Πρόσφατη νομολογία


21 Ιουν 2022

ΣτΕ 851/2022 Τμ.Δ: Παροχή υπηρεσιών ασφαλείας από ιδιωτικές επιχειρήσεις & προϋποθέσεις νόμιμης λειτουργίας των

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 3532/2013 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου, κατόχου άδειας λειτουργίας ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, και ακυρώθηκε η 3015/39/60/1115-κθ΄/4.3.2011 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, κατά το μέρος με το οποίο, μετ’ απόρριψη ενδικοφανούς προσφυγής κατά της 3015/39/60/1115-κε΄/15.12.2010 απόφασης του Προϊσταμένου Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, επιβλήθηκε τελικώς πρόστιμο, ύψους 200.000 ευρώ, για παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 2518/1997. Με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 εδ. πρώτο του ν. 2518/1997, όπως αυτή ισχύει, προβλέπεται η επιβολή της διοικητικής κύρωσης του προστίμου σε βάρος των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας (Ι.Ε.Π.Υ.Α.) που παραβαίνουν τις επιβαλλόμενες από τα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του νόμου αυτού και τις κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστικές πράξεις σχετικές υποχρεώσεις τους. Περαιτέρω, με τη διάταξη του τέταρτου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 9 παρέχεται εξουσιοδότηση στους ως άνω Υπουργούς να καθορίσουν με κοινή απόφασή τους, μεταξύ άλλων, «το ύψος του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται για κάθε παράβαση», δηλαδή να θεσπίσουν ρυθμίσεις εξειδικεύουσες το ύψος του επιβλητέου κατά κατηγορία παραβάσεων προστίμου, το οποίο πρέπει μεν να κινείται εντός των κατά νόμο ορίων δίχως, όμως, να απαιτείται ο καθορισμός του ανά κατηγορία παραβάσεων ως κυμαινόμενου. Στο πλαίσιο αυτό είναι επιτρεπτή, κατά τη σαφή έννοια της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 εδ. τέταρτο του ν. 2518/1997, η πρόβλεψη, με κοινή υπουργική απόφαση (κ.υ.α.), συστήματος προσδιορισμού του επιβαλλόμενου, ανά κατηγορία παραβάσεων, προστίμου σε σταθερό ύψος, το οποίο διαφοροποιείται με κλιμάκωσή του εντός των τασσόμενων από τον τυπικό νόμο ορίων ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητα, κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, κάθε κατηγορίας κολαζόμενης παράβασης, ώστε κατ’ αποτέλεσμα με τις κατ’ εξουσιοδότηση θεσπιζόμενες σχετικές ρυθμίσεις να πραγματώνεται η απαίτηση τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Βάσει της εν λόγω νομοθετικής εξουσιοδότησης εκδόθηκε η 1016/109/121-θ/2009 κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία προσδιορίζει το πρόστιμο που επισύρει, κατά περίπτωση (περ. α-ε), η παραβίαση από τις υπαγόμενες στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2518/1997 επιχειρήσεις των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει των ειδικώς αναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 4, 5, 6 και 7 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 9 παρ. 2 εδ. τέταρτο, η ως άνω κοινή υπουργική απόφαση ορίζει το επιβαλλόμενο πρόστιμο σε σταθερό ποσό για κάθε κατηγορία παράβασης, το ύψος του οποίου κλιμακώνεται, εντός του κατά νόμον πλαισίου, ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητα κάθε κατηγορίας κολαζόμενης παράβασης, ενόψει της σπουδαιότητας του εκάστοτε διακυβευόμενου έννομου αγαθού. Οι κανονιστικές αυτές ρυθμίσεις της κ.υ.α. 1016/109/121-θ/2009 ενέχουν οι ίδιες στοιχεία αναλογικότητας μεταξύ του ύψους του προστίμου και του είδους και της βαρύτητας της κάθε κατηγορίας παράβασης διατάξεων που έχουν θεσπισθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος σχετικούς με τη διασφάλιση της νόμιμης λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και της σύννομης άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους, η οποία, ως εκ της φύσεως των παρεχόμενων υπηρεσιών, διέπεται από αυστηρό νομικό καθεστώς. Συναφώς, οι ανωτέρω ρυθμίσεις της κ.υ.α. δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορες ή μη αναγκαίες για την εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ούτε η επιβλητέα διοικητική χρηματική κύρωση σταθερού ύψους, κλιμακούμενου κατά κατηγορία παράβασης, υπερακοντίζει τον σκοπό αυτό, όπως ούτε τον αποτρεπτικό και κατασταλτικό σκοπό της κύρωσης. Επίσης, ενόψει του κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 εδ. πρώτο του ν. 2518/1997 μεγάλου εύρους διακύμανσης του προστίμου (από 20.000 μέχρι 200.000 ευρώ), η εξειδίκευσή του με την πρόβλεψη από την ως άνω κ.υ.α. σταθερού ποσού, ανά κατηγορία παράβασης, διασφαλίζει τη διαφάνεια και σαφήνεια του συστήματος επιβολής της εν λόγω διοικητικής κύρωσης σε βάρος των παραβατών, οι οποίοι, άλλωστε, γνωρίζουν εκ των προτέρων το ακριβές ύψος του προστίμου για κάθε παράβαση, καθώς και την τήρηση ενιαίου μέτρου κρίσης των ελεγχόμενων. Τούτων παρέπεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1, και ειδικότερα εκείνη της περίπτωσης ε, της κ.υ.α. 1016/109/121-θ/2009 δεν έχουν τεθεί καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσας εξουσιοδότησης του άρθρου 9 παρ. 2 εδ. τέταρτο του ν. 2518/1997, ούτε παραβιάζουν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο). Περαιτέρω, με τη θέσπιση από τον κανονιστικό νομοθέτη του προμνησθέντος συστήματος προσδιορισμού του επιβλητέου προστίμου θεμιτώς κατά το Σύνταγμα, ενόψει των ανωτέρω, δεν καταλείπεται στην αρμόδια διοικητική αρχή διακριτική ευχέρεια να προσδιορίζει το ύψος του προστίμου αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και, εντεύθεν, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.) ως εκ του ότι ο διοικητικός δικαστής δεν διαθέτει εξουσία επιμέτρησής του.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 851/2022 Τμ.Δ - Πλήρες κείμενο »