18 Μαΐ 2021
Η αναιρεσείουσα, με αγωγή που είχε ασκήσει ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών προέβαλε ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, στον οποίο υπεβλήθη η κόρη της με το εμβόλιο MMR που προστατεύει από τις παιδικές ασθένειες της ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς δεν την προστάτευσε, αλλά οδήγησε αρχικά στη νόσησή της από ιλαρά, η οποία ραγδαία και ταχύτατα επεπλάκη με την ανίατη πάθηση της σκληρυντικής πανεγκεφαλίτιδας, η οποία, τελικώς, όπως κατόπιν έγινε γνωστό ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, επέφερε τον θάνατό της. Με την αγωγή προεβάλλετο ότι συνέτρεχε ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Χ., στα ιατρεία του οποίου πραγματοποιήθηκε ο εμβολιασμός, κατά τα άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ, λόγω παρανόμων πράξεων των οργάνων των και, ειδικότερα λόγω αντιθέσεως προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ και προς τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας του επιβαλλομένου για την φοίτηση των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση εμβολιασμού και λόγω της κατά παράβαση του Συντάγματος και της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού παραλείψεως να θεσπισθεί νομοθετικά σύστημα αποζημιώσεως για βλάβη ή θάνατο από εμβολιασμό. Περαιτέρω, με την επικουρική βάση της αγωγής, η οποία, ως διαδικαστικό έγγραφο, εκτιμάται ευθέως από τον αναιρετικό δικαστή, η αναιρεσείουσα εστήριζε την αξίωση της κόρης της προς χρηματική ικανοποίηση στην ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση ζημίας προελθούσης από νόμιμη μεν πράξη αυτού, εξ αιτίας δηλ. του εμβολιασμού της, η οποία όμως υπερέβαινε τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Σε περίπτωση που, συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νομίμου πραγματοποιήσεως εμβολιασμού, επέλθει ευθέως βλάβη της υγείας προσώπου, δηλαδή βλάβη μη οφειλόμενη σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη (όπως πχ χορήγηση ελαττωματικού ή ακαταλλήλου σκευάσματος ή πλημμέλειες κατά την διενέργεια του εμβολιασμού), ανακύπτει ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών, ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος υπό την έννοια της αποκαταστάσεως τόσο της τυχόν υλικής όσον και, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, της ηθικής βλάβης του. Τούτο, δε διότι, στις περιπτώσεις αυτές, η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση του εμβολιασμού βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τον παθόντα (βλάβη υγείας και προσβολή προσωπικότητος), χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Περαιτέρω, εκ του Συντάγματος δεν επιτάσσεται η πρόβλεψη ειδικού αποζημιωτικού καθεστώτος για τις περιπτώσεις βλάβης συνεπεία εμβολιασμού. Εξ άλλου, οι διατάξεις των άρθρων 19, 23, 24, 26 και 39 της κυρωθείσης με τον ν. 2101/1992 Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τις οποίες επικαλέσθη η αναιρεσείουσα με την αγωγή, δεν ορίζουν συγκεκριμένα το περιεχόμενο και την έκταση των μέτρων προστασίας των παιδιών, αλλά περιέχουν απλώς υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα Κράτη να προσδιορίσουν αυτά κατά την εκτίμησή τους, λαμβανομένων υπ’ όψιν των εθνικών τους συνθηκών. Συνεπώς, δύναται μεν ο νομοθέτης να προβλέψει την υπαγωγή των περιπτώσεων αυτών σε ειδικό αποζημιωτικό ή εγγυητικό καθεστώς και να θεσπίσει τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, πλην όμως, μη προβλεπομένης σχετικής υποχρεώσεως από υπερτέρας τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου, τούτο απόκειται στην απόλυτη κανονιστική ευχέρεια του αυτού, η δε μη πρόβλεψη τέτοιου ειδικού καθεστώτος δεν συνιστά παράλειψη νομοθετήσεως, δυναμένη να στοιχειοθετήσει αξίωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 73 ΚΔΔ δεν απαιτείται να περιέχει η αγωγή νομική βάση, τυχόν δε μνεία περί υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών, των οποίων γίνεται επίκληση, σε νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο οφείλει να προβεί αυτεπαγγέλτως σε ορθή νομική υπαγωγή, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον νομικό τους χαρακτηρισμό. Το ΣτΕ αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, διότι, ενώ με την επικουρική βάση της αγωγής της, η αναιρεσείουσα επεκαλείτο την ευθύνη του Δημοσίου για αποκατάσταση –ηθικής εν προκειμένω- βλάβης από νόμιμη πράξη, παραθέτοντας τα θεμελιωτικά της αξιώσεως αυτής στοιχεία και, συνεπώς, η αγωγή, κατ΄ όρθή νομική υπαγωγή, εστηρίζετο κατά την επικουρική αυτή βάση στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, μη νομίμως το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή δεν εστηρίζετο στην επικουρική αυτή βάση και ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο, δεχθέν ότι εθεμελιούτο αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, μετέβαλε ανεπιτρέπτως την βάση της αγωγής.