7 Μαρ 2024
Ο αιτών επιδιώκει την ακύρωση της (…) κανονιστικού χαρακτήρα απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., με την οποία ρυθμίζεται η υποβολή και εκκαθάριση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Ειδικότερα, στην ίδια απόφαση, ορίζονται συγκεκριμένοι όροι και διατάξεις που αφορούν τη φορολόγηση στην Ελλάδα της σύνταξης που λαμβάνουν οι Έλληνες Ευρωβουλευτές, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 της Απόφασης 2005/684/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εν προκειμένω, ο αιτών, μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης και σε συνέχεια της εκκαθάρισης της δήλωσής του, έλαβε πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, φορολογικού έτους 2022, της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού, με την οποία του καταλογίστηκε χρεωστικό υπόλοιπο φόρου εισοδήματος, ύψους 8.320,06 ευρώ, κατά της οποίας ο αιτών έχει ασκήσει την από 4.11.2023 ενδικοφανή προσφυγή. Διά της κρινόμενης αίτησης, δεν αμφισβητείται ευθέως το κύρος συγκεκριμένων διατάξεων της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά η συμβατότητα του άρθρου 92 § 1 του Ν. 5036/2023 με το ενωσιακό δίκαιο και το Σύνταγμα, η οποία, εν περιπτώσει ανυπαρξίας αυτής, συνεπάγεται την ακύρωση των εξειδικευμένων ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης απόφασης, η νομιμότητα των οποίων προϋποθέτει ότι το άρθρο 92 του Ν. 5036/2023 είναι συμβατό με το ενωσιακό δίκαιο και το Σύνταγμα. Από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτει ότι ο καταλογισθείς στον αιτούντα φόρος εισοδήματος, που αντιστοιχεί στο σύνολο των δηλωθέντων εισοδημάτων του, συνολικού ύψους 50.670,76 ευρώ, προερχόμενων ως επί το πλείστον από μισθούς και τη σύνταξή του ως πρώην Ευρωβουλευτή, προέκυψε χωρίς να πιστωθεί σε αυτόν ο αναλογών στη σύνταξή του ενωσιακός φόρος, δεδομένου ότι ίδιος δεν ανέγραψε κανένα ποσό στους οικείους κωδικούς 651-652 του εντύπου Ε1, προκειμένου να πιστωθεί κατά τον τελικό προσδιορισμό του αναλογούντος σε αυτόν φόρου εισοδήματος για τα εισοδήματα που έχει δικαίωμα φορολόγησης η Ελλάδα. Το Δικαστήριο έχει κρίνει με νομολογία του ότι ο εθνικός νομοθέτης πρέπει να θεσπίσει νέα, ειδικώς σχεδιασμένη διάταξη τυπικού νόμου εντασσόμενη στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας και της βεβαιότητας του φόρου και κατ’ ενάσκηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 12 § 3 της Απόφασης 2005/684/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ευχέρειας των κρατών μελών να υπαγάγουν την αποζημίωση που λαμβάνουν οι Έλληνες Ευρωβουλευτές από την Ε.Ε. σε φορολογία εισοδήματος, με βάση την εθνική τους νομοθεσία. Οφείλει, δηλαδή, να υπαγάγει την εν λόγω αποζημίωση (και τη μεταβατική) είτε ευθέως στις διατάξεις περί φορολόγησης μισθωτών υπηρεσιών είτε εμμέσως, θεωρώντας αυτήν κατά πλάσμα δικαίου ως εισόδημα από μισθωτή εργασία. Τα προνόμια και οι ασυλίες που απολαμβάνουν οι Ευρωβουλευτές ορίζονται στο Πρωτόκολλο 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ε.Ε., ενώ κατά την έννοια των §§ 3-5 του άρθρου 12 της Απόφασης 2005/684/ΕΚ, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να υποβάλλουν σε φορολόγηση, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, το ποσό της αποζημίωσης, αλλά και της σύνταξης αρχαιότητας, που λαμβάνουν οι πρώην Ευρωβουλευτές, υπό την προϋπόθεση της αποφυγής διπλής φορολόγησης. Στο Σύνταγμα, ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις γίνονται βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι συνταγματικώς ανεκτή η φορολόγηση του εισοδήματος, με διαφοροποιημένους συντελεστές, αναλόγως του ύψους του συνολικού εισοδήματος, εφόσον ο νομοθέτης αποβλέπει στη διαφορετική οικονομική δυνατότητα συμβολής στα δημόσια βάρη, με την εφαρμογή μεγαλύτερου συντελεστή επί μεγαλύτερου συνολικού εισοδήματος, χωρίς να παραβιάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών. Μάλιστα, το προοδευτικό σύστημα φορολόγησης του άρθρου 15 του Κ.Φ.Ε. δεν αντιτίθεται στο δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψη την αποζημίωση -αλλά και τη σύνταξη- για τον καθορισμό του φορολογικού συντελεστή που εφαρμόζεται σε άλλα εισοδήματα. Επισημαίνεται ότι η § 4 του άρθρου 12 της 2005/684/ΕΚ απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν αποκτά την ερμηνεία ότι υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη των κρατών μελών να φορολογεί αυτοτελώς τη σύνταξη και την αποζημίωση του Ευρωβουλευτή, απαγορεύοντας να τις λάβει υπόψη αθροιστικά με άλλα εισοδήματα στο πλαίσιο εφαρμογής συστήματος προοδευτικής φορολόγησης. Εν προκειμένω ο Έλληνας νομοθέτης υπήγαγε νομίμως το ποσό της σύνταξης των Ευρωβουλευτών σε φορολόγηση βάσει των σχετικών διατάξεων του Κ.Φ.Ε., που καθιερώνουν σύστημα προοδευτικής φορολόγησης του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις, αναλόγως του ύψους του συνολικού εισοδήματος. Το γεγονός ότι μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης επιδέχεται μία ή περισσότερες άλλες ερμηνείες δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία της διάταξης αυτής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος υποβολής σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε. και απέρριψε την αίτηση.