό επίπεδο, προκαλείται έμμεση διάκριση λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, κατά την έννοια της εφαρμοστέας κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, μη αιτιολογουμένη ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του ως άνω ελαχίστου ορίου για την επίτευξη του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο η εν λόγω ρύθμιση αποβλέπει (εξασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας των Δοκίμων Σημαιοφόρων Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. και Δοκίμων Λιμενοφυλάκων), καθώς και υπέρβαση των ορίων της ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης του κανονιστικού νομοθέτη λόγω παράβασης των συνταγματικών διατάξεων της ισότητας των φύλων και της αναλογικότητας. Εξάλλου η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, με την οποία απαιτείται ορισμένο ελάχιστο ύψος, ως προσόν των υποψηφίων (τόσο γυναικών όσο και ανδρών) σπουδαστών στις Σχολές Δοκίμων Σημαιοφόρων Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. και Δοκίμων Λιμενοφυλάκων, προεχόντως δεν είναι συμβατή προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και, συνεπώς, παραβιάζει την οικεία νομοθετική εξουσιοδότηση (η οποία πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές) και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, όπως βασίμως προβάλλεται από την αιτούσα. Και τούτο, διότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση ναι μεν επιδιώκει θεμιτό σκοπό, ως αποβλέπουσα στην ύπαρξη σωματικών ικανοτήτων (δύναμης, ταχύτητας, αλτικότητας και αντοχής), ευλόγως συνδεόμενων με συνήθη νόμιμα καθήκοντα του ένστολου προσωπικού Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., αλλά δεν είναι πρόσφορη για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού, δεδομένου ότι οι σχετικές σωματικές ικανότητες (αφορώσες στη δύναμη, στην ταχύτητα, στην αλτικότητα και στην αντοχή) δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με ορισμένο ελάχιστο ανάστημα, ούτε είναι αυτονόητο ότι τις στερούνται όσοι δεν έχουν το ανάστημα αυτό, θεώρηση που απηχεί στερεοτυπικές αντιλήψεις, και δεν είναι αναγκαία για τη θεραπεία του ως άνω σκοπού, ο οποίος επιτυγχάνεται προσηκόντως με την υποβολή των υποψηφίων σε κατάλληλες ειδικές δοκιμασίες, αθλητικές ή/και προσομοίωσης άσκησης καθηκόντων ένστολου προσωπικού Λιμενικού σώματος. Συνεπώς, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η κριθείσα ως μόνη προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κατάταξης των Δοκίμων Σημαιοφόρων Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. και της συνοδού διαταγής Πρόσκλησης Κατάταξης Εισακτέων κατά παράλειψη της αιτούσας, να αναπεμφθεί η υπόθεση στη διοίκηση να μεριμνήσει για την εισαγωγή και φοίτηση της αιτούσας στη σχολή δοκίμων σημαιοφόρων, εφόσον δεν προκύπτει άλλο θέμα πέραν του ζητήματος του ύψους.